Σαράντης Μιχαλόπουλος Κάτοικος Ιτέας
Η
συνάντηση αυτή έρχεται μετά από μία μακρά περίοδο κρίσης με την Τουρκία, όπου η
βασική της αιτία είναι οι διεκδικήσεις της τελευταίας στο Αιγαίο και την
Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και η αμφισβήτηση των δικών μας κυριαρχικών
δικαιωμάτων στην περιοχή.
Είχα την
ευκαιρία να διαβάσω στο ATHENS
VOICE κάποια άρθρα του Θανάση Γεωργακόπουλου, με
αφορμή τον «διάλογο» που προέκυψε μεταξύ Κώστα Σημίτη και Κώστα Καραμανλή,
σχετικά με τα ελληνοτουρκικά και τις διαπραγματεύσεις για τα χωρικά
ύδατα.
Ομολογώ ότι, παρότι παρακολουθώ τα θέματα αυτά,
όχι μόνο μέσα από ειδήσεις και κάποια επικαιρότητα, αλλά και από τη σκοπιά ενός πολίτη που θέλει να λέγεται αλλά και να είναι «ενεργός», με την έννοια συνεχούς συμμετοχής στα όσα συμβαίνουν στην κοινωνία, διαπίστωσα πόσα πολλά πράγματα δεν γνώριζα για την προϊστορία των εθνικών μας θεμάτων. Και αναρωτιέμαι πόσοι άλλοι άνθρωποι είναι στην ίδια ή και χειρότερη μοίρα από εμένα. Πόσοι δηλαδή συμπολίτες μου δεν γνωρίζουν λεπτομέρειες που είναι κρίσιμες για την διαμόρφωση μίας συγκροτημένης άποψης για τα εθνικά μας θέματα έτσι, ώστε να μπορούν να κρίνουν σωστά τους χειρισμούς των πολιτικών μας.Ποιος, για
παράδειγμα, θυμάται τη ρήση του Κωνσταντίνου Καραμανλή «το Αιγαίο δεν είναι
ελληνική λίμνη» ; Και φυσικά, ποιος θα χαρακτήριζε τον συγκεκριμένο πολιτικό
«μειοδότη» για τη θέση του αυτή ;
Ο μεγάλος
τραγικός ποιητής Ευριπίδης είχε πει : «αν το σωστό και το δίκαιο ήταν ίδιο για
όλους, δεν θα υπήρχαν στον κόσμο διενέξεις». Και βέβαια αυτό μόνο σαν σοφία δεν
θα χαρακτηριζόταν, καθώς το μόνο που κάνει είναι να περιγράφει κάτι το
αυτονόητο, ότι δηλαδή στις διαφωνίες των ανθρώπων τις περισσότερες φορές
υπάρχει διαφορετική αφετηρία στη σκέψη τους.
Πως όμως
διευθετούνται αυτές οι διαφωνίες ; Νομίζω ότι τα άρθρα στα οποία αναφέρομαι και
παραθέτω στη συνέχεια, προσεγγίζουν αρκετά αντικειμενικά το θέμα αυτό και γι’
αυτό τα υιοθετώ στο μεγαλύτερο μέρος τους.
Το πρώτο
άρθρο αναφέρεται στις δηλώσεις του Κώστα Καραμανλή, με τις οποίες ο τελευταίος
θέλησε να απαντήσει σε όσα είπε ο Κώστα Σημίτης σχετικά με την λεγόμενη
«Στρατηγική του Ελσίνσκι».
Γράφει
λοιπόν ο Θανάσης Γεωργακόπουλος :
«Στις
διεθνείς σχέσεις υπάρχει η μέθοδος Ανδρέα Παπανδρέου, υπάρχει η μέθοδος Κώστα
Σημίτη. Αντιθέτως, μέθοδος Κώστα Καραμανλή δεν υπάρχει, τουλάχιστον τέτοια που
να λύνει προβλήματα. Η πρώτη, σε απλουστευμένη εκδοχή, λέει ότι προκειμένου να
συμβιβαστείς προκαλείς μια μείζονα κρίση που οδηγεί και τις δύο πλευρές στο
τραπέζι και στον διάλογο. Την ακολούθησε με την Τουρκία για να καταλήξει στο
Νταβός, την ακολούθησε και με τη Βόρεια Μακεδονία για να καταλήξει στην
ενδιάμεση συμφωνία και να ομαλοποιήσει τις διμερείς σχέσεις. Το πλεονέκτημα
αυτής της μεθόδου είναι ότι κερδίζει πιο εύκολα την αποδοχή του εσωτερικού
ακροατηρίου, ακόμα και αν υιοθετείς λύσεις αντίθετες με όσα έλεγες προεκλογικά.
Η μέθοδος
Σημίτη αντιθέτως, παρότι μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα, αφήνει
ανοικτό τον αρχιτέκτονά της στην κατηγορία της μειοδοσίας καθώς εξ αρχής ο
στόχος της είναι ένας ρεαλιστικός συμβιβασμός. Στα πλεονεκτήματά της, ωστόσο,
είναι η αποφυγή εντάσεων οι οποίες ενέχουν πάντα τον κίνδυνο να χαθεί ο
έλεγχος. Ιδίως όταν απέναντι έχεις μια αναθεωρητική δύναμη όπως η Τουρκία. Και,
βέβαια, η δεύτερη μέθοδος είναι περισσότερο συμβατή με τις προβλέψεις του
διεθνούς δικαίου, παράγοντας σημαντικός όταν θέλεις να εξασφαλίσεις την
υποστήριξη τρίτων όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση
Και οι δύο
μέθοδοι προϋποθέτουν την ανάληψη πρωτοβουλιών με σαφή στόχο και με αξιοποίηση
των πλεονεκτημάτων που διαθέτεις. Η μέθοδος Καραμανλή πάλι δεν χρειάζεται τίποτα
από όλα αυτά για τον απλούστατο λόγο ότι το μόνο που επιδιώκει είναι η
διατήρηση της κατάστασης ως έχει. Είναι η λογική της ακινησίας ή ας βγάλουν το
φίδι από την τρύπα οι επόμενοι. Ό,τι ακριβώς συνέβη και στην οικονομία. Το
πλεονέκτημά της είναι ότι μπορείς να διάγεις ήσυχο βίο στου Μαξίμου. Το
μειονέκτημα είναι ότι συνήθως τα προβλήματα που χρονίζουν είναι όλο και πιο
δύσκολο να επιλυθούν. Αυτό ακριβώς που αντιμετωπίζει η Ελλάδα τόσο στην
οικονομία όσο και στις εξωτερικές της σχέσεις. Αντίθετα με ό,τι έκανε με την
οικονομία όμως, για την οποία αιδημόνως σιωπά 10 και πλέον χρόνια τώρα, ο κ.
Καραμανλής θεώρησε υποχρέωσή του να υπερασπιστεί την εξωτερική του πολιτική με
μια μακροσκελή δήλωση. Με αυτήν ουσιαστικά υιοθετεί την κατηγορία της
μειοδοσίας σε βάρος του προκατόχου του διότι αναγνώρισε ζωτικά συμφέροντα της
Τουρκίας στο Αιγαίο και αποδέχθηκε ότι συνοριακές διαφορές μπορεί να τεθούν υπό
την κρίση του δικαστηρίου της Χάγης.
Ο πυρήνας
της επιχειρηματολογίας του Καραμανλή είναι ότι Ελλάδα και Τουρκία έχουν μόνο
μια διαφορά, η οποία μπορεί να παραπεμφθεί στη Χάγη, και αυτή είναι ο
καθορισμός των ορίων της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Πρόκειται για ένα
επιχείρημα το οποίο ακούγεται λογικό, στην πράξη ωστόσο όλοι όσοι
αντιμετωπίζουν το πρόβλημα καλόπιστα αναγνωρίζουν ότι δεν ισχύει. Κι αυτό
επειδή είναι γνωστό ότι το εύρος των χωρικών υδάτων, τα θαλάσσια σύνορα δηλαδή,
καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό και την έκταση της υφαλοκρηπίδας που θα πάει σε κάθε
χώρα. Αυτό βέβαια ταυτόχρονα σημαίνει ότι αν με κάποιο μαγικό τρόπο η κυβέρνηση
Καραμανλή ή οποιαδήποτε άλλη, έπειθε την Τουρκία να παραπεμφθεί
μόνο το θέμα της υφαλοκρηπίδας στη Χάγη και μάλιστα, όπως επιδιώκουμε, με βάση
το διεθνές δίκαιο, τότε σε μεγάλο βαθμό θα είχε παραιτηθεί και από το δικαίωμα
επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια. Τουλάχιστον για τα νησιά.
Με άλλα
λόγια η παραπομπή της υφαλοκρηπίδας συνεπάγεται και προϋποθέτει την
αντιμετώπιση των συνοριακών διαφορών. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, στα πλαίσια
της διαδικασίας του Ελσίνκι, Ελλάδα και Τουρκία το 2003 είχαν φτάσει στο παρά
πέντε μιας κατ’ αρχήν συμφωνίας κλιμακωτής επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης
ώστε να λαμβάνονται υπόψη και οι τουρκικές ευαισθησίες. Θα φτάναμε σε λύση;
Κανείς δεν το γνωρίζει. Αν η Τουρκία έθετε παράλογες διεκδικήσεις προφανώς όχι.
Η παραπομπή στη Χάγη δεν είναι αυτόματη και κανείς δεν μπορούσε να μας
υποχρεώσει να θέσουμε υπό δικαστική αμφισβήτηση οτιδήποτε. Αυτό έγινε σαφές και
από τον Βαγγέλη Βενιζέλο επί κυβέρνησης Σαμαρά, όπως σημειώνει στην απάντησή
του και ο Καραμανλής. Υπήρχε όμως μια δυναμική υπέρ μιας διευθέτησης που
χάθηκε. Και βέβαια μπήκε η Κύπρος στην Ένωση, κάτι που ο Καραμανλής φαίνεται να
το ξεχνά. Καθόλου παράξενο αν αναλογιστούμε την στάση του στο δημοψήφισμα.
Προφανώς
κάθε λύση που δεν θα αποτελεί 100% αποδοχή των ελληνικών θέσεων, θα θεωρηθεί
στην Ελλάδα, από τους γνωστούς κύκλους, ως μειοδοτική. Το πραγματικό ερώτημα
όμως είναι αν υπάρχει άλλη λύση πέραν του διαλόγου. Ακόμα και όσοι
φαντασιώνονται με παιχνίδια πολέμου, το τελικό αποτέλεσμα θα είναι ένας διμερής
διάλογος. Στην καλύτερη περίπτωση με τους ίδιους περίπου όρους που ισχύουν
σήμερα, κάτω από την πίεση ωστόσο της διεθνούς κοινότητας να υπάρξει
συμβιβασμός. Τα κακά σενάρια ας μην τα αναφέρουμε διότι τότε η Χάγη
μπορεί να μας φαίνεται και ως σανίδα σωτηρίας.
Προφανώς ο
Κώστας Καραμανλής δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να πάει σε πόλεμο με τον
κουμπάρο του. Η μόνη του επιδίωξη ήταν να αφήσει τα πράγματα ως έχουν. Το κατά
πόσο αυτό λειτούργησε προς όφελος της Ελλάδας και της Κύπρου το βλέπουμε. Ιδίως
η τελευταία υφίσταται μια παραβίαση της κυριαρχίας της χωρίς προηγούμενο. Έτσι
σήμερα το να αναβιώσει η διαδικασία του Ελσίνκι δεν φαίνεται ρεαλιστικό.
Το δέλεαρ της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει χαθεί, όπως
ενδεχομένως έχει χαθεί και η θέληση για λύση. Η αναθέρμανση της τελωνειακής
ένταξης πάλι είναι ένα σημαντικό χαρτί, είναι αμφίβολο όμως αν επαρκεί για να
υπάρξει ουσιαστική πρόοδος. Πιο πιθανό φαίνεται να διατηρηθεί αυτή η κατάσταση
των εναλλασσόμενων κρίσεων με διαλείμματα διαλόγου. Είναι ίσως
αναπόφευκτο. Αρκεί να μην έχουμε την ψευδαίσθηση ότι αυτό συνιστά πρόοδο
σε σχέση με το Ελσίνκι».
Το δεύτερο
άρθρο αναφέρεται στην «απάντηση» που έδωσε στις παραπάνω δηλώσεις ο Κώστας
Σημίτης.
«Ο πρώην
πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Κώστας Σημίτης απάντησε, με
δήλωσή του, σε όσα ανέφερε νωρίτερα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής για
τα ελληνοτουρκικά και τις διαπραγματεύσεις για τα χωρικά ύδατα.
«Στα «Νέα»
(3.4.2021) έγινε προδημοσίευση της συμβολής μου στον συλλογικό τόμο «Η
στρατηγική του Ελσίνκι, 20+1 χρόνια μετά» (εκδόσεις Σιδέρη). Αυτό το δημοσίευμα
σχολίασε ο κ. Κ. Καραμανλής.
Η δήλωση
του Κ. Καραμανλή αποδεικνύει πράγματι τις διαφορετικές μας αντιλήψεις.
Πεποίθησή
μου ήταν και είναι, ότι οι διαφορές με την Τουρκία πρέπει να αντιμετωπίζονται
ενεργά, στη βάση της εθνικής μας κυριαρχίας και του Διεθνούς Δικαίου,
αξιοποιώντας την ισχύ που μάς δίνει η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα
πλεονεκτήματα που μάς εξασφαλίζουν οι διεθνείς συμμαχίες μας. Η επ’ αόριστο
παραπομπή των διαφορών με τη γείτονα σε μια μελλοντική κάθε φορά διευθέτηση,
οδήγησε και θα οδηγεί στη διεύρυνση των τουρκικών διεκδικήσεων. Η
πιο χαρακτηριστική και επώδυνη απόδειξη της αδράνειας είναι η εξέλιξη του
Κυπριακού.
Την
περίοδο της συνόδου Κορυφής του Ελσίνκι, η κυβέρνησή μου αξιοποίησε την ευνοϊκή
συγκυρία της επιθυμίας της Τουρκίας για προσέγγιση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και
αφ’ ενός λύσαμε το πολύπλοκο θέμα της ευρωπαϊκής ένταξης της Κύπρου και αφ’
ετέρου χαράξαμε έναν οδικό χάρτη επίλυσης των ελληνοτουρκικών.
Ως προς το
θέμα των χωρικών υδάτων πρέπει να σημειωθεί, ότι όλες οι κυβερνήσεις
(συμπεριλαμβανομένης και αυτής του Κ. Καραμανλή) συζητούσαν στο πλαίσιο των
διερευνητικών επαφών το θέμα του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης, που είναι θέμα
εθνικής κυριαρχίας και συναρτάται με το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ».
Το τρίτο
άρθρο είναι, κατά την άποψή μου, και το πιο σημαντικό, όχι τόσο διότι
αποκαλύπτει, κάποιες άγνωστες πτυχές της ιστορίας, αλλά κυρίως διότι
αναδεικνύει ορισμένες θέσεις των πολιτικών που διαχειρίστηκαν τα θέματα αυτά
και οι οποίες είναι νευραλγικής σημασίας για την πιθανότητα «διευθέτησης» των
διαφορών με την Τουρκία.
Γράφει
λοιπόν το τελευταίο αυτό άρθρο :
«Η
προδημοσίευση στα ΝΕΑ κειμένου του Κώστα Σημίτη από το βιβλίο για τη συμφωνία
του Ελσίνκι που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ι.ΣΙΔΕΡΗΣ οδήγησε στη διεξαγωγή
ενός διαλόγου/αντιπαράθεσης με τον Κώστα Καραμανλή, ο οποίος, με αυτή την
αφορμή, έσπασε την 12χρονη σιωπή του.
Ήταν
φυσικό ο διάλογος μεταξύ δύο πρωθυπουργών να προκαλέσει ευρύτερο ενδιαφέρον και
να συνεχισθεί με αρθρογραφία στον Τύπο και το Διαδίκτυο. Διατυπώθηκαν απόψεις
οι οποίες εύλογα υποστήριζαν τον ένα ή τον άλλο πόλο της συζήτησης αλλά και
κάποιες -ας τις πούμε- ενδιάμεσες που θεωρούσαν πως δεν είναι χρήσιμη μια
παρελθοντολογική συζήτηση και επειδή μπορεί να πάρει διχαστικά χαρακτηριστικά.
Θεωρώ
λανθασμένη αυτή την οπτική. Με δεδομένο πως «έχουμε απλωμένο τραχανά» μπροστά
μας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό, η συζήτηση αυτή αφορά το σήμερα
και το αύριο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αφού σχετίζεται με τις γραμμές
που αυτή πρέπει να κινηθεί. Για αυτό όχι μόνο αξίζει να συνεχιστεί αλλά και. να
πάει ακόμα πιο πίσω. Σίγουρα θα εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα.
Σε ένα
πρόσφατο άρθρο μου με τίτλο «Η ατυχής και αυτοχειριαστική δήλωση του «μικρού
Καραμανλή» είχα υποστηρίξει πως με τη δήλωσή του αναμασούσε ότι πιο
συντηρητικό, σοβινιστικό και αρχαϊκό όσον αφορά την εξωτερική πολιτική και
επιβεβαίωνε πως το δόγμα που ακολούθησε όταν κυβερνούσε ήταν η ακινησία ενόψει
μιας… Δευτέρας Παρουσίας που θα άλλαζε τους συσχετισμούς σε κάποιο μακρινό και
άγνωστο μέλλον. Ταυτόχρονα επεσήμαινα πως στο συγκεκριμένο (και όχι μόνο) τομέα
κληρονόμησε από τον «κανονικό Καραμανλή» μόνο το… όνομα.
Κορυφαίο
απόδειξη για αυτό ήταν η φοβικότητα/εχθρότητα που επέδειξε ο «μικρός
Καραμανλής» όταν κυβερνούσε -κι ακόμα περισσότερο με τη δήλωσή του- προς το
Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η προσφυγή στο οποίο υπήρξε η παραδοσιακή εθνική
στρατηγική που πρωτοδιατυπώθηκε το 1975 από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Επ’
αυτής υπήρξε συμφωνία στη συνάντηση Καραμανλή-Ντεμιρέλ την 31η Μαΐου 1975
στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες. Αργότερα η τουρκική
πλευρά υπαναχώρησε. Ο «κανονικός Καραμανλής» επέμενε, όμως, σε αυτήν σε όλες
τις διεθνείς συναντήσεις του αλλά και στη συνάντησή του με τον νέο τούρκο
πρωθυπουργό Ετσεβίτ στο Μοντραί της Ελβετίας στις 10 και 11 Μαρτίου του 1978.
Ο καλός
συνάδελφος Άγγελος Αθανασόπουλος στο ΒΗΜΑ της Κυριακής μου θύμισε άλλη μία
λεπτομέρεια από τη συνάντηση Καραμανλή-Ντεμιρέλ το 1975. Ήταν το έναυσμα για να
«σκαλίσω» -λίγο γρήγορα είναι η αλήθεια- το «Αρχείο Καραμανλή». Και η αναδίφηση
-όπως ίσως διαπιστώσετε- άξιζε τον κόπο, καθώς οδηγεί σε χρήσιμες σκέψεις ακόμα
και για το σήμερα.
Στη
συνάντηση Καραμανλή-Ντεμιρέλ, λοιπόν, την πρώτη ελληνοτουρκική συνάντηση
κορυφής μετά την εισβολή και την κρίση στην Κύπρο, εκδόθηκε κοινό ανακοινωθέν
το οποίο, μεταξύ άλλων, ανέφερε «… Οι δύο πρωθυπουργοί αποφάσισαν ότι τα
προβλήματα αυτά πρέπει να επιλυθούν ειρηνικώς μέσω διαπραγματεύσεων και όσον
αφορά το θέμα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου της
Χάγης (..) Συναφώς αποφάσισαν την επίσπευση της συναντήσεως των εμπειρογνωμόνων
διά το θέμα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, ως επίσης και της συναντήσεως των
εμπειρογνωμόνων διά το θέμα του εναερίου χώρου …».
Ναι, ναι
καλά διαβάσατε και «για το θέμα του εναέριου χώρου».
Στο
σχετικό πρακτικό της συζήτησης που υπάρχει στο Αρχείο Καραμανλή ο τότε
πρωθυπουργός λέει σχετικά «… Επί του θέματος FIR του Αιγαίου (..) δεν έχω
αντίρρηση να συναντηθούν ταχέως εμπειρογνώμονες των δύο χωρών, προς αναζήτησιν
λύσεως εξυπηρετούσης αμφοτέρας τας χώρας …». Στη συνάντηση δε του 78 με τον
Ετσεβίτ, αναφέρει «… όσον αφορά το θέμα του FIR δεν το θεωρούμε ως όριο κυριαρχικών
δικαιωμάτων. Εντός του FIR ασκούμε τεχνικές αρμοδιότητες ως εντολοδόχοι του
ICAO …».
Στη
συνάντηση με τον Ετσεβίτ θίγεται και το θέμα των 10 ν.μ. στον εναέριο χώρο. Ο
Κωνσταντίνος Καραμανλής, έχοντας συναίσθηση της αντίφασης με τα 6 ν.μ. στα
χωρικά ύδατα απαντά διπλωματικά «… Δεν γνωρίζω όλες τις πτυχές του προβλήματος
των 10 ν.μ. του εναερίου χώρου. Κατά συνέπεια δεν είμαι έτοιμος να σας δώσω μια
απάντηση τώρα επί του θέματος. Αφού πάρω όλες τις λεπτομέρειες θα σας απαντήσω
(..) πάντως γνωρίζω ότι αυτό το μέτρο ελήφθη το 1931 και η Τουρκία δεν
διεμαρτυρήθη …». Λίγο αργότερα δίνει γραπτές οδηγίες στον Βύρωνα Θεοδωρόπουλο
ενόψει της πρώτης συνάντησης των δύο Γ.Γ. των Υπουργείων Εξωτερικών μετά το
Μοντραί «… για το θέμα των 10 ν.μ. δεχόμεθα ότι υπάρχει θέμα αλλά το δίκαιον
είναι με το μέρος μας, γιατί εφ’ όσον δικαιούμεθα να κάνωμε το μείζον,
δικαιούμεθα να κάνωμε και το έλασσον. Το όλο θέμα συνδυάζεται με το πρόβλημα
των χωρικών υδάτων, και θα το συζητήσουν οι δύο πρωθυπουργοί …». Πρόκειται για
τη «γραμμή» που ακολουθήθηκε στις διερευνητικές επαφές έως το 2004 μετά το
Ελσίνκι και είχε φτάσει στο παρά δύο να συμφωνηθεί.
Συζητώντας
με τους Τούρκους ηγέτες για την υφαλοκρηπίδα τίθενται και τα ευρύτερα ζητήματα
του Αιγαίου. Στη συνάντηση του 1978 με τον Ετσεβίτ ο Κωνσταντίνος Καραμανλής
τονίζει «… Όταν η αντιπολίτευση πήρε μια ακραία στάση (..) τους είπα στην
Βουλή, ότι το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη (..) η Τουρκία έχει ωρισμένα
δικαιώματα στο Αιγαίο …». Ας θυμηθούμε στο σημείο αυτό -παρενθετικά- τους μύδρους
ορισμένων κύκλων και της περί ης ο λόγος δήλωσης κατά της συμφωνίας
Σημίτη-Ντεμιρέλ το 1997 στη Μαδρίτη.
Συνεχίζοντας,
όσον αφορά τα νησιά και την υφαλοκρηπίδα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής
αναφέρεται στη σύμβαση της Γενεύης του 1958 (σήμερα ισχύει η σύμβαση του
Μοντέγκο Μπέϊ του 1982) λέγοντας πως «… αναγνωρίζει ίσα δικαιώματα
υφαλοκρηπίδας στα νησιά και τα ηπειρωτικά εδάφη. Είναι αληθές ότι η σύμβασις
δεν έγινε επί τούτω για το Αιγαίο, όπου υπάρχουν ειδικές συνθήκες (..)
Παραδέχομαι ότι η εφαρμογή της Συμβάσεως της Γενεύης, χωρίς να ληφθούν υπ’ όψη
οι ειδικές συνθήκες στο Αιγαίου, θάταν άδικη για την Τουρκία (..) για να βγούμε
από το αδιέξοδο πρέπει να διαπραγματευθούμε με καλή πίστη κι αν αποτύχουμε (..)
να παραπέμψουμε την υπόθεση στο Διεθνές Δικαστήριο …». Παρακάτω διαβεβαιώνει «…
η Ελλάς δεν προτίθεται να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα εάν διευθετηθούν όλες
οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των δύο χωρών μας. Εάν αυτή ήταν η πρόθεσή μας
θα είχαμε καταφύγει σ’ αυτήν. Πάντως, η Ελλάς δεν μπορεί να παραιτηθεί των
δικαιωμάτων της …». Στη συνάντηση του 1978 αναφέρεται ακόμα και στην -εκ των
υστέρων «καταραμένη» συνεκμετάλευση- απαντώντας χαρακτηριστικά στον Ετσεβίτ «…
Όταν γίνει η οριοθέτησις μπορούμε να αναλάβουμε κοινή εξερεύνση σε ορισμένες
περιοχές, όπου η κατάσταση ντε φάκτο θα το καθιστούσε αναγκαίο …».
Μένοντας
στα θέματα που ταλαιπωρούν για δεκαετίες τις δύο πλευρές, στη συνάντηση του
1975 ο Ντεμιρέλ έθεσε το θέμα της στρατιωτικοποίησης των νησιών. Ο Κωνσταντίνος
Καραμανλής απαντάει κατ’ αρχάς «από νομικής πλευράς» κι έπειτα «από ουσιαστικής
πλευράς» λέγοντας «… εάν ελήφθησαν από ελληνικής πλευράς στοιχειώδη τινά μέτρα,
αυτά ήσαν αμυντικά, δια τον φόβον της επιθέσεως της Τουρκίας έναντι των νήσων.
Εάν (..) επιλυθούν τα άλλα προβλήματα που μας χωρίζουν και το ζήτημα αυτό θα
λυθή αυτομάτως, διότι δεν θα υπάρχει η αιτία που το προκάλεσε …». Στη συνάντηση
του 78 με τον Ετσεβίτ για το ίδιο θέμα αναφέρει «… πήραμε ορισμένα στρατιωτικά
μέτρα στα νησιά μετά την επιδείνωση των σχέσεων και αυστηρά επί αμυντικής βάσεως.
(..) Ο ισχυρισμός ότι παρέβημεν διεθνείς συνθήκες μερικώς μόνο είναι
αληθής, Γιατί τα πρακτικά της υποεπιτροπής που ασχολήθηκε με την υπόθεση
στη Λωζάννη, υποδείκνυαν ότι, αν και η αποστρατικοποίησις των νήσων είχε γίνει
αποδεκτή, η εφαρμογή του όρου αυτού δεν θα αποστερούσε αμύνης τα νησιά, εις
περίπτωσιν απειλής. Το θέμα αυτό μπορεί να διευθετηθεί κατά τρόπο καλύπτοντα
τις απαιτήσεις ασφαλείας αμφοτέρων των χωρών όταν αρθεί η απειλή …».
Στη
συνάντηση του 1978 όταν ο Ετσεβίτ θίγει το θέμα μειονότητας ο Καραμανλής
επισημαίνει «… η δική μας πλευρά είναι εκείνη που θα πρέπει να εγείρει θέμα
(..) η ισορροπία που προεβλέπετο στη συνθήκη της Λωζάννης ανετράπη εναντίον
μας. Το μόνο θέμα που μπορεί να εγερθεί στο σημείο αυτό είναι η επαναφορά της
ισορροπίας αυτής. Δεν είχα ποτέ πρόθεσιν να ενοχλήσω την τουρκικήν μειονότητα
(..) αν σημειώθηκαν οποιεσδήποτε υπερβολές απ’ τις τοπικές αρχές είμαι πρόθυμος
να τις συζητήσω …».
Όπως είναι
εφτακάθαρο από τα προηγούμενα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ποτέ του δεν θήτευσε στη
λογική του στρουθοκαμηλισμού απέναντι στα ελληνοτουρκικά προβλήματα ούτε
χρησιμοποίησε το χιλιοφορεμένο ρεφρέν της «μίας και μοναδικής διαφοράς», το
οποίο ταλαιπωρεί επί μακρόν τον δημόσιο λόγο και την εξωτερική πολιτική της
χώρας.
Το είχε,
άλλωστε, διακηρύξει urbi et orbi στην ελληνική Βουλή στη συζήτηση η οποία
διεξήχθη μετά τη συνάντησή του με τον Ετσεβίτ «… Υποστήριξε, επίσης, ο κ.
Παπανδρέου πως δεν υπάρχει λόγος να συζητούμε με τους Τούρκους, εφ όσον δεν
αναγνωρίζομεν ότι έχουμε διαφορές μαζί τους. Αλλά κύριοι βουλευταί, την
διένεξη, κάθε διένεξη μπορεί να τη δημιουργήση οποιοσδήποτε διαφωνών μαζί σας,
αμφισβητών το δίκιο σας και επιθυμών να σας αδικήση. Από την στιγμή αυτή
δημιουργείται πρόβλημα, το οποίον δεν μπορείτε να αγνοήσετε. Είστε υποχρεωμένος
να το αντιμετωπίσετε. Άλλο το θέμα είναι με ποιον τρόπο θα το αντιμετωπίσετε.
Αλλά δεν δύνασθε να αγνοήσετε την ύπαρξη του προβλήματος. Θ’ αναφέρω ένα
χαρακτηριστικό παράδειγμα (..) Προσβάλλει κάποιος, χωρίς να έχει δικαίωμα, μια
διαθήκη σε βάρος των πραγματικών κληρονόμων. Και καταφεύγει στα δικαστήρια.
Είναι δυνατόν, διότι σεις πιστεύετε ότι βρίσκεται εν αδίκω να αγνοήσετε το
γεγονός ότι, αν δεν προσέλθετε στο δικαστήριο, ημπορεί να εκδοθεί απόφαση εις
βάρος σας; Άλλωστε, όπως είπε ο Ευρυπίδης, «αν το σωστό και το δίκαιο ήταν ίδιο
για όλους, δεν θα υπήρχαν στον κόσμο διενέξεις» …».
Και βέβαια
ήταν σαφής όσον αφορά τη μέθοδο με την οποία αντιμετωπίζονται οι διαφορές.
Έλεγε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στην ίδια συζήτηση «… στον τόπο μας
καλλιεργούμε ένα πνεύμα δυσπιστίας προς τον διάλογο, που είναι εν τούτοις
βασική αρχή της διεθνούς ζωής. Μια δυσπιστία, η οποία πολλές φορές παίρνει την
μορφή της ξενοφοβίας, και δυσχεραίνει όχι μόνον τον χειρισμό των εθνικών μας
θεμάτων, αλλά και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας …».
Ακόμα πιο
καθαρός ήταν ένα χρόνο νωρίτερα κατά τη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων
μετά τις εκλογές του 1977 «… με την ευκαιρία αυτή θα ήθελα να πω σε εκείνους
που διατυπώνουν επιφυλάξεις ως προς τη σκοπιμότητα του διαλόγου με την Τουρκία,
ότι για την επίλυση των διεθνών διαφορών δεν υπάρχουν παρά τρεις τρόποι: η
διαπραγμάτευση, η διαιτησία και ο πόλεμος. Η ελληνική Κυβέρνηση, για να
αποτρέψη τον πόλεμο που θα είναι συμφορά γι’ αμφοτέρους τους λαούς, έχει
υποχρέωση απέναντι του ελληνικού λαού, απέναντι της Ιστορίας, να εξαντλήση όλες
τις ειρηνικές διαδικασίες …».
Εν
ολίγοις, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε μια ολοκληρωμένη και συνεκτική πολιτική
στα ελληνοτουρκικά, χάραξε τη στρατηγική της Χάγης, συζητούσε χωρίς ταμπού για
όλα τα θέματα και πίστευε πως μόνος τρόπος για να λυθούν τα προβλήματα είναι ο
διάλογος.
Οφείλω να
ομολογήσω κλείνοντας πως ξεκίνησα το «σκάλισμα» του Αρχείου Καραμανλή με στόχο
να αποδείξω πως η κυβερνητική θητεία και η πρόσφατη δήλωση του «μικρού
Καραμανλή» δεν έχει σχέση με την «καραμανλική παράδοση» αλλά με τους κάθε
είδους -εξ αριστερών και εκ δεξιών- αντιπάλους του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Και
πως αν επιτέθηκε στον Κώστα Σημίτη για το Ελσίνκι, με βάση τα προηγούμενα, θα
έπρεπε να χαρακτηρίσει τον θείο του… εθνικό μειοδότη.
Όμως,
τελικά, αυτό ήταν το εύκολο. Το δύσκολο ήταν πως με την αναδίφηση… μελαγχόλησα.
Μελαγχόλησα
για την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο όταν διατυπωνόταν, σχετικά με κρίσιμα
θέματα, πολιτικός λόγος υψηλού επιπέδου, με στέρεη επιχειρηματολογία, η οποία
αντέχει ως τις μέρες μας.
Για τις
συζητήσεις με ξένους ηγέτες με εθνική αυτοπεποίθηση, γνώση του διεθνούς πεδίου
και στιβαρό ρεαλισμό.
Για τη
μετέπειτα μεταπολιτευτική κυριαρχία αδιέξοδων πολιτικών και σοβινιστικών
στερεοτύπων μια φοβικής, περίκλειστης Ελλάδας.
Για τη
χειροτέρευση που υπήρξε όλα αυτά τα χρόνια εξαιτίας των προηγουμένων τόσο στα
ελληνοτουρκικά όσο και στο Κυπριακό.
Για τη
βίαιη διακοπή το 2004 της πολιτικής του Ελσίνκι, η οποία συνδέθηκε με τις
καλύτερες πλευρές της εξωτερικής πολιτικής της μεταπολιτευτικής περιόδου και
πρόλαβε -πριν διακοπεί- να φέρει κάποια αποτελέσματα.
Η
μελαγχολία, βέβαια, θεραπεύεται με την ελπίδα.
Τώρα,
λοιπόν, που έχουμε πάλι «απλωμένο τραχανά» μπροστά μας στις ελληνοτουρκικές
σχέσεις και το Κυπριακό ελπίζω πως, παρά τη δύσκολη συγκυρία, θα ξαναπιάσουμε
την «κόκκινη κλωστή» των καλύτερων στιγμών στην εξωτερική πολιτική της χώρας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου