Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

ΑΓΑΠΑΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΝ… ΖΩΟΚΛΕΦΤΗ, ΑΛΛΑ ΑΓΑΠΑΕΙ ΚΑΙ ΤΟΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΗ!


Οι περισσότεροι γνωρίζουμε και χρησιμοποιούμε συχνά τόσο τη λ. «κλεφτοκοτάς» (αυτός που κλέβει μικρής αξίας αντικείμενα, ο μικροαπατεώνας) όσο και τη φρ. «τον έπιασαν με τη γίδα στην πλάτη» (συνελήφθη επ’ αυτοφώρω).
Προφανώς πίσω από τις λέξεις κρύβονται πολλές ιστορίες...
Τα αιμοβόρα αρπακτικά
Τα σαρκοφάγα θηλαστικά ανέκαθεν ήταν ο φόβος κι ο τρόμος των βοσκών και των ζώων τους. Παλαίμαχος κτηνοτρόφος συγκλονίζει με τις αναμνήσεις του:
«Η αρκούδα είνι χειρότιρη απ’ όλα! Γιατί σκαρφαλώνει κι έχει κι ανύχια μιγάλα, τρώει πρόβατα, γίδια…
Οι λύκοι παλιά μαζώνουνταν κουπάδι, τσέτα (αγέλη).
Θ’μάμι, κάπουτι απήδ’σαν οι λύκοι να φάν’ ένα τζιουπάνου, κι αυτός έβγαλι τ’ν κάπα κι τ’ν απέταξι για να τ’ς σκιάξει (τρομάξει) κι έτσι γλίτουσι κι δεν τουν έφαγαν!
Τα παλιά τα χρόνια άμα σ’ μουλουήσου…
Άμα ζύγουναν οι λύκοι στου κουπάδι,
έπιρναν οι βλάχοι ένα χαντζιάρι, του ‘χαν ζουμένου στου ζουνάρι, όπους έχουν οι αξιουματικοί του κουμπούρι (πιστόλι) στου κ’λούφι, στου φ’κάρι (κουλούφι = φηκάρι = θηκάρι: θήκη).
Τότι π’ ζύγουνι ου λύκους, ου βλάχους έπιρνι του χαντζιάρι κι βάρ’γι του ζ’λάπι στου κιφάλι κι άμα βάρ’γι του λύκου στου κιφάλι, πέταγαν τα δόντια τ’ τσίκις (τσίκες: σπίθες), φουτιές!
Άμα τα θ’μάμι αυτά τ’ αγριουζούλαπα… Τι πέρασαμαν ιμείς οι παλιοί…
Κι άμα σ’ που για τα τσιακάλια στου Ξηρόμιρου (Αιτωλοακαρνανίας)…
Όταν έφευγαμαν απ’ τα Θοδώριανα (Άρτας) για να πάμι στου Μπαμπίνι, στ’ν Κατούνα, στ’ν Κωνωπίνα, Μαχαλά, ηύρισκαμαν τα τσιακάλια στ’ν Παλιαυλή, όξου απ’ τ’ν Αμφιλουχία…
Τα τσιακάλια τά ‘ταν στ’ θάλασσα, στου γιαλό όξου, κι ρίχνουνταν στα κουπάδια κι άρπαζαν πρατίνις, αρνιά…
Δεν πά’ να ήταν σκ’λιά, τζιουπαναραίοι, τα τσιακάλια χύμαγαν (ορμούσαν) στα πρόβατα…».
Λιαπουριά: «Κεφάλι άφηκα, κεφάλι πήρα»
Όταν ήμουν παιδί, θυμάμαι μια λέξη που έλεγαν συχνά οι συγχωριανοί μου: Λιαπουριά. Αντιλαμβανόμουν ότι η σημασία ήταν ξεκάθαρα αρνητική («Ωχ… Θα έρθει η Λιαπουριά απόψι στου σπίτι…» έλεγαν για τους ενοχλητικούς επισκέπτες, που ήταν αγενείς, λαίμαργοι και φωνασκούσαν), αλλά έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να μάθω ότι η λέξη αυτή είναι ένα περιληπτικό ουσιαστικό, δηλ. συμπεριλαμβάνει μια ομάδα στην οποία αναφερόμαστε με μειωτικό τρόπο (πβ. γυφτιά, βλαχιά).
Οι Λιάπηδες λοιπόν ήταν μια εθνοτική ομάδα που ζούσε στην Αλβανία, και συγκεκριμένα σε μια περιοχή που εκτεινόταν από την Αυλώνα μέχρι τα περίχωρα του Τεπελενίου. Ήταν διαβόητοι για τις κλοπές, και κυρίως την… ειδίκευση στις ζωοκλοπές – φυσικά η δράση τους τα πολύ παλιά χρόνια επεκτεινόταν σε όλη την επικράτεια της Ηπείρου.
Σύμφωνα με μια αφήγηση (που ασφαλώς ακροβατεί μεταξύ μύθου και πραγματικότητας), κάποτε είχαν πάει δυο αδέρφια σε ένα χωριό για να κλέψουν ζώα. Άρπαξαν ένα κριάρι, το έσφαξαν και το έριξαν στον ώμο, για να φύγουν.
Εκείνη τη στιγμή όμως, ο ιδιοκτήτης τούς αντιλήφθηκε και… έριξε στο ψαχνό, σκοτώνοντας τον ένα. Ο άλλος κλέφτης όμως πρόλαβε κι έφυγε τρέχοντας, οπότε έφτασε στο χωριό.
Όταν τον είδαν οι συγχωριανοί του, οι οποίοι ήξεραν ότι πήγε για ζωοκλοπή, τον ρώτησαν πού είναι ο αδερφός του. Οπότε αυτός απάντησε το μνημειώδες: «Κεφάλι άφηκα, κεφάλι πήρα», εξισώνοντας δηλ. τη ζωή του αδερφού του με αυτή του ζώου!
Κλειδώνετε την πόρτα; Μπαίνουμε απ’ τη στέγη!

Επίσκεψη σε ορεινό χωριό της Ηπείρου. Οι φλόγες γλείφουν λαίμαργα την κουτσουροθρεμμένη φωτιά. Ηλιοφάνεια μεν, αλλά παγετός. Κοιτάζω απ’ το παράθυρο και βλέπω ότι τα βουνά είναι γυμνά από χιόνια, Γενάρη μήνα.
Η ηλικιωμένη οικοδέσποινα διαβάζει το βλέμμα μου κοιτάζοντας τα… ντροπιασμένα βουνά:
-Μην τα ρουτάς, Βασίλη μ’… Ντρουπιάσ’καν τα β’να για χιόνι φέτου! Δε χιόν’σι ντιπ… Κι είμαστι στ’ν καρδιά τ’ χειμωνιού… Τι να κάμ’ς… Είνι η σφαίρα (μεταβλητότητα) τ’ καιρού...
Συνεχίζει ο σύζυγός της με πληροφορίες που αφορούν το θέμα μας:
«Τα παλιά τα χρόνια έκλιφταν κι ιδώ στα τόπια μας (τόπος-τόπια, όπως κήπος-κήπια), ό,τι ηύρισκαν… Πράματα (αιγοπρόβατα), χουντρικά, άλουγα κι μ’λάρια ιδίους… Αλλά τα πούλαγαν, δεν τα κράταγαν… Γιατί δεν ήταν αμάξια τότι… Όλοι άλουγα είχαν…
Έλα τώρα να σ’ μουλουήσου τι έκαναν κάτι κλέφτις ιδώ στου χουριό μας, γύρα τουν πόλιμου ήταν (1940)…
Οι ν’κουκυραίοι (ιδιοκτήτες) κοιμάνταν, του ‘χαν σιάδι (είχαν πλήρη άγνοια για το τι γινόταν)…
Του πρωγάκι (υποκορ. λ. πρωί) π’ ξύπνησαν… π’θινά άλουγα! Αυτό ήταν του έχους τ’ς (η περιουσία τους).
Τι έγινι του βράδυ…
Αφού κοιμάνταν αυτοίνοι κι ρούχναγαν (ροχάλιζαν), πάν’ οι κλέφτις, που ‘ταν πουλύ ‘π’τήδειοι…
Είχαν κι σκ’λιά οι ν’κουκυραίοι, αλλά δεν αλύχτ’σαν (γάβγισαν), δεν τ’ς πήραν χαμπέρι (δεν αντιλήφθηκαν τους κλέφτες)…
Πάν’ οι κλέφτις στου χάνι (στάβλο), αλλά ήταν κλειδουμένου…
Για να μπουν μέσα οι κλέφτις, ξαναγκάσ’καν να ξισκιπάσουν του χάνι, να μπουν μέσα, ν’ ανοίξουν τ’ν πόρτα απ’ αγάλια (αθόρυβα), για να μην ακούσουν οι ν’κουκυραίοι…
Έλυσαν τα χουντρικά οι κλέφτις κι έφ’γαν! Καπνούρα!
Σηκώθ’καν του προυί οι ν’κουκυραίοι να πάν’ να ταΐσουν τ’ άλουγα, να τα πάρουν για να κάμουν χουράφι (να οργώσουν)… π’θινά άλουγα! Αναφταούρα (δεν υπήρχε τίποτε)!».

Ανάποδο πετάλωμα: το πιο ευρηματικό κόλπο!

Είναι γνωστό ότι οι κλέφτες σκέφτονται με πολύ διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι ένας νομοταγής πολίτης. Επινοούν και προβαίνουν σε κινήσεις που εμείς σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να διανοηθούμε. Νομίζετε ότι μόνο οι σημερινοί διαρρήκτες είναι πονηροί; Για δείτε τι μου απάντησαν ηλικιωμένοι συνομιλητές που κοντεύουν τα 90:
«Κάτσι… Έλα να φας κι εσύ μια χ’λιαριά (χουλιαριά: κουταλιά)… Τραχανά έβρασαμαν…
Τι έκαναν οι κλέφτις; Καλύβουναν (πετάλωναν) τ’ άλουγα ανάπουτα, για να μην καταλαβαίνουν οι ν’κουκυραίοι πού πάιναν οι κλέφτις…
Αυτοίνοι (οι κλέφτες) έφιβγαν κι οι άλλοι (ιδιοκτήτες) νόμ’ζαν ότι έρθουντι! Να σ’ δώκου να καταλάβ’ς, αυτοί πάιναν σιακεί (προς τα ’κεί), στουν τόπου τ’ς, κι ιμείς χάλευαμαν (ψάχναμε) σιαδώ…
Ο τορός (ίχνη) πάινι τ’ ανάπουτα…
Είχαν κι τότι πουνηριά οι κλέφτις… Χίλια δυο γένουνταν κι τότι…».

«Μη μ’ ξυπνάτι του πιδί στ’ σαρμανίτσα!»

Ένα διαχρονικό πρόβλημα των κλεφτών είναι το πού θα κρύψουν τα κλοπιμαία. Αν τους έπιαναν, τους περίμενε η φυλακή!
Η ακόλουθη διήγηση είναι πραγματική απολαυστική, μάλιστα γνώμη μου είναι ότι θα έπρεπε να διδάσκεται σε σχολές υποψηφίων αστυνομικών που εκπαιδεύονται στο πώς πρέπει να κάνουν έρευνες:
«Κάτσι παραδωθούλια (λίγο πιο εδώ), να σι γλέπου κιόλα...
Προυπουλιμικά, προυτού του ’40, γίν’κι αυτό π’ θα σ’ που τώρα…
Ήταν κάτι κόσμους ιδώ στου χουριό μας, κι έκλιβαν αυτοίνοι… Ήταν πουλύ π’τήδειοι οι κλέφτις! Σο’ ‘πιρναν τ’ χάντρα απ’ του μάτι κι δεν καταλάβαινες! (δηλ. μπορούσαν να σου κλέψουν μέχρι και την κόρη του ματιού χωρίς να το αντιληφθείς).
Ικεί σιμά στου σπίτ’ τ’ς ήταν πουλλά γιαλάδια π’ βόσκαγαν… Τα φύλαγι ένας γιαλαδάρ’ς…
Οι κλέφτις πήγαν νύχτα στα τριά τ’ μεσανύχτου (στ’ άγρια μεσάνυχτα) για να κλέψουν.
Πάν’ αυτά τα τρία τ’ αδέρφια κι έκλιψαν ένα μόσκι (μοσχάρι), του πήραν τραβώντα…
Τι να ήγλιπι ου γιαλαδάρ’ς… Κάπ’ θα λάιαζι (λάγιαζε: χαλάρωνε ξαπλωμένος) κι ικειός μι τ’ν κάπα του, θα κοιμήθ’κι σι κανιά τούφα (θάμνο).
Του πήραν τού μόσκι οι κλέφτις κι του πάν’ στου σπίτ’ τ’ς… Το ‘σφαξαν, το ‘γδαραν κι του λιάν’σαν…
Αλλά ικειός που ‘χι του μόσκι (ιδιοκτήτης) πάει στου σταθμό τ’ς Χουρουφυλακής (αστυνομικό τμήμα) κι είπι ότι έχει υπουψία γι’ αυτήνη τ’ν οικουγένεια ότι το ‘κλιψαν..
Οι χουρουφυλάκοι κίν’σαν να πάν’ γι’ αυτό του σπίτι, που ‘ταν αυτήνη η οικουγένεια!
Η μάνα απ’ τ’ς κλέφτις (η μητέρα των κλεφτών), πού τ’ς πάει στου νου, κι έβαλι του μόσκι λιαν’σμένου (τεμαχισμένο) μες στ’ σαρμανίτσα (ξύλινη παιδική κούνια)… Του σκέπασι μ’ ένα τσιόλι (ρούχο) κι κούναγι… ότι είχι του πιδί μέσα κι κοιμάνταν!
Έφτασαν οι χουρουφυλάκοι κι τήραγαν για να ιδούν μη βρουν π’θινά του κριάσι!
Η μάνα στα πιδιά (μητέρα κλεφτών) είπι στ’ς χουρουφυλάκους:
-Χαλέψτε όθε (ψάξτε όπου) θέλετε, μη μ’ ξυπνήσιτι του πιδί μαναχά..
Κι κούναγι τ’ σαρμανίτσα μι του κριάσι μέσα!
Χάλιψαν οι χουρουφυλάκοι… Δεν ηύραν τίπουτα π’θινά κι έτσι έφ’γαν!
Κι οι κλέφτις μαέρεβαν του κριάσι κι τράβαγαν κουψίδια!».
Το σχέδιο δράσης

Άγριες εποχές, σκληρές οι αναμνήσεις, όσο κι αν εμπεριέχουν κάποια υπερβολή. Ο υπερήλικας συνομιλητής μου είναι πραγματικός χείμαρρος:
«Δεν έκλιφταν κότις οι κλέφτις, γιατί τι να τ’ν έκαναν τ’ν κότα; Θα έτρουγαν μία φουρά…
Έκλιβαν τα γίδια κι τα μάζουναν μπ’λούκι, ένας μι του τ’φέκι μπρουστά κι οι άλλοι πίσου σαλάγαγαν τα γίδια, κι είχαν κι αυτοίνοι του χέρι στ’ σκαντάλη!
Οι τζιοπαναραίοι (βοσκοί) είχαν κ’δούνι μιγάλου στ΄ν πόρτα απ’ του μαντρί. Άμα τήραγι κάνας κλέφτ’ς να μπει μέσα, θα βρόνταγι, κι έβγινι όξου ου ν’κουκύρ’ς μι του τ’φέκι!
Αλλά δε γλίτουνις απ’ τ’ς κλέφτις…
Έκλεφταν μία γίδα, έτρουγαν όσου μπόρ’γαν κι άφ’ναν κι κριάσι για του αύριου!
Εκειό πο’ ‘μνησκι (έμενε) τού τύλιγαν στου τουμάρι (δέρμα) κι το ‘θαφταν μέσα στου χώμα, να μην προχωρέσει η μύγα κι του φτύσει (μολύνει).
Έκλιφταν κι χουντρικά (μεγάλα ζώα), άλουγα, μ’λάρια, φουρτιάρ’κα πράματα (για μεταφορά φορτίου). Τα ‘χαν κι για να μπουν καβάλα, να πάρουν δρόμου, να φύβγουν του γληγορότιρου…
Να μην τ΄ς προυπήσουν οι χουρουφυλάκοι κι οι δραγάτ’δις (αγροφύλακες).
Κάθι χουριό είχι δραγάτη, τουν πλέρουνι του χουριό του ίδιου, δεν τουν πλέρουνι του κράτους. Του χουριό πλέρουνι ένα καλό ματιαστή (σκοπευτή) μι τ’φέκι, να ‘ναι κι αγροφύλακας, να φ’λάει κι του χουριό κι να παραμονεύει κι για κλέφτις.
Τότι μι του Μιταξά, κανα-δυο χρόνια, όταν σκότουνι κάποιους του φίλου τ’ που ‘ταν επικηρυγμένους, τουν αθέουναν (αθώωναν)!
Έτσι π’ λες… Έκλιβαν τα’ άλουγα, να μακρυνθούν (απομακρυνθούν).
Τότι, προυπουλιμικά, ήταν όλοι μι τα τ΄φέκια!
Νύχτουνις κι δεν ξημέρουνις άμα δεν είχις τ’φέκι!
Άμα φώναζι ου ν’κουκύρ’ς, σηκώνουνταν όλο του χουριό μι τα τ’φέκια!
Άμα σου ‘χαν γινάτι, έρθουνταν 3-4 μέρις οι κλέφτις κι τήραγαν (παρακολουθούσαν) του σπίτι. Πόσοι άντρις ήταν του βράδυ στου σπίτι…
Αν ήταν 2-3 άντρις στου σπίτι, δε ζύγουναν, γιατί σκιάζουνταν!
Άμα ήταν κανιά οικουγένεια αδυνατιά (αδύναμη), να είνι ένας άντρας μαναχά κι όλο κουπέλις, τότι σ’ έδεναν κι έπιρναν τα χουντρικά κι όλα τα σπουρίματα (δημητριακά).
Έβαναν κι ένα σκοπό ικεί αυτοίνοι μέχρι ν’ αλαργέψουν κι τότι π’ ξωμάκραιναν (απομακρύνονταν), κίναγι κι αυτός κι τ’ς έφτανι. Αυτός πάινι κοπά (απ’ τη σύντομη διαδρομή).
Οι κλέφτις έκλιφταν για να ζήσει η οικουγένειά τ’ς. Ήταν φτουχοί, έρθουνταν στου χουριό κι διακόναγαν (ζητιάνευαν).
Πέραγαν σπίτι σι σπίτι κι βάρ’γαν τ’ν πόρτα μι τ’ν κλίτσα.
Άντρας θηρίος, 25-30 χρουνών, κι διακόνευε.
Ήταν άλλοι οι κλέφτις μι τ’ν ξαγουρά. Έκλιφταν μία κουπέλα κι χάλευαν ξαγουρά για να τ’ν απουλύσουν (δηλ. μετά την απαγωγή μιας κοπέλας απαιτούσαν την καταβολή λύτρων για την απελευθέρωσή της)».

Πάντα με το πιστόλι στα χέρια!

Η ακόλουθη εξιστόρηση θυμίζει περισσότερο ταινία δράσης:
«Δεν ήταν πόλιμους τότι π’ γίν’κι αυτό π’ θα σ’ μουλουήσου… Ήταν προυτού του ’40…
Χιόν’ζι ικείνη τ’ μέρα. Ήρθαν δυο κλέφτις, ένας μπήκι μέσα στου σπίτι κι ου άλλους παραφύλαγι απόξου.
Ου μπάρμπας μ’ κάθουνταν πυροκοπά (δίπλα) στο τζιάκι κι π’ρώνουνταν. Η αδιρφή του βάρ’γι του κραμπουκούκι (είδος ψωμιού με καλαμποκίσιο αλεύρι) για να φύβγει η στάχτη.
Μπαίνει ου κλέφτ’ς μέσα μι του πιστόλι στα χέρια, αλλά ου νοικουκύρ’ς δε σκιάχ’κι!
Τουν άρπαξι απ’ του λαιμό κι τ’ ξύλουσι του χέρι, τ’ του νάρκουσι (δηλ. του το ακινητοποίησε), τον έσφιξι ιδώια (τον έπιασε στον καρπό με δύναμη, σαν τανάλια), δε μπόρ’γι ου κλέφτ’ς να δ’λέψει (χρησιμοποιήσει) του πιστόλι.
Πιάσ’καν στα χέρια κι πήγαν μι κουλουτούμπις μέσα στα χουράφια, 50 μέτρα! Ρίπ’σαν (κατηφόρισαν) στο πλάι!
Δεν τουν απόλαγι ου μπάρμπας μ’, γιατί θα τουν σκότουνι ου κλέφτ’ς!
Στου τέλους ου κλέφτ’ς τουν βάρισι μι του πιστόλι (τον χτύπησε για να τον ζαλίσει) για να πάρει δρόμο!
Βήκι η αδιρφή τ’ μπάρμπα μ’ κι ρέκαζι (ούρλιαζε).
Έτσι ήταν τότι… Ή μι παίρ’ς ή σι παίρου (ή με σκοτώνεις ή σε σκοτώνω), έλιγαν οι κλέφτις όταν έμπαιναν στου σπίτι!
Γι’ αυτό είχαν πιστόλι οι κλέφτις! Άμα δεν είχις πιστόλι πώς θα φουβέρ’ζις του ν’κουκύρη;
Το πιστόλι είνι καλό γιατί ρίχν’ς κι μι του ένα του χέρι κι του κρυπών΄ς (κρύβεις) κι στου σακάκι. Ενώ τ’ άλλου του τ’φέκι (ενν. μακρύκαννο) μέχρι να του ξικριμάσεις απ’ τ’ν πλάτη…».

«Φωτομάνισαν τα πλατάνια!»

Για να αντιληφθούμε τα δεινά που έζησαν οι πρόγονοί μας, αρκεί να σκεφθούμε με πόσο τραυματικές εμπειρίες εξοικειώνονταν ήδη από την παιδική τους ηλικία. Γηραιός πληροφορητής θυμάται με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες αυτά που έζησε:
«Ήμαν 7 χρουνών του ’41.
Είχαμαν μία κρυφουκάλυβα μέσα στου λόγκου, για να γλιτώσουμι του καλαμπόκι.
Ένας μπάρμπας μ’ μο’ ‘δουκι τ’φέκι, να του πάου στουν πατέρα μ’, π’ φύλαγι του καλαμπόκι, αφού πείναγαν οι κλέφτις. Απήδαγαν μι του ζόρι, να σι κλέψουν, να φάν’…
Είχα του τ’φέκι κι 6 σφαίρις, να τ’ς πάου στουν πατέρα μ’, π’ φύλαγι στ΄ν κρυφουκάλυβα.
Όταν έγειρι (έδυσε) ου ήλιους, έφαγαμαν λίγου μπουμπότα (είδος ψωμιού με σταρένιο και καλαμποκίσιο αλεύρι) κι μου ‘πι ου πατέρας μ’ να μπου σ’ ένα λάκκου σκαμμένου, για να μη μι πάρουν οι σφαίρις, γιατί θα έρχ’ναν αυτοίνοι (οι κλέφτες).
Ου πατέρας μ’ είχι πουλιμήσει στ’ Μικρά Ασία, αυτό τουν βόηθ’σι!
Ρολόι δεν υπήρχι π’θινά τότι.
Ακούσ’καν δυο να ζυγώνουν. Κρκ… Κρκ…
Στέκει ου πατέρας μ’ σι μία καρυά (καρυδιά) κι τραβάει τ’ σκαντάλη! Κτάου (μπαμ)! Φωτομάν’σαν (έλαμψαν) τα πλατάνια. Λαμπάδιασι ου τόπους! Φωτομάν’σι η σφαίρα!
Η σφαίρα χτύπ’σι στα στιφάνια (απότομες πλαγιές), στα ξεκόμματα (πλαγιά με κατάπτωση). Σφαίρα απού Μάγζερ (Μάουζερ), τ’ ανώτιρα τ’φέκια!
Ου πατέρας μ’ δεν έρ’ξι στου ψαχνό, έρ’ξι μία σφαίρα για να σκιαχτούν οι κλέφτις.
Ιγώ έκατσα μέσα στου λάκκου μέχρι να χαράξει.
Δε μας έκλιψαν ιμάς, γιατί τ’ς τ’φέκ’σι ου πατέρας μ’, αλλά πήγαν κι έκλιψαν 2 μ’λάρια απού κάτι αγουιάτις. Βάρισαν κάλπαση (κάλπασαν πολύ γρήγορα). Πέρασαν αστραπή! Πέταγαν τσίκις (σπίθες) τα καρφιά απ’ τα πέταλα!
Οι κλέφτις άμα αντιστέκουσαν, θα σι τ’φέκαγαν! Θα σι ξεστάν’ζαν, δε σ’ έπιρνι η άλλη μέρα! Θα έκλιφταν μι παντοίο τρόπο! Εν ανάγκη θα σι σκότουναν!».

Λαϊκό δικαστήριο και… απαγχονισμός επιτόπου!

Η ζωοκλοπή στη διάρκεια της Κατοχής σήμαινε θάνατο, σύμφωνα με όσα μου αφηγήθηκε υπερήλικη πληροφορήτρια:
«Τότι μι τ’ αντάρτ’κου (ένοπλος αγώνας κατά των κατακτητών), του ’43, κάποιοι απού ένα χουριό απ’ τα Ζαγόρια είχαν κλέψει τ’ άλουγα κι κατέβ’καν στα Γιάννινα κι τα πούλησαν στ’ς Ιταλούς. Έλιγαν ότι τα τρών’ οι Ιταλοί.
Του χουριό παρατορεύτ’κι (απελπίστηκε) κι ζήτ’σι βουήθεια απ’ τ’ς αντάρτις. Έπιασαν έναν κλέφτη κι έκαμαν λαϊκό δικαστήριου στου μεσοχώρι. Κι τ’ς ρώτ’σαν τ’ς χουριανούς τι απόφαση να βγάλουν. Κι σηούκουσαν αυτοί τα χέρια κι είπαν: “Θάνατους!”.
Κι έρ’ξαν ίσια (αμέσως) ικεί στουν πλάτανου τριχιά κι τουν κρέμασαν!
Κι απού τότι δεν ξανακούστ’κι κλιψιά! Πήραν φόβου οι κλέφτις! Κι λίρα να άφ’νις καταή, θα τ’ν ηύρισκις πάλι!»
Χειρότεροι κι απ’ τους λύκους… οι γιδάρηδες!
Είναι γνωστή η παροιμιώδης φράση γι’ αυτούς που εμπιστεύτηκαν τη φύλαξη του κοπαδιού στον λύκο. Πολλές φορές όμως η ζωοκλοπή γινόταν με… πρωταγωνιστή τον γιδάρη. Απολαυστική η εξιστόρηση:
«Ου γιδάρ’ς βόσκαγι τ’ γιδούρα (το κοπάδι γιδιών) τ’ χουριού.
Αλλά πουλλοί γιδάρ’δις ήταν πονηροί κι αφιλότιμοι (ανέντιμοι).
-Μο ‘ ‘φαγι τού ζ’λάπι (ενν. σαρκοφάγα, ο λύκος τον χειμώνα, η αρκούδα το καλοκαίρι) τ΄ γίδα, κυρα-Λένκω!
“Ούι, του έρμου! Ούι, του ουρσούζικου!” φώναζαν οι μαυρουγριές (δυστυχισμένες).
Κι οι γιδάρ’δις τι έκαναν; Τα ‘τρουγαν αυτοί μια χαρά κι έλιγαν ότι τα ‘φαγι τού ζ’λάπι.
Κι κουντά πονηρεύτ’κι ου κόσμους, κι έλιγι:
-Φέρι σημάδια! Φέρι μ’ χνάρι ματουμένου! Κάνα πουδάρι, αυτί, τουμάρι, ουρά… Σύρε με (πήγαινέ με) στον τόπο πο’ ‘γινε να ιδώ το αίμα!
Κι ύστερα πονήρεψαν πάλι οι γιδάρ’δις:
-Ούι, μ’ γκριμίσ’κι του γίδι! Μπρ’ίστ’καν (κουτουλήθηκαν) τα ζουντανά (γίδια) κι του ένα έπισι στου ραδιό (γκρεμό).
Κι πάλι δεν πίστευαν οι χουριανοί. Έλιγαν:
-Να πάμι να του συμμάσουμι, ας είνι σκουτουμένου, να του φάμι!
Άμα ήταν σιατάν’ς (διάβολος) ου γιδάρ’ς, δε γλίτουνις…».
Ζωοκλοπές στη διάρκεια μετακίνησης του κοπαδιού

Νομίζετε ότι στην κλοπή ζώων επιδίδονταν μόνο άντρες; Ας μεταφερθούμε νοερά στα Ζαγοροχώρια της παλιάς εποχής:
«Όταν κατέβιναν οι βλάχοι (κτηνοτρόφοι) μι τα κουπάδια του χινόπουρου για τα χειμαδιά, ικεί π’ νύχτουναν κάθουνταν να κοιμηθούν.
Σ’ ένα χουριό ήταν ένα μανοθυγάτερο (μάνα και θυγατέρα) κι απόξου κοιμάνταν τα γίδια.
Ωωωωπ! Αν’γαν τ’ θυροπούλα (μικρή πόρτα) αυτές κι τράβαγαν σιγά σιγά τ’ν προυβατίνα μέσα!
Κοιμάνταν η μαυροπροβατίνα. Παπ! Τ’ν έβαζαν μέσα! Κι… δε συνέβηκε τίπουτα!
Άμα είχι 300 πρόβατα ου βλάχους, του προυί τι να καταλάβινι άμα έλειπι ένα;
Τότι π’ θα τα μέτραγι, θα καταλάβαινε...
Αλλά ου Θιός καμιά φουρά τα ξεσκεπαίνει!
Ικεί πο’ ‘κατσαν τα πρόβατα, ωωωπ! Ανοίγουν πάλι αυτές (μάνα και θυγατέρα) την πόρτα κι πάν’ να τραβήξουν τ’ν προυβατίνα μέσα!
Αλλά μες στ’ νύχτα, ήταν… ου τζιουμπανόσκ’λους! Κι όταν τουν τράβ’σαν… τ’ς έκανι τα χέρια κουμμάτια!
Ουρλιόνταν αυτές! Μι του σαματά σηκώθ’καν κι οι τζιουπαναραίοι…
Ε, μουσελέδες παλιοί (παλιές ιστορίες) αυτά π’ σ’ λέου…».

Ξύλο… μετά μουσικής!

Αυτονόητη η μεταχείριση των ζωοκλεφτών όταν τους συλλάμβαναν:
«Αυτά τα ζουντανά (ζώα) πο’ ‘κλιβαν, τά ‘σφαζαν κι τα ‘τρουγαν, δεν τα ‘χαν για πούλημα…
Κάπουτι στου χουριό μας είχι πάει δυο άντρις μι μία γ’ναίκα, τ’ν είχαν φιλινάδα, κι έκλιψαν μία γίδα για να τ’ φάν’…
Κι ικεί πο’ γδαραν τ’ γίδα για να την ψήσουν, τ’ς ηύρηκαν! Τ’ς έμπαξαν κάμπουσου ξύλου (τους χτύπησαν αρκετά)… Κι τ’ γ’ναίκα τ’ν έβαλαν στου χουρό κι τ’ς φόρισαν του τουμάρι απ’ τ’ γίδα! (αξιοσημείωτη η διαπόμπευση μόνο της γυναίκας!)
Κι χόριψι αυτήνη… Τι να έκανι… Ου χουρός τ’ς έλειπι…
Αυτό ήταν του δικαστήριου… Τι άλλου να τ’ς έκαναν…
Κι ήταν κι καλοί αυτοίνοι που ‘χαν τα γίδια (ιδιοκτήτες κλεμμένης γίδας)… Αφού δεν τ’ς σκότουσαν…
Έτσι γένουνταν ικειά τα χρόνια… Έκλιφταν κι τα παλιά τα χρόνια ου κόσμους… Ό,τι ηύρισκαν… Να γλιτώνουν του θ’κό τ’ς κι να παίρουν τ’ αλλουνού! Ου ένας έκλιφτι τουν άλλουν!
Αλλά ου Βινιζέλους το ‘κουψι μι νόμου! Είπι: “Τουν έπιασις να κλέβει… Τ’φέκι! (εκτέλεση διά τυφεκισμού)” κι κόπ’κι η ζουουκλουπή…».

Απ’ τα δίποδα… στα τετράποδα ζουλάπια!

Οι προηγούμενες δραματικές ιστορίες εκτυλίχθηκαν τα περασμένα χρόνια. Ήθελα όμως κατά το δυνατόν να έχω και μια εικόνα για το τι συμβαίνει σήμερα.
Είχα ανοιχτή πρόσκληση από ένα φίλο (59 ετών), παραδοσιακό κτηνοτρόφο, να τον επισκεφθώ στην απομακρυσμένη περιοχή όπου ζει μόνο αυτός με την οικογένειά του, αλλά και τον 96χρονο πατέρα και την 90χρονη μητέρα του. Τρεις γενιές τσοπάνηδων.
Φυσικά, μου είχε δώσει τις απαραίτητες οδηγίες: «Μη σκιάζεσαι! Αλυχτάν’ (γαβγίζουν) τα σκ’λιά, αλλά δε δαγκώνουν. Θα τα μαυλίσουμι (φωνάξουμε καθησυχάζοντας) ιμείς. Μαναχά να μη ζυγώ’εις στου κουπάδι, γιατί θα χυμήσουν! Να έρθ’ς μεσημεράκι, τότι π’ πιάνουν του στάλου τα γίδια (πηγαίνουν στο σημείο όπου ξεκουράζονται), γιατί τ’ απόγιμα τα ρ’πάου (ριπάω: κατευθύνω) στου πουτάμι, για να τα πουτίσου. Κι δεν έχει νιρό…. Στράγγ’σαν (στέρεψαν) κι τα ρέματα φέτου!».
Τήρησα με ευλάβεια τα όσα μου είπε και η συνάντησή μας πραγματοποιήθηκε μόλις την προηγούμενη εβδομάδα. Καθίσαμε και τα είπαμε εφ’ όλης της ύλης. Τον άκουσα να μου λέει με παράπονο ότι οι γαλακτοβιομηχανίες εκμεταλλεύονται απροκάλυπτα τους κτηνοτρόφους – ιδίως αυτούς που εκτρέφουν τα ζώα με τον παραδοσιακό τρόπο. «Κι ισείς στ΄ς πόλις ακριβό τού τρώτι τού τυρί, κι ιμείς τζιάπα τού π’λάμι… Όλα τα λιπτά αυτοίνοι (γαλακτοβιομήχανοι) τα παίρουν…».
Έφερα τη συζήτηση στο θέμα μας. Τα όσα μου είπε δεν διαφέρουν από των γηραιών χρονομαρτύρων: «Αν είδα λύκ΄ς κι αρκούδις; Τι ρουτάς… Σιμά (κοντά)! Ιδώ κι ικεία (από εδώ μέχρι εκεί).
Μ’ τα μουλουγάει ου πατέρας μ’… Τα παλιά τα χρόνια ήταν ανθρώποι πο’ ‘κλιφταν ου ένας τουν άλλουν! Αν έτρουγι ου καθένας του θ’κό του, θα ήταν καλύτιρα. Αλλά πάινι (πήγαινε) στ’ αλλ’νού κι διάλιγι του καλύτιρου, του θριφτάρι!
Είχαμαν έναν στου χουριό κι ουλουένα έκλιβι, δεν έβανι μέρα ανάμεσα! Είχι κι παρέα… Έψεναν ένα σφάγιου κάθι μέρα! Το κακόψεναν (το έψηναν όπως όπως) γλήγουρα, απ’ του φόβου. Να φάν’ τ’ απόξου (δηλ. τις ψητές πέτσες ουσιαστικά) κι τ’ άλλου στα σκ΄λιά. Ηύρισκαν τ΄ς κουκαλιές οι ν’κουκυραίοι».
Τι προέκυψε από τη συζήτηση; Σήμερα απλώς άλλαξε η μορφή των κλεφτών! «Πλήθυναν τα σέρπετα (σαρκοφάγα). Εκειά τα χρόνια ήταν ζ’λάπια μι δυο πουδάρια, σήμιρα είνι μι τέσσιρα! Αυτήνη είνι η μοίρα μας…».

Δεν υπάρχουν σχόλια: