Τετάρτη 7 Απριλίου 2021

ΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΣΤΑΖΙ, ΤΑ ΨΕΥΔΩΝΥΜΑ, Η ΧΟΥΝΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΡΟΖ ΣΚΑΝΔΑΛΟ

Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος

(μέρος δεύτερο) Το πρώτο μέρος ΕΔΩ

Δυο πανεπιστημιακοί ερευνητές οι Στράτος Ν. Δορδανάς και Βάιος Καλογρηάς, με επιστημονικά υπεύθυνο τον καθηγητή Νίκο Μαραντζίδη από το Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών, και Ανατολικών Σπουδών Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, έχουν συγγράψει μια μελέτη που ασχολείται και καταγράφει τους Έλληνες που στρατολογήθηκαν από την μυστική υπηρεσία κατασκοπείας της Ανατολικής Γερμανίας Στάζι την εποχή του ψυχρού Πολέμου, μέχρι την πτώση του τείχους του Βερολίνου.

Η ερεύνα εχει αποδεσμευτεί ηλεκτρονικά και έχει αναρτηθεί στο διαδίκτυο στο σύνολο της, όπου είναι ελεύθερη προς ανάγνωση από τον καθένα.

Περιέχει εντυπωσιακά στοιχεία και περιγραφές που παραπέμπουν τον αναγνώστη, στην γνωστή κινηματογραφική ταινία «Οι ζωές των άλλων»!

Σ αυτήν αποκαλύπτονται τα ψευδώνυμα και η δράση των Ελλήνων πρακτόρων της Στάζι, ο τρόπος που στρατολογήθηκαν και… ένα ροζ σκάνδαλο,

με επιφανή Έλληνα διπλωμάτη!

Χωρίς καμία δική μας προσθήκη, αντιγράφουμε τα στοιχεία της έρευνας των πανεπιστημιακών, στην σημερινή δεύτερη συνέχεια.

ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΦΑΚΕΛΟΙ ΤΗΣ ΣΤΑΖΙ

Οι Έλληνες που βρέθηκαν στην Ανατολική Γερμανία μετά το τέλος του Εμφυλίου (Αύγουστος 1949) είχαν να αντιμετωπίσουν, εκτός από το δράμα της προσφυγιάς και της ένταξής τους στην κοινωνική πραγματικότητα μιας ολότελα ξένης χώρας, και τις προκλήσεις που αναφύονταν από ένα ολοκληρωτικό καθεστώς εν τη γενέσει του.

Εκτός από τους πρόσφυγες του Εμφυλίου, τους λεγόμενους Bürgerkriegsflüchtlinge, μια νέα αρχή στην Ανατολική Γερμανία έκαναν και μέλη των προπολεμικών ελληνικών κοινοτήτων αλλά και Έλληνες που, για διάφορους λόγους, είχαν έρθει στη Γερμανία κατά τη διάρκεια της εθνικοσοσιαλιστικής και φασιστικής κατοχής στην Ελλάδα (1941-1944).

Το «ελληνικό αρχείο» της Στάζι αποτελείται από εκατό περίπου φακέλους, σύνολο κάπου έντεκα με δώδεκα χιλιάδες σελίδες.

 Ίσως να υπάρχουν και άλλοι που λανθάνουν, κυρίως εκείνοι για τους οποίους η αναζήτηση στηρίζεται στους ονομαστικούς καταλόγους βάσει των οποίων η ίδια η Στάζι αρχειοθετούσε τις υποθέσεις.

 Η πλήρη ταυτοποίηση του ελληνικού ονόματος με τον προς αναζήτηση φάκελο παραμένει ακόμη και σήμερα μια σχετικά απαιτητική υπόθεση για το προσωπικό του αρχείου.

Πρόκειται για ένα αναξιοποίητο ερευνητικά αρχείο που ρίχνει φως εκ των έσω στο ζήτημα της εμπλοκής Ελλήνων πολιτών της ΓΛΔ στους πιο σκοτεινούς μηχανισμούς ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος.

 Επίσης, βοηθά να διερευνηθούν και να κατανοηθούν σε μεγάλο βαθμό οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η στρατολόγηση και η συνεργασία τους με τη Στάζι.

Οι φάκελοι περιέχουν στοιχεία για τη στρατολόγηση Ελλήνων της ΓΛΔ (πολιτικών προσφύγων και μη), με σκοπό την παρακολούθηση «ύποπτων προσώπων» ή τη συλλογή πληροφοριών για τις δραστηριότητες άλλων πολιτών τόσο στην Ανατολική Γερμανία όσο και στο Δυτικό Βερολίνο το οποίο, λόγω του ιδιαίτερου καθεστώτος που το διέπεε, θεωρήθηκε από τη Στάζι ορμητήριο Ελλήνων «κατασκόπων» προς την Ανατολική Γερμανία.

Για να αποκτήσει επαφή με το ελληνικό στοιχείο της ΓΛΔ, έστελνε προσκλήσεις για συμμετοχή σε εθνικές και θρησκευτικές γιορτές, οργάνωνε την αποστολή πακέτων βοήθειας και επεδίωκε τη χορήγηση διαβατηρίων για τους πρόσφυγες.

 Επίσης, υπάλληλοι στα γραφεία της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής προσπαθούσαν να πείσουν τους Έλληνες της ΓΛΔ, που είχαν έρθει για την ανανέωση των διαβατηρίων τους, να επιστρέψουν στην Ελλάδα.

 Πρέπει να θεωρείται σίγουρο ότι επιχείρησαν να αποσπάσουν από αυτούς πληροφορίες για την κατάσταση των πολιτικών προσφύγων στη ΓΛΔ.

Για ποιους λόγους, όμως, επεδίωξε η Στάζι τη στρατολόγηση Ελλήνων συνεργατών; 

Ποιοι λόγοι εξηγούν το ενδιαφέρον της αυτό; Ποια ήταν τα κριτήρια επιλογής;

 Καταρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι η στρατολόγηση Ελλήνων έγινε ακριβώς γιατί διέθεταν την αναγκαία οικειότητα με τους ομοεθνείς τους. 

Θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να χρησιμοποιήσει η Στάζι Γερμανούς συνεργάτες που, εκτός από το πρόβλημα της γλώσσας, θα κινούσαν σίγουρα τη δυσπιστία των Ελλήνων συνομιλητών τους. 

Βεβαίως, η ίδια τακτική εφαρμόστηκε και για τις υπόλοιπες μη γερμανικές εθνοτικές ομάδες.

 Εκτός αυτού, οι Έλληνες, όπως όλοι οι  αλλοδαποί κάτοικοι της ΓΛΔ άλλωστε, είχαν το προνόμιο να ταξιδεύουν ανενόχλητοι στο Δυτικό Βερολίνο και μετά την ανέγερση του Τείχους, κάτι που δεν ίσχυε για τους Γερμανούς πολίτες.

Ο αριθμός των Ελλήνων συνεργατών δεν ήταν μεγάλος.

 Οι πιο δυναμικές προσωπικότητες ήταν δώδεκα στον αριθμό.

  Κάθε φάκελος έφερε το ψευδώνυμο του συνεργάτη. 

 Ένα κοινό γενικό χαρακτηριστικό της επιλογής τους ήταν ότι έρχονταν σε επαφή, κυρίως λόγω της επαγγελματικής τους ενασχόλησης, με πολλούς συμπολίτες τους, όχι μόνο με ομοεθνείς αλλά και με Ανατολικογερμανούς.

 Αμέσως μετά τη στρατολόγησή τους από τους αξιωματικούς της Στάζι, οι Έλληνες πληροφοριοδότες λάμβαναν έναν ειδικό τηλεφωνικό αριθμό για να επικοινωνούν με τον στρατολόγο τους σε συγκεκριμένες ημέρες και ώρες αλλά και για να κλείνουν ραντεβού συνήθως σε δημόσιους χώρους.

 Η ρητή εντολή που είχαν, ήταν πως σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να χαιρετήσουν τους αξιωματικούς σε τυχαία συνάντησή τους στον δρόμο.

ΤΟ ΡΟΖ ΣΚΑΝΔΑΛΟ

Μεγάλο ενδιαφέρον έδειξε η Στάζι στα μέσα της δεκαετίας του 1960 για τις μετακινήσεις, τις οικονομικές δοσοληψίες και τις ερωτικές (εξωσυζυγικές) περιπέτειες του γενικού προξένου στο Δυτικό Βερολίνο Κ.Ν με τη Γερμανίδα γραμματέα του (που όπως εικάζεται του κόστισαν μάλιστα και τη θέση του), καθώς για τον βίο ορισμένων στενών συνεργατών του, όπως του διευθυντή του τμήματος διαβατηρίων Η.Γ, του αναπληρωτή γενικού προξένου Β.Κ και του συνεργάτη της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής Κ.Δ.

 Ο γενικός πρόξενος ήταν ταυτόχρονα και επικεφαλής της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής.

 Δεν αποκλείεται η Στάζι να σχεδίαζε τον εκβιασμό του, με αντάλλαγμα τη μυστική παροχή χρήσιμων και αξιόπιστων πληροφοριών.

 Μάλιστα, οι Έλληνες συνεργάτες της Στάζι περιέγραψαν αναλυτικά τους χώρους των γραφείων της Στρατιωτικής Αποστολής, προκειμένου να συνταχθεί ειδικός χάρτης.

 Ας σημειωθεί ότι στο ίδιο κτίριο στεγάζονταν και τα γραφεία της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής, γεγονός που ενδιέφερε ιδιαίτερα τη Στάζι, αφού εκτιμήθηκε πως η δράση των Ελλήνων «κατασκόπων» δεν μπορούσε να είναι άγνωστη στη βρετανική πλευρά.

Την ίδια περίπου εποχή, η Στάζι ήρθε αντιμέτωπη με την προσπάθεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών να εξαπλώσει και να εδραιώσει την επιρροή της ανάμεσα στους Έλληνες του Δυτικού Βερολίνου.

 Συγκεκριμένα, η Στάζι κατάρτισε κατάλογο με τα ονόματα μελών εθνικιστικών οργανώσεων, που δραστηριοποιήθηκαν στο Δυτικό Βερολίνο, σε στενή συνεργασία με την Αθήνα, για την προσέλκυση νέων μελών από την ελληνική κοινότητα.

 Επίσης, δεν έλειψαν και οι ενέργειες «εξαγορασμένων οργάνων της χούντας» – όπως του φοιτητή Θ. Α. από άλλη χώρα – να ταξιδέψουν στην Ανατολική Γερμανία και να αποκτήσουν προφανώς επαφή με τους εκεί Έλληνες. 

Μεταξύ των προσώπων που παρακολουθούσε η Στάζι – μέσω των οργάνων της Ι. Δ. και Α. Τ.- ήταν ο καθηγητής Ι. Τ., ο διδάκτορας Α. Μ. και ο διπλωμάτης Λ.Ε.  

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειξε ακόμη για τη στρατολόγηση συνεργατών στην ελληνική ταβέρνα «Α…», όπου σύχναζαν πολλοί Έλληνες, ανάμεσά τους και «νεαροί με μακριά μαλλιά και χασισοπότες».

 Ως πιθανός συνεργάτης εξετάστηκε η συνιδιοκτήτρια της ταβέρνας Σ. Β. (πολωνικής καταγωγής).

 Η Στάζι μελέτησε και το ενδεχόμενο να στρατολογήσει τον ομοφυλόφιλο ιδιοκτήτη του επίσης ελληνικού εστιατορίου «Η…».

 Με τη βοήθεια, λοιπόν, των Ελλήνων συνεργατών της, το μακρύ χέρι της Στάζι έφτανε έως και την «καπιταλιστική Δύση». Από την άλλη μεριά, η Στάζι αντιμετώπιζε με καχυποψία τα συνεχή πήγαινε-έλα των αλλοδαπών πολιτών της ΓΛΔ στο Δυτικό Βερολίνο, διότι φοβόταν την πιθανή στρατολόγησή τους από τις μυστικές υπηρεσίες των δυτικών κρατών.

Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΠΡΑΚΤΩΡ «CHRISTOS»

Η πρώτη περίπτωση είναι ο Σ. Π., με το κωδικό όνομα «Christos», πολιτικός πρόσφυγας που το 1949/50 βρέθηκε στην Ανατολική Γερμανία. 

Προηγουμένως ήταν στην Τσεχοσλοβακία και την Βουλγαρία.

 Η Ανατολική Γερμανία είχε γίνει, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, η δεύτερη πατρίδα του, «στην οποία όφειλε πολλά». 

Στην ιδιωτική του ζωή ήταν φιλικός και ευγενικός, φρόντιζε επιμελώς την εμφάνισή του, είχε μια πολύ καλή σχέση με τη σύντροφό του Β. Π., «ψυχή τε και σώματι κομμουνίστρια»

, την οποία βοηθούσε στο νοικοκυριό και στα ψώνια.

 Δεν είχαν χρέη, ούτε ιδιαίτερη συμπάθεια στο αλκοόλ. 

Η σύντροφός του ήταν  μέλος του SED  και απασχολούταν ως επιστημονική συνεργάτης στο Ινστιτούτο Μαρξισμού-Λενινισμού του Πολιτικού Γραφείου του SED.

Από την εμμονή και στις πιο μικρές λεπτομέρειες για τη διαρρύθμιση και την καθαριότητα του σπιτιού, τη σχέση του ζευγαριού με τους υπόλοιπους ενοίκους, την οικογενειακή και κοινωνική ζωή τους, τα χόμπι τους, για το πόσο πολιτικοποιημένοι και κοινωνικοί ήταν, ακόμα και για το αν συμμετείχαν στις συνελεύσεις της πολυκατοικίας τους ή αν δέχονταν επισκέψεις Ελλήνων από τη Δυτική Γερμανία και ταξίδευαν στο εξωτερικό (ιδιαίτερα στις «καπιταλιστικές χώρες»), αντλούνταν στοιχεία για τον βαθμό της κινητοποίησης και της αφοσίωσής του ζευγαριού στο πλαίσιο της δικτατορίας του SED.

 Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, το ζευγάρι ανήκε στη νομενκλατούρα της ΓΛΔ.

 Ο Π. προσεγγίστηκε τελικά από ανθρώπους της Στάζι και με προθυμία συνεργάστηκε μαζί τους, δίνοντας πληροφορίες για τις συναντήσεις Ελλήνων της Ανατολικής Γερμανίας στο Δυτικό Βερολίνο, που είτε επισκέπτονταν γνώριμά τους πρόσωπα, είτε τα γραφεία της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής. 

Προφανώς δεν είχε ηθικούς ενδοιασμούς για τη συνεργασία του με τη Στάζι, την οποία αντιλαμβανόταν ως συμβολή στην «υπόθεση του σοσιαλισμού».

(αύριο η συνέχεια)

Πηγή ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΣΤΑΖΙ

Στράτος Ν. Δορδανάς και Βάιος Καλογρηάς

Επιστημονικά υπεύθυνος Καθηγητής Νίκος Μαραντζίδης Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών, και Ανατολικών Σπουδών Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: