Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΟΣ - ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ - ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Σαράντης Μιχαλόπουλος Κάτοικος Ιτέας

Στο λεξικό διαβάζω τα παρακάτω και αναφωνώ : ΜΕΓΑΣ ΕΙΣΑΙ ΚΥΡΙΕ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ ΣΟΥ ! 

Αντίσωμα γνωστό και ως ανοσοσφαιρίνη είναι μεγάλο, σχήματος Υ, πρωτεϊνικό μόριο που παράγεται από τα Β - λεμφοκύτταρα και χρησιμοποιείται από το ανοσοποιητικό σύστημα για να αναγνωρίσει και να ακινητοποιήσει "εισβολείς", όπως είναι τα βακτήρια και οι ιοί. Το αντίσωμα αναγνωρίζει ένα μοναδικό τμήμα του εισβολέα που ονομάζεται αντιγόνο.

 Κάθε άκρη του «Υ» μιας ανοσοσφαιρίνης περιέχει ένα παράτοπο (δομή που ομοιάζει με κλειδαριά) που αναγνωρίζει ειδικά ένα συγκεκριμένο αντιγονικό επίτοπο (που παρομοιάζεται με κλειδί), και συνδέονται με ακρίβεια. Με την σύνδεση ένα αντίσωμα μπορεί να καταδείξει ένα μικρόβιο ή ένα μολυσμένο κύτταρο για επίθεση από άλλα κομμάτια του ανοσοποιητικού συστήματος,

ή να εξουδετερώσει τον στόχο του απευθείας. Η παραγωγή αντισωμάτων είναι η κύρια λειτουργία της χημικής ανοσίας.

 Το ανοσοποιητικό σύστημα ενός οργανισμού είναι σύστημα οργάνων και βιολογικών μηχανισμών υπεύθυνο για την άμυνά του. Αποτελείται από πολλά διαφορετικά όργανα και ιστούς.[1] Τα σημαντικότερα από αυτά είναι ο μυελός των οστών και ο θύμος αδένας. Σε αυτά δημιουργούνται και αναπτύσσονται τα ειδικά κύτταρα του ανοσοποιητικού. Δευτερεύοντα όργανα του ανοσοποιητικού συστήματος είναι οι αμυγδαλές, ο σπλήνας, τα λεμφογάγγλια και οι πλάκες Peyer.

 Οι μηχανισμοί άμυνας του οργανισμού χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, στους μη ειδικούς και στους ειδικούς. Στους μη ειδικούς μηχανισμούς περιλαμβάνεται η βασική αντίδραση του οργανισμού σε κάθε είδους λοιμώξεις. Ο μηχανισμός αυτός αποτελείται από τέσσερις τύπους αμυντικών φραγμών:

 

·        Ανατομικοί φραγμοί (δέρμα, βλεννογόνες, μεμβράνες)

·         Φυσιολογικοί φραγμοί (θερμοκρασία, pH, πίεση)

·         Μηχανισμοί ενδοκυττάρωσης και κυτταροφαγίας

·         Φλεγμονώδης αντίδραση (διαστολή αγγείων, αύξηση διαπερατότητας των τριχοειδών αγγείων των ιστών)

 

Οι ειδικοί μηχανισμοί χαρακτηρίζονται από μνήμη και ικανότητα διάκρισης των αβλαβών κυττάρων από τα επιβλαβή ή τα μεταλλαγμένα κύτταρα.

 

Το ανοσοποιητικό σύστημα αποτελείται από δύο βασικές ομάδες κυττάρων, τα κύτταρα της λεμφικής σειράς (λεμφοκύτταρα) και τα κύτταρα της μυελικής σειράς.[2]

 

Τα λεμφοκύτταρα περιλαμβάνουν τα Β-λεμφοκύτταρα, τα Τ-λεμφοκύτταρα, καθώς επίσης και τα μεγάλα κοκκιώδη λεμφοκύτταρα (ή φυσικά φονικά κύτταρα – natural killer (ΝΚ) cells).

 

Τα κύτταρα της μυελικής σειράς αποτελούνται από τα μονοκύτταρα/μακροφάγα (monocytes/macrophages), τα δενδριτικά κύτταρα (dendritic cells), τα ουδετερόφιλα (neutrophils), τα ηωσινόφιλα (eosinophils) και τα βασεόφιλα (basophils).

 

Τα λεμφοκύτταρα παράγονται στον μυελό των οστών και είναι δύο ειδών, Τ-λεμφοκύτταρα και Β-λεμφοκύτταρα. Τα Β-λεμφοκύτταρα διαθέτουν στην μεμβράνη τους ένα μόριο αντισώματος. Τα Τ-λεμφοκύτταρα διαθέτουν στην μεμβράνη τους έναν υποδοχέα δέσμευσης αντιγόνου. Όταν ένα Β κύτταρο συναντήσει ένα αντιγόνο διαιρείται γρήγορα και διαφοροποιείται σε Β-κύτταρο μνήμης και Β-κύτταρο τελεστή ή πλασματοκύτταρο. Τα πλασματοκύτταρα παράγουν μεγάλη ποσότητα αντισωμάτων που δρουν πάνω στο αντιγόνο και το καταστρέφουν.

 

Τα κύτταρα Τ όταν συναντήσουν αντιγόνο εκκρίνουν τους αυξητικούς παράγοντες κυτοκίνες. Οι παράγοντες αυτοί ενεργοποιούν τα Β-κύτταρα καθώς και τα Tc-κύτταρα τα οποία καταστρέφουν τα κύτταρα του ίδιου του οργανισμού που έχουν υποστεί αλλοιώσεις.

 

Τα κύτταρα παρουσίασης αντιγόνου (Antigen Presenting Cells – APCs) βοηθούν τα Τ-λεμφοκύτταρα να αναγνωρίσουν διάφορα αντιγόνα.[3] Ως APC χαρακτηρίζονται τα μακροφάγα, τα δενδριτικά κύτταρα και τα Β-λεμφοκύτταρα.

 

Η λειτουργία αυτών των κυττάρων συνίσταται στο να προσλαμβάνουν το εξωγενές αντιγόνο με διάφορους τρόπους (π.χ. κυτταροφαγία, ενδοκυττάρωση) και στην συνέχεια μετά από ειδική επεξεργασία να επανεκφράζουν τμήμα του στην κυτταρική τους μεμβράνη μαζί με ειδικά αναγνωριστικά μόρια.[4] Η ομάδα αυτή των ειδικών αναγνωριστικών μορίων ονομάζεται μείζον σύμπλεγμα ιστοσυμβατότητας τάξης ΙΙ (Major Histocompatibility Complex Class II, MHC ΙΙ).

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: