ΧΑΡΙΣ ΣΤΗ ΕΥΦΥΪΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΜΟΝΗ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, Η ΘΕΣΑΛΟΝΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Η 26 Οκτωβρίου είναι μία συμαντική ημέρα για την Θεσσαλονίκη, όχι μόνο γιατί εορτάζει ο πολιούχος της, Άγιος Δημήτριος [διαβάστε σχετικά ΕΔΩ], αλλά επειδή είναι και η επέτειος της απελευθέρωσής της το 1912 και η ενσωμάτωσή της στον εθνικό κορμό του ελληνικού κράτους.
Η Θεσσαλονίκη δεν ήταν μία πόλη με κυρίαρχο ελληνικό πληθυσμό. Αντιθέτως ήταν μία κοσμοπολίτικη πόλη στην οποία ζούσαν Εβραίοι (κυρίαρχοι πληθυσμιακά), Τούρκοι, και Έλληνες οι οποίοι αποτελούσαν το 25% του συνολικού πληθυσμού. Ωστόσο η νύμφη του Θερμαϊκού ήταν ανέκαθεν μία πόλη συνδεδεμένη με την ελληνική ιστορία και τις περιπέτειες του Ελληνισμού.
Στην κορύφωση των Βαλκανικών Πολέμων και το απαύγασμα της Μεγάλης Εξόρμησης του έθνους προς απελευθέρωση των αλύτρωτων Ελλήνων της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης. Η Ελλάδα εισέρχεται στον πόλεμο στις 5 Οκτωβρίου του 1912, στο πλευρό των Βαλκανικών Συμμάχων. Η αρχή είχε γίνει από τις 23 Σεπτεμβρίου όταν το Μαυροβούνιο,
είχε κηρύξει τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Έλληνες σύμφωνα με το σχέδιο του Ελληνικού Στρατού θα ακολουθούσαν μία πορεία προς Βορρά με στόχο την απελευθέρωση της Ηπείρου (με στόχο τα Ιωάννινα) και της Μακεδονίας (με στόχο φυσικά την Θεσσαλονίκη).Οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι δεν ήταν σύμμαχοι με την κυριολεκτική σημασία του όρου. Ίσχυε το «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου», ωστόσο είναι σημαντικό να τονιστεί πως η συμμαχία τελείωνε στο σημείο που τα εδαφικά συμφέροντα της κάθε πλευράς συγκρούονταν. Κάπως έτσι έγινε προς το τέλος του Οκτωβρίου. Η Ελλάδα βάδιζε από νίκη σε νίκη στην δυτική Μακεδονία και πλησίαζε πολύ κοντά στην Θεσσαλονίκη η οποία ήταν και το εμπορικό κέντρο ολόκληρων των νοτίων Βαλκανίων. Την Θεσσαλονίκη όμως εποφθαλμιούσαν και οι Βούλγαροι. Το έθνος όμως δεν είχε μόνο αυτόν τον αντίπαλο…
Αυτό που έχει χαρακτηρίσει την ιστοριογραφία της εποχής είναι η μνημειώδης κόντρα του πρωθυπουργού, Ελευθερίου Βενιζέλου, με το πρίγκιπα τότε και διάδοχο του θρόνου, Κωνσταντίνο σχετικά με την πορεία του Ελληνικού Στρατού. Ο διάδοχος επιθυμούσε πρώτα την κατάληψη του Μοναστηρίου προς Βορρά, ενώ ο Βενιζέλος, βλέποντας την πιθανότητα να καταληφθεί η Θεσσαλονίκη από το βουλγαρικό στρατό, πίεζε τον Κωνσταντίνο να κατευθυνθεί προς τη φυσική πρωτεύουσα της Μακεδονίας, μια περιοχή με στρατηγική σημασία, η απελευθέρωση της οποίας αποτελούσε διακαή πόθο του ελληνισμού.
Τα τηλεγραφήματα τα οποία αντάλλαξαν οι δύο άνδρες που καθόρισαν την πορεία της ελληνικής ιστορίας κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα έμειναν στην ιστορία, αποτελώντας ένα προοίμιο του Εθνικού Διχασμού. «Καθιστώ υμάς υπευθύνους διά πάσαν αναβολήν έστω και στιγμής» του τηλεγραφεί επιτακτικά ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Βενιζέλος: «Αναμένω να μοι γνωρίσετε την περαιτέρω διεύθυνσιν, ην θα ακολουθήση η προέλασις του στρατού Θεσσαλίας. Παρακαλώ μόνον να έχετε υπ’ όψιν ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επιβάλλουσι να ευρεθώμεν μίαν ώρα ταχύτερον εις την Θεσσαλονίκην».
Κωνσταντίνος: «Ο στρατός δεν θα οδεύση κατά της Θεσσαλονίκης. Εγώ έχω καθήκον να στραφώ κατά του Μοναστηρίου, εκτός αν μου το απαγορεύετε».
Βενιζέλος: «Σας το απαγορεύω!»
Ο Βενιζέλος δεν έμεινε εκεί: Ανησυχώντας για την έκβαση των επιχειρήσεων, απευθύνθηκε στον βασιλιά, Γεώργιο Α’, προκειμένου να καμφθεί η αντίσταση του Διαδόχου και να διασφαλιστεί η προέλαση του στρατού προς τη Θεσσαλονίκη.
Τελικά, ο Κωνσταντίνος πείθεται με τη μεσολάβηση του πατέρα του βασιλιά Γεωργίου Α’ και στις 25 Οκτωβρίου η εμπροσθοφυλακή του ελληνικού στρατού φθάνει προ των πυλών της Θεσσαλονίκης. Είχε προηγηθεί η καθοριστική νίκη στη Μάχη των Γιαννιτσών (19 – 20 Οκτωβρίου), που είχε κάνει ευκολότερη την προέλαση του ελληνικού στρατού.
Στο βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου «Το Μεγάλο άλμα, η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης», διαβάζουμε ένα απόσπασμα από πολύτιμη μαρτυρία του παλιού πολεμιστή Χαρίλαου Χαρίση από τις πρώτες ώρες του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη.
«Προηγούντο περί τους είκοσι σαλπιγκτάς και έπετο ο αξιωματικός σημαιοφόρος με αναπεπταμένην την σημαίαν και τους παραστάτας εφ’ όπλου λόγχην. Ηκολούθει έφιππος ο συντ/ρχης Κωνσταντινόπουλος και αυτόν ηκολούθουν οι λόχοι. Όλοι με γυμνά τα ξίφη των με πρόσωπα ηλιοκαμένα και λάμποντα απο ψυχικήν χαράν…».
«Τριακόσιοι μαθηταί με τα μπλε πηλήκια και ένα πλήθος Ελλήνων περικυκλώσαμε και ανεμίζοντας τα πηλήκια στον αέρα, ζητωκραυγάζαμε έξαλλοι. Ζήτω η Ελλάς, Ζήτω ο Διάδοχος, Ζήτω ο γενναίος ελληνικός στρατός. Όλοι φιλήσαμε την πολεμικήν σημαίαν με δάκρυα χαράς. Και επειδή δεν ήτο δυνατόν να σφίξουμε το χέρι του έφιππου συνταγματάρχη, άλλοι θωπεύαμε τις μπότες του και όλοι μαζί βαδίζοντες μεταξύ των τετράδων των ευζώνων και έχοντες εν κύκλω τον συνταγματάρχην, εζητωκραυγάζαμε συνεχώς…».
Ο Χασάν Ταξίν Πασάς που υπερασπιζόταν τη Θεσσαλονίκη δεν είχε άλλη δυνατότητα, παρά να ζητήσει μια έντιμη συμφωνία για την παράδοση της πόλης.
Στις 25 Οκτωβρίου οι απεσταλμένοι του ζήτησαν από τον Κωνσταντίνο να επιτραπεί στον Ταξίν να αποσυρθεί με το στρατό και τον οπλισμό του στο Καραμπουρνού και να παραμείνει εκεί μέχρι το τέλος του πολέμου. Ο Κωνσταντίνος, φυσικά, απέρριψε τον όρο του και του πρότεινε την παράδοση του στρατού του και τη μεταφορά του στη Μικρά Ασία με δαπάνες της ελληνικής κυβέρνησης.
Ο Ταξίν Πασάς υπογράφει τα πρωτόκολλα παράδοσης της Θεσσαλονίκης.Ο Οθωμανός αξιωματούχος δέχθηκε, τελικά, τους όρους του Κωνσταντίνου και στις 11 το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ανήμερα της εορτής του Αγίου Δημητρίου, οι πληρεξούσιοι αξιωματικοί Ιωάννης Μεταξάς και Βίκτωρ Δούσμανης μεταβαίνουν στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης και υπογράφουν τα σχετικά πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης στον ελληνικό στρατό.
Σύμφωνα με το πρωτόκολλο, παραδίνονταν ως αιχμάλωτοι 25.000 Τούρκοι στρατιώτες και 1.000 αξιωματικοί. Στην κατοχή του ελληνικού στρατού περιέρχονταν όλος ο βαρύς και ελαφρύς οπλισμός του σχηματισμού (70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα, 70.000 τυφέκια και πυρομαχικά).
Το πρωί της 27ης εισήλθε στην πόλη ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Δαγκλής και εγκαταστάθηκε στο Διοικητήριο, ενώ ο Ίων Δραγούμης με τον μακεδονομάχο λοχαγό Αθανάσιο Εξαδάκτυλο ύψωσαν την ελληνική σημαία στον εξώστη του ελληνικού προξενείου. Παράλληλα, ελληνικές μονάδες εισέρχονταν στην πόλη και λάμβαναν θέσεις γύρω της. Στις 28 του μήνα μπήκε στην πόλη ο Διάδοχος με τους επιτελείς του, και στις 29 κατέφθασε ο βασιλιάς Γεώργιος.
Η Βούλγαροι, η επιμονή τους και η… με το ζόρι είσοδός τους στην πόλη
Ωστόσο οι Βούλγαροι δεν μπορούσαν να αποδεχθούν πως ο Ελληνικός Στρατός τους πρόλαβε για λίγες μόνο ώρες. Έτσι, όταν η παράδοση της πόλης είχε ήδη γίνει από τους Τούρκους στους Έλληνες και είχε υπογραφεί το σχετικό πρωτόκολλο, στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης βρέθηκε η 7η Βουλγαρική μεραρχία υπό τον στρατηγό Θεοδόρωφ.
Η μεραρχία αυτή δεν είχε εμπλακεί σε εχθροπραξίες και η παρουσία της εξέφραζε την επιθυμία της Βουλγαρίας να αμφισβητήσει την ελληνική κυριότητα στην Θεσσαλονίκη. Η αμφισβήτηση αυτή εδραζόταν στο γεγονός ότι η συνθήκη μεταξύ των Βαλκανικών συμμάχων που είχε υπογραφεί πριν την έναρξη του πολέμου, δεν προέβλεπε σαφώς τα εδαφικά κέρδη για τον κάθε εταίρο της μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο λόγος ήταν ότι ποτέ μια τέτοια διαπραγμάτευση δεν θα μπορούσε να δώσει αποτέλεσμα. Πάντως φαινόταν αδιαμφισβήτητο πως η στρατιωτική κατοχή σε εδάφη δύσκολα θα μπορούσε να ανατραπεί με συνθήκη και όχι με νέα προσφυγή στα όπλα. Εκτός αυτού στην Βουλγαρική μεραρχία υπηρετούσαν 2 γόνοι της Βουλγαρικής Βασιλικής οικογένειας, ο Βούλγαρος διάδοχος Βόρις και ο πρίγκιπας Κύριλλος, γεγονός που είχε μεγάλη συμβολική σημασία.
Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος και δεν διέφυγε της Ελληνικής αντιπροσωπείας που βρισκόταν επί τόπου. Αφού οι Ελληνικές δυνάμεις εισήλθαν τελικά εγκαίρως την Θεσσαλονίκη και απέτυχαν όλες οι Βουλγαρικές δολοπλοκίες να τους παραδοθεί η Θεσσαλονίκη για δεύτερη φορά, ο Θεοδόρωφ ζήτησε άδεια από τον Διάδοχο Κωνσταντίνο για να εισέλθουν στην Θεσσαλονίκη 2 λόχοι της μεραρχίας του δήθεν για να «ξεκουραστούν» επειδή σε αυτούς υπηρετούσαν τα μέλη της Βουλγαρικής οικογένειας.
Ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να αποφύγει να δώσει συγκατάθεση η να καθυστερήσει την ανεπιθύμητη αυτή εξέλιξη, ενώ ο Βενιζέλος τηλεγραφούσε από την Αθήνα να μην γίνει αποδεκτό το σχετικό Βουλγαρικό αίτημα. Τελικώς ο Κωνσταντίνος έδωσε την συγκατάθεση του χωρίς να περιμένει την απάντηση του Βενιζέλου και οι Βούλγαροι εισήλθαν και κατέλυσαν στην πόλη με δύναμη που άγγιζε ένα πλήρες Σύνταγμα πεζικού.
Η είσοδος των Βουλγαρικών στρατευμάτων υπήρξε υποβαθμισμένη και δεν προσέλκυσε το ενδιαφέρον των πολιτών της Θεσσαλονίκης και των θρησκευτικών και εθνικών κοινοτήτων της, για τον απλούστατο λόγο ότι οι Βούλγαροι είχαν φτάσει δεύτεροι και πιθανή επικυριαρχία τους στην Θεσσαλονίκη φάνταζε απίθανη.
Οι Βούλγαροι πολιτικοί και στρατιωτικοί αντιπρόσωποι που βρίσκονταν στην Θεσσαλονίκη καταλάβαιναν ότι η κατάσταση δεν τους ευνοούσε και για τον λόγο αυτό είχαν καταστεί ευερέθιστοι και επιθετικοί. Οι Βούλγαροι στρατιώτες δημιουργούσαν συνεχώς προβλήματα και έρχονταν σε προστριβές με πολίτες αλλά και με την Ελληνική Χωροφυλακή και τους αντιπροσώπους των Ελληνικών Αρχών. Ο διοικητής της πόλης πρίγκιπας Νικόλαος με διπλωματικότητα προσπαθούσε να τηρήσει ισορροπίες με τις «συμμαχικές» Βουλγαρικές δυνάμεις που στάθμευαν στην πόλη, αλλά τα συχνά επεισόδια και οι παρεξηγήσεις δυσκόλευαν το έργο του.
Τότε η Ελληνική κυβέρνηση και ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποφάσισαν να κάνουν ότι ήταν δυνατόν για να ενισχυθεί συμβολικά (εκτός από στρατιωτικά) η Ελληνική κυριαρχία στην Θεσσαλονίκη: ορίστηκε ο Ρακτιβάν γενικός διοικητής Μακεδονίας, νομάρχης ο Περικλής Αργυρόπουλος, ενώ στάλθηκαν χίλιοι βρακοφόροι Κρητικοί ως χωροφυλακή για την πόλη.
Ταυτόχρονα με αυτά η Ελληνική κυβέρνηση προετοίμασε την θριαμβευτική είσοδο του Βασιλιά Γεώργιου στην Θεσσαλονίκη, που αναμφίβολα θα είχε ένα μεγάλο συμβολικό βάρος και θα διατράνωνε την Ελληνική αποφασιστικότητα να παραμείνει η Θεσσαλονίκη Ελληνική. Έτσι, στις 29 Οκτωβρίου 1912 ο γηραιός Έλληνας Βασιλιάς Γεώργιος Α΄εισήλθε έφιππος στην Θεσσαλονίκη συνοδευόμενος από τον Διάδοχο Κωνσταντίνο ενώ τον υποδέχθηκαν σημαίνουσες προσωπικότητες της πόλης, οι θρησκευτικοί της ηγέτες και ο δήμαρχος Οσμάν Ιμπέλ Χακί μπέης. «Ολόκληρος η πόλις, έγραφαν οι εφημερίδες, είχε διακοσμηθεί πλουσίως και εορταστικώς, από πρωίας δε, παρά την πίπτουσαν βροχήν, είχε προσλάβει όψιν πρωτοφανώς πανηγυρικήν». Η λαμπρή δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλης, «χοροστατούντος του μητροπολίτου Γενναδίου και παρουσία του ανωτάτου άρχοντος, της βασιλικής οικογενείας, των τοπικών και προξενικών αρχών και πλήθους ενθουσιώδους λαού», έγινε στην εκκλησία του Αγίου Μηνά στις 30 Οκτωβρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου