Ο Ιωάννης Ράλλης συνρώγει με Γερμανό αξιωματικό έχοντας δίπλα του τον Πλυτζανόπουλο |
Η ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας, των ένοπλων δωσιλογικών τμημάτων, το 1943, εντάσσεται στην αναδιοργάνωση των κατασταλτικών μηχανισμών -ιδιαίτερα μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, τον Σεπτέμβριο του 1943- από τις γερμανικές αρχές κατοχής, ως αντίβαρο προς τη ραγδαία ανάπτυξη των δυνάμεων του ΕΛΑΣ σε διάφορες περιοχές της χώρας. Αλλωστε, η συγκρότηση αυτών των ένοπλων σωμάτων υπήρξε ένας από τους όρους που είχε θέσει ο Ιωάννης Ράλλης,
προκειμένου να αναλάβει την πρωθυπουργία τον Απρίλιο του1943. 1
Τα πρώτα τέσσερα ευζωνικά τάγματα ιδρύθηκαν με νόμο από την κυβέρνηση Ράλλη τον Ιούνιο του 1943. Τα Τάγματα Ασφαλείας όμως αναπτύχθηκαν ραγδαία από το φθινόπωρο του 1943, όταν άρχισε να διαφαίνεται η ήττα του Αξονα, και ιδιαίτερα από τις αρχές του 1944, οπότε ακολούθησε νομοθετική πρόβλεψη επέκτασης των Ταγμάτων Ασφαλείας και στην επαρχία.
Εμπνευστές των Ταγμάτων φέρονται να είναι αντιμοναρχικοί αξιωματικοί και συγκεκριμένα ο Θεόδωρος Πάγκαλος και ο βενιζελικός, απότακτος του κινήματος του 1935 Στυλιανός Γονατάς, σε συνεννόηση με ισχυρούς πολιτικούς παράγοντες του καθεστώτος, όπως ο Ιωάννης Βουλπιώτης. 2
Ενώ τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν αρχικά ιδέα βενιζελικών αξιωματικών, στην πορεία έγιναν υπόθεση ακραίων φιλοβασιλικών. 3
Αυτή η συμμετοχή στα Τάγματα Ασφαλείας τόσο βενιζελικών όσο και αντιβενιζελικών αξιωματικών δείχνει ενδεχομένως και τα όρια του παλαιού Εθνικού Διχασμού του αστικού κόσμου, που κρατούσε από την εποχή του Α Π.Π. και που διατηρήθηκε στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, γύρω από το πολιτειακό ζήτημα.
Αποτυπωνόταν έτσι, στο πλαίσιο του στρατεύματος, μια πρόωρη σύγκλιση όλου του αντι-ΕΑΜικού κόσμου, περιχαρακωμένη στο αφήγημα του αντικομμουνισμού, που προκλήθηκε, όπως είναι λογικό, από τον φόβο τους για κατάληψη της εξουσίας στη μεταπολεμική περίοδο από το ΕΑΜ, το οποίο πλέον είχε δυνατές κοινωνικές ρίζες.
Δύο είναι οι βασικοί λόγοι που σχηματίστηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας κατά το 1943-44, με καθοδήγηση και εξοπλισμό των γερμανικών αρχών κατοχής: η υποκίνηση των εμφύλιων συγκρούσεων, προκειμένου να αυξηθούν τα αντίποινα στο ΕΑΜ, καθώς ο αντικομμουνισμός ήταν έντονα ριζωμένος τόσο στους ναζί όσο και σε όλο το ελληνικό πλέγμα εξουσίας (πλην φυσικά του ΕΑΜ) και το «να εξοικονομηθεί γερμανικό αίμα». Τόσο απλά, τόσο κυνικά.
Εξάλλου, στο πνεύμα ότι τα Τάγματα Ασφαλείας «είναι ένα πολιτικό μέσο στην καταπολέμηση του κομμουνισμού» διατυπώθηκε και η ρήση του Γερμανού στρατιωτικού διοικητή της Ελλάδας στρατηγού Alexander Lohr στις 24/1/1944, ότι πρέπει «να αξιοποιηθεί πλήρως η αντικομμουνιστική μερίδα του ελληνικού λαού, έτσι ώστε να εκδηλωθεί φανερά και να εξαναγκαστεί σε απροκάλυπτη εχθρότητα κατά της κομμουνιστικής μερίδας». 4
Επομένως τα Τάγματα Ασφαλείας, περισσότερο από στρατιωτική βοήθεια σε μπλόκα και εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, στο πλαίσιο της γερμανικής αντικομμουνιστικής εκστρατείας, καλούνταν να συμβάλουν στη διεύρυνση του πολιτικού χάσματος 5 και στην ανεπανόρθωτη διαίρεση μεταξύ αφενός του ΕΑΜικού χώρου και αφετέρου όλων των υπόλοιπων που τοποθετούνταν ιδεολογικά απέναντι του. 6
Οι αγαστές άλλωστε σχέσεις Γερμανών και ταγματασφαλιτών εγγράφονται και στο τηλεγράφημα (2/8/1944) του Heinrich Himmler προς τον ανώτερο αρχηγό των SS και της Αστυνομίας στην Ελλάδα αντιστράτηγο Walter Schimana και μέσω αυτού στον Διονύσιο Παπαδόγγονα των Ταγμάτων Ασφαλείας Πελοποννήσου, όπου χαρακτήριζε τα τελευταία «πιστά και γενναία τμήματα Ελλήνων εθελοντών».
Οι περιοχές δράσης των Ταγμάτων αυτών, πέρα από τις υπόλοιπες ένοπλες δωσιλογικές οργανώσεις που ενεργούσαν σε άλλα μέρη της Ελλάδας (ΠΑΟ, ΕΑΣΑΔ κ.ά.), ήταν, εκτός από την Αθήνα κυρίως η Πελοπόννησος (Σπάρτη, Πύργος, Καλαμάτα, Τρίπολη, Πάτρα κ.ά.) και η Στερεά Ελλάδα (Αγρίνιο, Χαλκίδα). Στο τέλος της Κατοχής δρούσαν δέκα Τάγματα στην Πελοπόννησο, πέντε στην Αθήνα και από τρία στην Εύβοια και την Αιτωλοακαρνανία. Οι βασικότεροι λόγοι για τους οποίους χιλιάδες άνδρες εντάχθηκαν, εθελοντικά ή μη, στα Τάγματα συνοψίζονται στους εξής: για βιοποριστικούς λόγους ή για πλιάτσικο, ενώ άλλοι ήταν απλώς αντικομμουνιστές ή ανήκαν σε εθνικιστικές οργανώσεις που διαλύθηκαν από τον ΕΛΑΣ.
Τα Τάγματα Ασφαλείας Πελοποννήσου, από την αρχή του 1944, επιδόθηκαν σε άγρια εγκλήματα κατά του πληθυσμού (μπλόκα, συλλήψεις, εκτελέσεις, λεηλασίες χωριών κ,ά), όλα στο όνομα του «κομμουνιστικού κινδύνου» 7.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι όταν το Τάγμα του Λεωνίδα Βρεττάκου εισέβαλε στην Καλαμάτα (Ιανουάριος 1944), για να «απελευθερώσει την πόλη από το ΕΑΜ», προέβη σε συλλήψεις 200 ατόμων, εκ των οποίων οι περισσότεροι τουφεκίστηκαν.
Ορισμένα από τα γνωστότερα ονόματα αξιωματικών, επικεφαλής των Ταγμάτων, που έδρασαν σε όλες τις προαναφερθείσες περιοχές είναι τα εξής: Ιωάννης Πλυτζανόπουλος, Βασίλειος Ντερτιλής, Διονύσιος Παπαδόγγονας, Λεωνίδας Βρεττάκος, Παναγιώτης Στούπας και Νικόλαος Κουρκουλάκος.
Προς το τέλος της Κατοχής, ΕΑΜικές πηγές υπολόγιζαν τους ταγματασφαλίτες της Πελοποννήσου και της Στερεός σε περίπου 11.000 (αν και ο αριθμός αυτός δεν μπορεί να θεωρείται απόλυτα ασφαλής), εκ των οποίων οι 1.500 βρίσκονταν στην Αθήνα. 8
Κατά τις μέρες πριν από την Απελευθέρωση, όταν οι γερμανικές δυνάμεις αποχωρούσαν από τη νότια Ελλάδα, οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ ενάντια στα Τάγματα Ασφαλείας της νότιας και δυτικής Πελοποννήσου έχουν μείνει χαραγμένες στη μνήμη πολλών. Αιματηρές υπήρξαν οι μάχες σε διάφορες περιοχές όπου είχαν περιχαρακωθεί ταγματασφαλίτες (Πύργος, Γαργαλιάνοι, Αχλαδόκαμπος, Μυστράς κ,ά.) 9.
Στον Μελιγαλά, όπου είχε καταφύγει η πλειονότητα των ταγματασφαλιτών Μεσσηνίας, ύστερα από διήμερη σκληρή μάχη (13- 15 Σεπτεμβρίου 1944), το επίσημο ανακοινωθέν του Γ.Σ του ΕΛΑΣ ανέφερε ότι σκοτώθηκαν συνολικά 60 αντάρτες και 800 «ράλληδες».10
Πέρα όμως από τα ανταρτοδικεία που συγκροτούσε πολλές φορές ο ΕΛΑΣ και όπου εκτελούνταν ταγματασφαλίτες, ήταν πολύ συχνό το φαινόμενο τα μαινόμενα πλήθη των περιοχών που απελευθερώνονταν να επιχειρούν να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους και να σκοτώσουν οι ίδιοι τους ένοπλους συνεργάτες των Γερμανών.
Βέβαια υπήρξαν και αρκετά Τάγματα (όπως της Ναυπάκτου, της Τρίπολης, της Πάτρας, του Γυθείου, του Ναυπλίου, της Κορίνθου κ.ά.) που, ύστερα από διαπραγματεύσεις με τους Βρετανούς, με κυβερνητικούς παράγοντες, με στελέχη του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, ακόμη και με μέλη της τοπικής ΕΑΜικής ηγεσίας, παραδόθηκαν. 11
Κατά την ίδια περίοδο (Σεπτέμβριος - αρχές Οκτωβρίου 1944), στους δρόμους της Αθήνας λάμβαναν χώρα ολοένα και συχνότερες συγκρούσεις ανάμεσα σε δυνάμεις του ΕΛΑΣ και των Ταγμάτων Ασφαλείας.12
Ο στόχος του ΕΑΜ, μετά την τελική αποχώρηση των Γερμανών από την πόλη (12 Οκτωβρίου), ήταν η σύλληψη των μελών τους. Ξεχωρίζει η απόπειρα σύλληψης του Θεόδωρου Πάγκαλου, εμπνευστή όπως είδαμε των Ταγμάτων Ασφαλείας, και του ανιψιού του προαναφερθέντος Διονύσιου Παπαδόγγονα, ταγματάρχη των Ταγμάτων της Αθήνας Θ. Παπαδόγγονα, που όταν στις 27 Οκτωβρίου εθεάθη έξω από το κτίριο των Παλαιών Ανακτόρων, απόσπασμα της Εθνικής Πολιτοφυλακής του ΕΛΑΣ επιχείρησε να τον συλλάβει και αυτός «εξαγαγών αστραπιαίως και στραφείς, επυροβόλησε τον επιχειρήσαντα να τον συλλάβη Γ. Κιάμο, ετών 18, τον οποίον και ετραυμάτισε θανασίμως».13
Από την άλλη πλευρά, από τις 12 μέχρι τις 31 Οκτωβρίου δολοφονήθηκαν στην Αθήνα από την Εθνική Πολιτοφυλακή και τον ΕΛΑΣ 9 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας. 14
Το γεγονός αυτό προφανώς επέδρασε στην περαιτέρω καλλιέργεια πνεύματος αντεκδίκησης από τη μεριά των ταγματασφαλιτών, όπως θα δούμε παρακάτω. Προκειμένου λοιπόν να γλιτώσουν την οργή του κόσμου αλλά και την τιμωρία του ΕΛΑΣ, παρατηρήθηκε μεγάλη προσχώρηση μελών των ευζωνικών ταγμάτων της πρωτεύουσας είτε στον ΕΔΕΣ είτε σε εθνικιστικές ομάδες, όπως για παράδειγμα στη «X», που τότε μαζικοποιήθηκε ιδιαίτερα.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στις 11 Οκτωβρίου από τους περίπου 4.200 άνδρες των ευζωνικών ταγμάτων παρέμειναν έγκλειστοι στο στρατόπεδο της Σχολής Χωροφυλάκων στου Γουδή μόνο 903, «εν αυστηρά επιφυλακή» και «εν αναμονή διαταγών» του στρατηγού Σπηλιωτόπουλου, στρατιωτικού διοικητή τότε της Αθήνας, που είχε δώσει και τη σχετική εντολή. Ανάμεσα στους φυλακισμένους ταγματασφαλίτες της Αθήνας βρισκόταν και ο διοικητής τους Ιωάννης Πλυτζανόπουλος.
Ας σημειωθεί εδώ ότι η μεταστροφή στην αντιμετώπιση των Ταγμάτων Ασφαλείας από το επίσημο κράτος, ήδη από την επόμενη περίοδο, στην οποία θα αναφερθούμε παρακάτω, αποτυπώνεται και στο κλίμα κράτησης των ταγματασφαλιτών στο στρατόπεδο στου Γουδή, οι οποίοι θα λέγαμε παρέμεναν εκεί χωρίς να έχουν αφοπλιστεί πλήρως. Σύμφωνα μάλιστα με τα λεγάμενα του ταγματασφαλίτη και μετέπειτα αντισυνταγματάρχη πεζικού Παναγιώτη Κυριακού, στου Γουδή «απήλαυνον τον καθαρό αέρα της ελευθερίας», αναλαμβάνοντας δράση ενάντια στους «παρελαύνοντες αλήτες» του ΕΛΑΣ όποτε τους δινόταν η ευκαιρία. 15
Εξάλλου, και αυτό αποτελεί μια ακόμη ελληνική πρωτοτυπία κατά την απελευθερωμένη Ευρώπη, κυκλοφορούσαν στην Αθήνα εφημερίδες που κάθε άλλο παρά κριτική έκαναν στους δωσίλογους της Κατοχής και συγκεκριμένα στα Τάγματα Ασφαλείας. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η «Μεγάλη Ελλάς», «Επίσημον Οργανον της Κεντρικής Επιτροπής της Εθνικής Δημοκρατικής Ενώσεως Ελληνοπαίδων (ΕΔΕΕ)» με υπεύθυνο έκδοσης τον I. Ιπποκράτη και κύριο αρθρογράφο τον παλαιό δημοσιογράφο και πολιτικό Ευστράτιο Κουλουμβάκη. 16
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό του αντι-ΕΑΜισμού, ενδεικτικά αναφέρουμε πως, σύμφωνα με τον Κουλουμβάκη, μπροστά στα εγκλήματα που διέπραξε στην Κατοχή το ΕΑΜ ενάντια στην αστική τάξη, «οι παρεκτροπές ή μάλλον υπερβολές» των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν πταίσματα που συμβαίνουν «εις παντός είδους και εθνικότητος στρατιωτικόν τμήμα (…) αλλά το σύνολον ήτο άξιον της Πατρίδος. Και αν δεν υπήρχαν τα τάγματα εκείνα η σφαγή θα ήτο μέχρις ίσως εθνικού εξαφανισμού μας. Διά τούτο εγώ τα αποκαλώ τάγματα Εθνικής Σωτηρίας». 17
Προκειμένου όμως να κατανοήσουμε καλύτερα τη μεταπολεμική πορεία ανδρών, είτε «επωνύμων» είτε όχι, των Ταγμάτων Ασφαλείας, καλό θα ήταν να σημειώσουμε ένα φαινομενικά παράδοξο γεγονός: τη διαφορετική στάση του πλέγματος εξουσίας (εξόριστη κυβέρνηση και Βρετανοί) προς τους συμμετέχοντες στα Τάγματα Ασφαλείας μετά τον Πόλεμο, σε σχέση με τη ρητορική τους κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής. Αυτή η αλλαγή βέβαια, καθώς ήταν ακόμη πολύ νωπές οι μνήμες από τις θηριωδίες, τις οποίες διέπραξαν μαζί με τους Γερμανούς ή και δρώντας αυτόνομα, θα έπρεπε να γίνει σταδιακά και με σχέδιο.
Τον Φεβρουάριο του 1944 στην κοινή σύσκεψη των ανταρτών Μυροφύλλου-Πλάκας, όπου συναντήθηκαν εκπρόσωποι του ΕΛΑΣ, του ΕΔΕΣ και της ΕΚΚΑ, παρουσία αντιπροσώπων της συμμαχικής στρατιωτικής αποστολής, οι «πρόθυμοι ένοπλοι Ελληνες συνεργάτες» των Γερμανών, δηλαδή τα Τάγματα Ασφαλείας, χαρακτηρίστηκαν όχι μόνο κοινός εχθρός όλων, αλλά και «εχθροί του έθνους, εγκληματίαι πολέμου, υπόλογοι εις αυτό διά πράξεις προδοσίας».
Είχε προηγηθεί άλλωστε ραδιοφωνικό μήνυμα (6/1/1944) της κυβέρνησης Τσουδερού που χαρακτήριζε τα Τάγματα «προδότες» και ακολούθησε η Νομ. Πράξη υπ’ αριθ. 8 της ΠΕΕΑ (24/4/1944), που τους θεωρούσε «εχθρούς της πατρίδας, ενόχους εσχάτης προδοσίας», καθώς και ραδιοφωνικό μήνυμα της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου (6/9/1944) που τους ονόμαζε «ένοπλα σώματα εις την υπηρεσίαν του εχθρού» και «έγκλημα κατά της πατρίδος», ενώ και σύμφωνα με τη συμφωνία της Καζέρτας θεωρήθηκαν «όργανα του εχθρού» και «εχθρικοί σχηματισμοί».
Ετσι, ενώ υπήρξαν όλες αυτές και άλλες καταδίκες στη διάρκεια της Κατοχής από όλους τους φορείς εξουσίας (τόσο εντός όσο και εκτός ελλαδικού χώρου), ήδη από τις αρχές Σεπτεμβρίου, οπότε αποχωρούσαν τα γερμανικά στρατεύματα από τη νότια Ελλάδα άρχισε να αναπροσαρμόζεται η αντιμετώπιση της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας προς τους άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας, καθώς θα αποτελούσαν τη «χρυσή εφεδρεία» για τη διατήρηση της εξουσίας ενάντια σε ένα ενδεχόμενο σχέδιο επίθεσης από την πλευρά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Αξίζει βέβαια να αναφερθεί ότι οι περισσότερες από τις παραπάνω καταγγελίες και καταδίκες της δράσης των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν σχετικά ασαφείς, χωρίς να αναφέρονται σε συγκεκριμένες οδηγίες, δίνοντας την εντύπωση, ιδιαίτερα προς το τέλος της Κατοχής, ότι γίνονταν πιο πολύ για να προειδοποιήσουν τα Τάγματα Ασφαλείας να παραδοθούν στους Βρετανούς, όπως θα δούμε και παρακάτω, και ουσιαστικά να σωθούν.
Ενδεικτικό είναι το προαναφερθέν τηλεγράφημα του Παπανδρέου, ύστερα από πιέσεις του Foreign Office (που αναγνώριζε τη σημασία εισόδου του ΕΑΜ στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας), με το οποίο αποκήρυσσε μεν τα Τάγματα Ασφαλείας και καλούσε τους άνδρες τους να περάσουν στη συμμαχική πλευρά, αλλά δεν συνοδευόταν από συγκεκριμένες εντολές, αντικατοπτρίζοντας την πεποίθηση των περισσότερων υπουργών της κυβέρνησης, που θεωρούσαν τα Τάγματα αποτελεσματικό αντίβαρο στο ΕΑΜ. Επίσης το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο στην Ιταλία σχολίασε ότι θα προτιμούσε τα Τάγματα Ασφαλείας «να παραμείνουν οπλισμένα σε στρατιωτικούς καταυλισμούς».18
Η μόνη σαφής και αρκετά αυστηρή τοποθέτηση-καταδίκη των Ταγμάτων Ασφαλείας έγινε στην προαναφερθείσα Νομ. Πράξη αριθ. 8 της ΠΕΕΑ, όπου αναφέρεται σχετικά: «Οποιος συνεργάζεται με τους Γερμανούς και τους Βούλγαρους κατακτητές στην καταπολέμηση του εθνικού αγώνα και την καταπίεση του ελληνικού λαού είτε με τη συμμετοχή στη δήθεν κυβέρνηση που αυτοί εγκαθίδρυσαν, είτε με την κατάταξή του στα Τάγματα Ασφαλείας που συγκρότησαν, είτε με την υποστήριξή του σε αυτά τα όργανα των κατακτητών είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, κηρύσσεται εχθρός της Πατρίδας, ένοχος εσχάτης προδοσίας και τιμωρείται με την ποινή του θανάτου και με δήμευση της περιουσίας του».
Στο ίδιο πνεύμα, ο στρατηγός Σαράφης, μιλώντας εκ μέρους του ΕΛΑΣ, σε μια προκήρυξή του (3/9/1944), μεταξύ άλλων, σημειώνει: «Οι στρατιώτες των ταγμάτων θα σώσουν τη ζωή τους, εφόσον παραδοθούν με τον οπλισμό τους».
Από την άλλη πλευρά προκειμένου να αντιληφθούμε το σκεπτικό της πλειονότητας της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας σχετικά με τη μεταπολεμική τύχη των Ταγμάτων Ασφαλείας, είναι χρήσιμο να σημειώσουμε τη βασική στόχευση του εκτελούντος εκείνες τις κρίσιμες εβδομάδες χρέη γενικού διευθυντή στο υπουργείο Εθνικής Αμύνης, στρατιωτικού διοικητή Αθηνών και υπαρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλου σχετικά με τη διατήρηση των Ταγμάτων ως εφεδρείας για την επικείμενη αναμέτρηση με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, όπως αποκαλύπτει ο επιτελάρχης του, αντιστράτηγος Θεόδωρος Γρηγορόπουλος: «Εκρίθη συμφερώτερον όπως τα Τάγματα ασφαλείας μη εξωθηθούν παρ’ ημών εις διάλυσιν, αλλ' αφεθούν να παραμείνουν εν λειτουργία άνευ δράσεως», για να συμπληρώσει πως «εννοείται ότι αι ανωτέρω σκέψεις δεν είχον ανακοινωθή παρά εις ελάχιστους εκ των άμεσων συνεργατών μας, η δε έναντι των ταγμάτων ασφαλείας επίσημος στάσις του Στρατιωτικού Διοικητού ελήφθη πρόνοια να παρουσιάζεται σύμφωνος προς την θέσιν την οποίαν έναντι αυτών είχε λάβει η Κυβέρνησις Καΐρου».19
Είναι ενδιαφέρον όμως να δούμε και την επαμφοτερίζουσα στάση των Βρετανών απέναντι στα Τάγματα Ασφαλείας. Ενώ την άνοιξη του 1944 οι Βρετανοί τα καταδίκαζαν, στις 4 Ιουνίου, έπειτα από αίτημα της κυβέρνησης Παπανδρέου, οι αγγλικές υπηρεσίες διέκοψαν τη ρίψη προκηρύξεων στην κατεχόμενη Ελλάδα οι οποίες κατήγγελλαν τα Τάγματα Ασφαλείας. Επίσης η ελληνική υπηρεσία του BBC στις εκπομπές της προς την Ελλάδα διέκοψε όλες τις άμεσες καταγγελίες κατά των Ταγμάτων, έπειτα από εντολή του Foreign Office, το οποίο προφανώς αντιμετώπιζε θετικά το ενδεχόμενο ένταξης αυτών των σωμάτων στον εθνικό στρατό, που σχεδίαζαν οι αρμόδιες υπηρεσίες στο Κάιρο.20
Επιπλέον, τον Σεπτέμβριο, πολλά Τάγματα της Πελοποννήσου (όπως της Κορίνθου, της Πάτρας, του Ναυπλίου και της Τρίπολης) 21 με τα οποία δεν είχε δώσει μάχη ο ΕΛΑΣ, έπειτα από παρέμβαση υπουργών της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, 22 και των Βρετανών, δέχονταν να παραδοθούν μόνο στους τελευταίους, με τους οποίους, όπως πίστευαν και οι Αμερικανού είχαν μυστικά καλές σχέσεις.
Οι ταγματασφαλίτες που παραδόθηκαν στους Βρετανούς και αφοπλίστηκαν, φυλακίστηκαν, αρχικά στο Ναύπλιο, την Ιταλία και τον Αραξο, για να μεταφερθούν μέχρι τις 18 Οκτωβρίου στις Σπέτσες, όπου «δεν είχε πατήσει το πόδι του» ο ΕΛΑΣ.23
Ουσιαστικά φυλάσσονταν εκεί για προστασία από το οργισμένο πλήθος και τον ΕΛΑΣ και στις 31 Οκτωβρίου θα επαναφυλακίζονταν και αυτοί με τους υπόλοιπους «συναδέλφους» τους της Αθήνας στο στρατόπεδο στου Γουδή. Ενδεικτικό όλων των παραπάνω είναι ότι το Τάγμα Ασφαλείας Κορίνθου φόρεσε καινούργιες στολές αγγλικού τύπου και στη συνέχεια, στις 10 Οκτωβρίου, μετονομάστηκε σε «Εθνικήν Οργάνωσιν Εσωτερικής Αντιστάσεως του ΕΔΕΣ»24
Πρώτο στάδιο για τη διαδικασία της de facto ενσωμάτωσής τους στον εθνικό κορμό είναι η συμμετοχή των περισσότερων κρατούμενων ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας στα Δεκεμβριανά, ενάντια φυσικά στον ΕΛΑΣ.
Ηδη πριν ξεκινήσουν οι εχθροπραξίες των Δεκεμβριανών, ενδεικτική των προθέσεων της κυβέρνησης σχετικά με τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν η δημοσίευση από το υπουργείο Εθνικής Αμύνης ενός καταλόγου αξιωματικών που θα αναλάμβαναν να οργανώσουν την Εθνοφυλακή, η οποία θα αντικαθιστούσε την Πολιτοφυλακή του ΕΑΜ από την 1η Δεκεμβρίου: οκτώ από τους δεκατέσσερις αξιωματικούς αυτής της λίστας είχαν υπηρετήσει στα Τάγματα Ασφαλείας.25
Αλλωστε, πιο πριν, στα μέσα Νοεμβρίου, έγινε γνωστό ότι ο υφυπουργός Στρατιωτικών Λάμπρος Λαμπριανίδης διόρισε περισσότερους από 100 αξιωματικούς των Ταγμάτων στα υπό συγκρότηση τμήματα Εθνοφυλακής, αλλά όταν στις 25 του ίδιου μήνα έγινε γνωστό αυτό, ο Λαμπριανίδης αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό Πτολεμαίο Σαρηγιάννη, κάτι που ερμηνεύτηκε, λανθασμένα θεωρούμε, ως υποχώρηση του Παπανδρέου απέναντι στο ΕΑΜ.26
Το πώς εντάχθηκαν οι άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας στον κυβερνητικό στρατό κατά τα Δεκεμβριανά, όταν τμήματα του ΕΛΑΣ είχαν περικυκλώσει μέλη της «X» στο Θησείο, αποκαλύπτει με άρθρο του στο περιοδικό «Πολιτικά Θέματα» (4/12/1978) ο παλιός βενιζελικός, τότε υφυπουργός των Στρατιωτικών, συνταγματάρχης Λεωνίδας Σπαής: «Στις 12 Δεκεμβρίου [...] αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν ενάντια στο ΕΑΜ τα Τάγματα Ασφαλείας. Η εισήγηση ήταν των Αγγλων και η απόφαση δική μου. (…) Συνολικά υπήρχαν 27.000 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας. Χρησιμοποίησαμε 12.000, τους λιγότερο εκτεθειμένους και οπωσδήποτε κανένα από τα σημαίνοντα στελέχη. Τους ντύσαμε και τους εξοπλίσαμε -αφού τους πήραμε από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, κυρίως στο Γουδί- στο κτίριο των Παλαιών Ανακτόρων [...] Δημιουργήθηκαν νέα Τάγματα Εθνοφυλακής και έτσι κατορθώθηκε μια ισορροπία δυνάμεων. Δεν είναι αλήθεια ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν Τάγματα Ασφαλείας στα Δεκεμβριανά, όπως τότε και αργότερα ισχυρίζονταν Αγγλοι και Ελληνες. Χρησιμοποιήθηκαν οι μισοί περίπου από όσους είχαν συλληφθή και αυτή είναι η αλήθεια [...] Οπως ακόμα, ότι στα Δεκεμβριανά δεν πολέμησαν ούτε ο Παπαδόπουλος, ούτε ο Μακαρέζος. Ο πρώτος ήταν υπασπιστής του Παυσανία Κατσώτα, τότε στρατιωτικού διοικητού Αθηνών. Ο δεύτερος ήταν γραμματέας στο υπασπιστήριό μου, ως υφυπουργού Στρατιωτικών».27
Η σχετική εισήγηση χρησιμοποίησης των ταγματασφαλιτών στις μάχες είχε γίνει στις 9 Δεκεμβρίου από τον Θρασύβουλο Τσακαλώτο. 28 Αλλωστε, από τις 7 Δεκεμβρίου,1.200 περίπου άνδρες των Ταγμάτων, εξοπλισμένοι από την Ορεινή Ταξιαρχία, υπερασπίζονταν ήδη τους στρατώνες στου Γουδή, μέχρι την άφιξη περισσότερων βρετανικών στρατευμάτων, 20 μέρες αργότερα.29
Οπως γίνεται προφανές, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, τα πρώην μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας, καθώς και κάθε λογής ακροδεξιά, φιλομοναρχικά στοιχεία και δωσίλογοι της Κατοχής που βρίσκονταν υπό δικαστικό έλεγχο, επιχείρησαν να ενταχθούν στο στρατόπεδο των μηχανισμών της εθνικοφροσύνης, μέσω των υπηρεσιών τους στον ακραίο αντικομμουνισμό.
Αυτή η επιχείρηση ταύτισης των Ταγμάτων Ασφαλείας με τον πατριωτισμό, συνδέοντάς τον άμεσα με την αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού εγκλήματος» τόσο κατά την Κατοχή όσο και μετά την Απελευθέρωση, ιδιαίτερα στα Δεκεμβριανά, τους πρόσφερε μια πολιτική αναβάπτιση και την ταυτόχρονη απόσειση των ευθυνών τους σε σχέση με τα δεινά που προκάλεσαν στη χώρα την κατοχική περίοδο. 30
Επόμενο των παραπάνω ήταν το δεύτερο σημαντικό βήμα για την περαιτέρω ενσωμάτωση, de jure αυτήν τη φορά, των ταγματασφαλιτών στο εθνικό, αντικομμουνιστικό αφήγημα: οι λεγόμενες δίκες των δωσίλογων της Κατοχής. Επρόκειτο ουσιαστικά για παρωδία δικών, καθώς σε αλλεπάλληλες δίκες αθωώθηκαν σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί των Ταγμάτων.31
Στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσίλογων Αθήνας (κτίριο της οδού Σανταρόζα) η πρώτη δίκη των δωσίλογων πρωθυπουργών, μεταξύ των οποίων και ο Ράλλης, στη θητεία του οποίου ιδρύθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας, ξεκίνησε στις 21/2/1945 και διήρκεσε έως τις 31/5/1945.
Να σημειωθεί ότι κλήθηκαν από τον πρόεδρο αρκετοί μάρτυρες κατηγορίας από τη δημόσια ζωή (πολιτικοί, δημοσιογράφοι κ.ά.), που καταδίκασαν έστω χλιαρά την ίδρυση και δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο Παπανδρέου, μεταξύ άλλων, κατέθεσε: «Επανειλημμένως η βρετανική κυβέρνηση μου συνέστησε να καταγγείλω τα Τάγματα. Οι σύμμαχοι σαφώς τα αντεπάθουν και ήθελαν την διάλυσίν των». Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ανέφερε: «Είναι αφάνταστος η ζημία που έγινε εις το εξωτερικόν με την ίδρυσιν των Ταγμάτων», για να προσθέσει ότι στην Τρίπολη ο Παπαδόγγονας εσκότωσε, εκρέμασε, εδήωσε και το αποτέλεσμα ήταν να πενταπλασιασθεί μέσα σε λίγες εβδομάδες η δύναμη του ΕΛΑΣ, καθώς και ότι ο Κουρκουλάκος και ο Παπαδόγγονας είχαν επιστρατεύσει μερικούς αλήτες.32
Αρκετοί από αυτούς με τις καταθέσεις τους ουσιαστικά μετατράπηκαν σε μάρτυρες υπεράσπισης. Χαρακτηριστικά, ο πρώην και μετέπειτα πρωθυπουργός Θεμιστοκλής Σοφούλης κατέθεσε, μεταξύ άλλων: «Είναι γνωστός ο σκοπός των ταγμάτων. Εγιναν διά να χτυπήσουν τα δήθεν Τάγματα αντιστάσεως του ΕΑΜ. Διά της ιδρύσεώς των η κυβέρνησις θέλησε να διασφάλιση την δημοσίαν τάξιν». Ο τέως διοικητής της Εθνικής Τράπεζας και μετέπειτα πρωθυπουργός Δημήτριος Μάξιμος ανέφερε: «Τα Τάγματα Ασφαλείας δι’ όλους ημάς υπήρξαν χρησιμώτατα Εις την ύπαιθρον παρέσχον μεγάλην συνδρομήν. Ο λαός ανέπνεε μόλις έβλεπε τα Τάγματα», ενώ ο πρώην υπουργός Γεώργιος Στράτος κατέθεσε πως τα Τάγματα προκαλούσαν τον ενθουσιασμό και θεωρούνταν σωτήρες του λαού.33
Η δικαστική απόφαση 49/1945 για την ευθύνη του Ράλλη αναφορικά με την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας υπήρξε αθωωτική. Τμήμα του αιτιολογικού είναι το εξής: «Εν προκειμένω, ως απεδείχθη εκ της αποδεικτικής διαδικασίας, η υπό του κατηγορουμένου I. Ράλλη και υπό την προεδρίαν της κυβερνήσεώς του συγκρότησις Ταγμάτων Ευζώνων (Τάγματα Ασφαλείας) δεν αποσκόπησεν ούτε εις την άσκησιν βίας καθ’ Ελλήνων ένεκα της δράσεως αυτών κατά των Γερμανών ή Ιταλών, ουδέ ως την διέγερσιν εμφυλίου πολέμου, αλλά κατά την βούλησιν των συγκροτησάντων αυτά, εις την αποκατάστασην της δημοσίας τάξεως εν τη υπαίθρω και εις τας_πόλεις, ήτις είχε επικινδύνως από του θέρους 1942 διασαλευθή ως εκ της δράσεως κακοποιών στοιχείων». 34
Αντίστοιχα, στο νομολογιακό πνεύμα της προηγούμενης δικαστικής απόφασης, κατά το 1945-46 εκδόθηκε μια σειρά απαλλακτικών βουλευμάτων για πρώην ταγματασφαλίτες -στην πλειονότητά τους 18 έως 22 χρόνων και ήδη ενταγμένους στην Εθνοφυλακή-μολονότι είχαν συμμετάσχει σε ναζιστικά αντίποινα και δολοφονίες αντιστασιακών.
Λίγοι μόνο ταγματασφαλίτες παραπέμφθηκαν σε δίκη, 35 για καθαρά «ποινικές υποθέσεις», κυρίως για περιπτώσεις εκβιασμών ή/και καταδόσεις πατριωτών στις δυνάμεις Κατοχής. Ορισμένοι αξιωματικοί της συνωμοτικής ομάδας ΙΔΕΑ, προκειμένου να καταλάβουν καίριες θέσεις στους κόλπους του στρατού, παρουσιάζονταν στις δίκες ταγματασφαλιτών ως μάρτυρες υπεράσπισης, χαρακτηρίζοντας μάλιστα πολλές φορές τα Τάγματα «σήμα κατατεθέν» του έθνους. 36 Ορισμένες φορές μάλιστα όχι μόνο αθωώνονταν κατηγορούμενοι ταγματασφαλίτες, αλλά δικαιώνονταν και νεκροί.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του συνταγματάρχη Διον. Παπαδόγγονα, εκ των επικεφαλής των Ταγμάτων Ασφαλείας Πελοποννήσου και γνωστού τόσο για εγκλήματα που είχε διαπράξει όσο και για τις αγαστές σχέσεις του με τους ναζί, που σκοτώθηκε από σφαίρα στα Δεκεμβριανά και προάχθηκε, κατ’ εφαρμογή ενός κατοχικού νόμου, τον Αύγουστο του 1945, μετά θάνατον δηλαδή. Το γεγονός αυτό όμως προκάλεσε σε τέτοιο βαθμό το δημόσιο αίσθημα, ώστε λίγες μέρες μετά η προαγωγή ακυρώθηκε. 37
Συμπερασματικά, η ανακήρυξη του αντικομμουνισμού σε επίσημη κρατική ιδεολογία επέτρεψε στους κατηγορουμένους να χρησιμοποιήσουν την ένταξή τους στα Τάγματα Ασφαλείας ως αντικομμουνιστική περγαμηνή, με αποτέλεσμα τα δικαστήρια να δέχονται τη συμμετοχή τους σε αυτά ως ελαφρυντική περίσταση.
Η αποδοχή από τα δικαστήρια των Ταγμάτων Ασφαλείας ως νόμιμων οργάνων τήρησης της δημόσιας τάξης ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την αντιμετώπιση από τα δικαστήρια αυτά μελών του ΕΑΜ, που πολλές φορές μετατρέπονταν από μάρτυρες κατηγορίας σε κατηγορούμενους.
Ενα τρίτο στάδιο όπου αντικατοπτρίζεται η ενσωμάτωση των πρώην αξιωματικών των Ταγμάτων Ασφαλείας στον εθνικό κορμό αφορά την επανένταξη των περισσότερων από αυτούς στο στράτευμα, καθώς λόγω του αντι-ΕΑΜισμού τους θεωρήθηκαν αξιόπιστοι και σε πρακτικό επίπεδο ιδιαίτερα χρήσιμοι για τη διεξαγωγή του επερχόμενου εμφύλιου πολέμου.
Μέσα στο 1945, στο σώμα αξιωματικών του στρατεύματος είχαν προσχωρήσει 228 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας και άλλων παρακρατικών οργανώσεων.
Ηδη τον Ιούνιο, η «Λευκή Βίβλος» του ΕΑΜ κατέγραψε τα ονόματα 59 αξιωματικών που είχαν επανενταχθεί στις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας (αρχικά στην Εθνοφυλακή και σταδιακά στη Χωροφυλακή και την Αστυνομία), ενώ τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου έγινε γνωστό ότι 117 βαθμοφόροι των Ταγμάτων είχαν εισαχθεί στη Σχολή Ευελπίδων για να εξελιχθούν σε στρατιωτικούς καριέρας.
Από τα μέσα μάλιστα του 1946, όταν μετά τις εκλογές ανέλαβε την κυβερνητική εξουσία το Λαϊκό Κόμμα, τα πρώην στελέχη των Ταγμάτων Ασφαλείας ενσωματώνονταν μαζικά στον στρατό και στα σώματα ασφαλείας. Υπολογίζονται σε περίπου 1.300 αξιωματικούς.
Ενδεικτικά θα αναφέρουμε κάποιους από τους αξιωματικούς των Ταγμάτων που επανεντάχθηκαν και προήχθησαν σε ψηλούς βαθμούς της ιεραρχίας: ο διοικητής του Τάγματος Καλαμάτας Διονύσιος Παπαδόπουλος υπηρετούσε το φθινόπωρο του 1945 ως διοικητής τάγματος του ελληνικού στρατού στο Κάτω Νευροκόπι κι αργότερα έφτασε μέχρι τον βαθμό του ταξιάρχου, ο διοικητής του Τάγματος Ασφαλείας Σπάρτης αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Κωστόπουλος προήχθη σε υποστράτηγο και φρούραρχο Αθήνας, ενώ ο διοικητής του Τάγματος Ναυπλίου Παναγιώτης Δεμέστιχας έφτασε στον βαθμό του ταξιάρχου.
Η πιο εντυπωσιακή περίπτωση υπήρξε ωστόσο αυτή του υποδιοικητή των ταγματασφαλιτών της Χαλκίδας συνταγματάρχη Χρήστου Γερακίνη, που λίγο μετά τη Βάρκιζα διορίστηκε υποδιοικητής της Σχολής Ευελπίδων.Ο διοικητής του A' Ευζωνικού Τάγματος Γ. Σγούρος τοποθετήθηκε το 1948 διοικητής του A' Τάγματος στη Μακρόνησο. 38
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η διαχείριση της μνήμης των Ταγμάτων Ασφαλείας μέσα από τον πολιτικό λόγο ορισμένων βουλευτών στο εμφυλιοπολεμικό Κοινοβούλιο, μετά τις εκλογές του 1946. Συνεπέστεροι εκφραστές της αποκατάστασης των ταγματασφαλιτών αναδείχθηκαν οι βουλευτές Αρκαδίας Θεόδωρος Τουρκοβασίλης, Αθηνών Ευστράτιος Κουλουμβάκης και Λακωνίας Νικόλαος Καράμπελας. Η δυναμικότερη παρέμβαση αυτών και κάποιων ακόμη βουλευτών έγινε στις 27 Οκτωβρίου 1948, κατά τη συζήτηση του νόμου 844 για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης (εννοείται όχι της ΕΑΜικής), όπου ζήτησαν να ταυτιστούν οι ταγματασφαλίτες με τους εθνικόφρονες αντιστασιακούς (ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ κ.ά), αιτούμενοι ουσιαστικά αμνηστία, κάτι που δεν επιτεύχθηκε τότε θεσμικά.
Ας δούμε και κάποιες ενδεικτικές περιπτώσεις μετεμφυλιακής «καριέρας» ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας σε άλλα πεδία της δημόσιας σφαίρας. Ο Χρήστος Γερακίνης, που συναντήσαμε και νωρίτερα, εκλέχτηκε βουλευτής Χαλκίδας με τον Ελληνικό Συναγερμό και το 1954 διορίστηκε υφυπουργός Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Παπάγου. Ο προαναφερθείς βουλευτής Γυθείου από το 1946 Νικόλαος Καράμπελας με το Λαϊκό Κόμμα, ο οποίος ήταν στέλεχος του εκεί Τάγματος Ασφαλείας.
Αναφορικά με τον πρώην δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, ενώ έχουν ακουστεί πολλά για ανάμειξή του στα Τάγματα Ασφαλείας (ακόμη και σε έρευνες δημοσιευμένες στο εξωτερικό), το πιθανότερο, αλλά όχι βέβαιο, σύμφωνα με τον ιστορικό Λεωνίδα Καλλιβρετάκη, είναι ότι δεν συμμετείχε άμεσα σε αυτά. 39
Ωστόσο, επί χούντας- και μάλιστα όπως φαίνεται με προσωπική εντολή του Παπαδόπουλου- ένα άλλο διαβόητο στέλεχος των Ταγμάτων Ασφαλείας, ο Νικόλαος Κουρκουλάκος, έκανε καριέρα ως διοικητής της Αγροτικής Τράπεζας, καθώς διορίστηκε στο πόστο αυτό στις13/2/1969.
Ο στρατηγός Πατίλης, πρώην στέλεχος του Τάγματος Ασφαλείας Ναυπάκτου, διετέλεσε υπουργός Β. Ελλάδας (1967-68) και β' αντιπρόεδρος της κυβέρνησης (1968-70).
Η χούντα επιχείρησε να εντάξει «φωτογραφικά» τα Τάγματα Ασφαλείας σας αντιστασιακές οργανώσεις με το ΝΔ179/1969, αλλά ακόμη και αυτή αποδείχθηκε σχετικά απρόθυμη να αναγνωρίσει ανοιχτά την «προσφορά» των Ταγμάτων, καθώς προφανώς έκρινε ότι θα προκαλούσε περαιτέρω ζημιά στην ήδη πληγωμένη δημόσια εικόνα της εντός και κυρίως εκτός Ελλάδας.
Τέλος, όπως εύστοχα σημειώνει ο Τάσος Κωστόπουλος, η μνήμη των πρώην ταγματασφαλιτών πολλές φορές αυτολογοκρινόταν, καθώς οι δωσιλογικές πράξεις τους δεν μπορούσαν εύκολα να γίνουν δημόσια αποδεκτές.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι στα μέσα της δεκαετίας του '50, όταν η Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού ζήτησε από πολλούς αξιωματικούς των πρώην Ταγμάτων Ασφαλείας να συντάξουν «λεπτομερή έκθεσιν» της δράσης τους στην Κατοχή, προκειμένου να γραφτεί η επίσημη «συγγραφή της ιστορίας Εθνικής Αντιστάσεως διά την χρονικήν περίοδον 1941-44, με θέμα την συγκρότησιν των Ταγμάτων Ασφαλείας [και] τας διεξαχθείσας υπό τούτων επιχειρήσεις», πολλοί από αυτούς δεν απάντησαν, προτιμώντας τη σιωπή. Ανάμεσα σε αυτούς που δεν απάντησαν ήταν και τα σημαντικότερα στελέχη τους: Πλυτζανόπουλος (Αθήνα), Κουρκουλάκος (Πάτρα), Ταβουλάρης (Τρίπολη), Γερακίνης (Εύβοια), Μουστακόπουλος (Ναύπλιο), κ.ά., ενώ αυτοί που προθυμοποιήθηκαν περισσότερο να απαντήσουν στο αίτημα της ΔΙΣ ήταν τα μέλη των μονάδων που βρίσκονταν στη νότια Πελοπόννησο και που έδωσαν τις σκληρότερες μάχες με τον ΕΛΑΣ το φθινόπωρο του 1944. 40
Εξάλλου, στο πλαίσιο αυτό της στρατηγικής της λήθης της κατοχικής δράσης τους, πρώην μέλη των Ταγμάτων συμμετείχαν επίσης σε διάφορες συνωμοτικές ομάδες, όπως ο ΙΔΕΑ, αλλά και σε παραστρατιωτικές και παρακρατικές οργανώσεις, δεδομένου ότι από τη φύση τους στην Κατοχή ήταν ημιστρατιωτικές ομάδες που δρούσαν με τη δομή των Ταγμάτων Εφόδου. Οι πρώην ταγματασφαλίτες αποτελούσαν τον κατεξοχήν μηχανισμό που καθόρισε τη συγκρότηση και τη μορφή των δυνάμεων του παρακράτους μεταπολεμικά και είχαν κάθε λόγο να επιδίδονται σε εθνικιστική πλειοδοσία, καθώς επιχειρούσαν, όπως είδαμε και προηγουμένως, να αποφύγουν να λογοδοτήσουν δικαστικά για τον δωσιλογισμό τους. 41
Συμπερασματικά, σε όλη τη μεταπολεμική και ιδιαίτερα τη μετεμφυλιακή περίοδο, καθώς δεν ήταν εύκολο οι «πρόθυμοι συνεργάτες» των Γερμανών να μετατραπούν αυτόματα σε «ήρωες», τους επιφυλάχθηκε σιωπηρά, αλλά μεθοδευμένα, η θέση των «θυμάτων του ΕΛΑΣ», στο πλαίσιο του μετεμφυλιακού εθνικού αντικομμουνιστικού αφηγήματος. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι παρατηρήθηκε μια άνευ θορύβου ένταξη των ανδρών και των αξιωματικών των Ταγμάτων Ασφαλείας στον ευρύτερο κρατικό μηχανισμό (στρατός, δημόσιες υπηρεσίες, πολιτική σφαίρα) ή η δραστηριοποίησή τους σε ποικίλες παρακρατικές οργανώσεις, επιτρέποντας τη σιωπηλή αποκατάστασή τους.
Παραπομπές
1 Ο πραγματικός λόγος δημιουργίας των Ταγμάτων Ασφαλείας καταγράφεται και σε επιστολή του δωσίλογου πρωθυπουργού Ιωάννη Ράλλη προς τον στρατηγό των ναζί Hans Speidel στις 20 Δεκεμβρίου 1943, βλ. Μ. Χαραλαμπίδης, «Διεύθυνση Ειδικής Ασφάλειας του Κράτους. Η αιχμή του αντικομμουνιστικού αγώνα της κυβέρνησης Ράλλη στην κατοχική Αθήνα», στο Π. Βόγλης, Φ. Τσίλαγα, I. Χανδρινός, Μ. Χαραλαμπίδης (επιμ.), Η εποχή των ρήξεων. Η ελληνική κοινωνία στη δεκαετία του 1940, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2012, σ. 169: «Γνωρίζετε, Εξοχότατε, ότι η κυβέρνησή μου ανέλαβε με θάρρος τον αγώνα εναντίον του κομμουνιστικού κινήματος. Οι συνεχείς προσπάθειες μου για στρατολόγηση και εξοπλισμό πιστών σωμάτων ασφαλείας, τα οποία χρησιμοποιούνται ήδη εναντίον των κομμουνιστών στην πρωτεύουσα, σας είναι επίσης γνωστές [...] Η κυβέρνησή μου δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει μέσα, όσο σκληρά και αν πρέπει να είναι, εναντίον των οπλισμένων αναρχοκομμουνιστικών στοιχείων [...]».
2 0 επιχειρηματίας και συνεργάτης των Γερμανών Ιωάννης βουλπιώτης ήταν στην περίοδο της Κατοχής αντιπρόσωπος της Siemens Ελλάδας, βλ.Δημήτρης Κουσουρής, Δίκες των δοσιλόγων, 1944-1949. Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη, Πόλις, Αθήνα, 2014, σ. 60, Σπύρος Γασπαρινάτος, 0ι ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις. Δίκες κατοχικών δοσιλόγων και εγκληματιών πολέμου, Εστία, Αθήνα, 2015, σ. 98,105, Ιζαμπέλλα Παλάσκα, Αγγελος ή δαίμων. 0 αμφιλεγόμενος πατέρας μου, Λιβάνης, Αθήνα, 2012, σ. 317-323. Αναφορικά με τους Πάγκαλο και Γονατά, η συμβολή τους στη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας επικεντρώθηκε -εκτός των άλλων- και στην προσέλκυση έμπειρων αξιωματικών του ελληνικού στρατού, κυρίως από τον ΕΔΕΣ Αθήνας, για τη στελέχωση των Ταγμάτων. Σημειωτέον δε ότι οι διεργασίες αυτές είχαν ως αποτέλεσμα τη διάσπαση του ΕΔΕΣ Αθήνας, ανάμεσα στο αντιστασιακό-δημοκρατικό τμήμα του και σε αυτό που συνεργάστηκε με τους Γερμανούς στη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας, γνωστό και ως «προδοτικός» ΕΔΕΣ. Βλ. Χαραλαμπίδης, «Διεύθυνση Ειδικής Ασφάλειας...», ό.π., α. 170-171.
3 Τάσος Κωστόπουλος, Η αυτολογοκριμένη μνήμη. Τα Τάγματα Ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη, Φιλίστωρ, Αθήνα, 2005, σ. 27.
4 Hagen Fleischer, «Νέα στοιχεία για τη σχέση γερμανικών αρχών Κατοχής και Ταγμάτων Ασφαλείας», Μνήμων, τομ. 8,1980-1 σ.193
5 Η δράση των Ταγμάτων προετοίμαζε το έδαφος γι’ αυτό που οι ναζιστικές υπηρεσίες ονόμαζαν «θέση του χάους», δυναμικές, βίαιες ενέργειες (π.χ. ανατίναξη λιμανιών και εργοστασίων, σύλληψη πολιτικών, μαζικές εκτοπίσεις στη Γερμανία, αιματηρές επιχειρήσεις κατά της Αντίστασης κ.ά.), προκειμένου, κατά την αποχώρησή τους από την Ελλάδα, η χώρα να βρίσκεται σε κατάσταση διάλυσης και αναρχίας, βλ. Πολυμερής Βόγλης. Η ελληνική κοινωνία στην Κατοχή, 1941-1944, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2010, σ. 130.
6 Mark Mazower, Η Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1994, σ. 355, Στρατός Δορδανάς, «Τάγματα Ασφαλείας και αυτόνομες μονάδες», Καθημερινή, 31/12/2010.
7 Ανάμεσα στα άλλα δεινά που προκάλεσαν, καλό είναι να σημειωθούν και οι κατασχέσεις από τους Γερμανούς και τα Τάγματα Ασφαλείας ειδών που πρόσφερε ως βοήθεια ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός σε διάφορες περιοχές της χώρας το 1944, βλ. Γιάννης Σκαλιδάκης, «Η διανομή της ξένης βοήθειας στην επαρχία την περίοδο της κατοχής. Κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις», στο Πολυμερής Βόγλης, Φλώρα Τσίλαγα, Ιάσονας Χανδρινός, Μενέλαος Χαραλαμπίδης (επιμ.), Η εποχή των ρήξεων. Η ελληνική κοινωνία στη δεκαετία του 1940, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2012, σ. 41-42.
8 Σύμφωνα με το Δελτίο Πληροφοριών του ΕΛΑΣ της 1ης Οκτωβρίου 1944, στην ύπαιθρο οι ταγματασφαλίτες ήταν 13.880, ήτοι 7.600 στην Πελοπόννησο, 1.990 στην Εύβοια, 1.200 στη Στερεά, 300 στην Ηπειρο και 2.590 στη Μακεδονία, βλ. Ν. Αναγνωστόπουλος, Παράνομος Τύπος, Αθήνα, 1960, σ. 208-212 και Μιχάλης Λύμπεράτος, Στα πρόθυρα του Εμφυλίου Πολέμου, Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2006, σ. 274,291.
9 Βόγλης, Η αδύνατη επανάσταση..., ό.π., σ. 72.
10 0 Μελιγαλάς θα αναδεικνυόταν όλα τα επόμενα χρόνια από την επίσημη προπαγάνδα σε σύμβολο της «κομμουνιστικής βαρβαρότητας», ανεβάζοντας σε υπερβολικά νούμερα τον αριθμό των θυμάτων και μυθοποιώντας, μέσα από το αντικομμουνιστικό αφήγημα (επενδυμένο για χρόνια και τελετουργικά), τις «θηριωδίες του ΕΛΑΣ», βλ. Κωστόπουλος, ό.π., σ. 66-67, Κουσουρής, ό.π., σ. 110-111.
11 Τ. Κωστόπουλος, ό.π., σ. 68-69. Ακόμη και ο ίδιος ο Αρης Βελουχιώτης, καπετάνιος του Γ.Σ του ΕΛΑΣ, που βρισκόταν την περίοδο εκείνη στην Πελοπόννησο, έδωσε ρητές εντολές στην 3η Μεραρχία του ΕΛΑΣ να αποτραπεί το πλήθος από το να λιντσάρει τους άνδρες ίων Ταγμάτων, βλ. Λυμπεράτος, «Τα γερμανικά αντίποινα...», ό.π„ σ. 95.
12 Κουσουρής, ό.π., ο. 115.
13 Ελευθερία, 28/10/1944 και Κουσουρής, ό.π., σ. 120.
14 Μ Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Δεκεμβριανά 1944. Η Μάχη της Αθήνας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2014, σ.45.
15 Πρόκειται για σχετική αναφορά του Παναγιώτη Κυριακού το 1957 προς το ΓΕΣ για τη δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας, όπως παρατίθεται στο Κουσουρής, ό.π., σ. 139-140.
16 Τον Κουλουμβάκη τον συναντάμε και παρακάτω, ως βουλευτή-υμνητή των Ταγμάτων Ασφαλείας.
17 Χρήστος Χατζηιωσήφ, «Δεκέμβρης 1944, τέλος και αρχή», στο Χρήστος Χατζηιωσήφ, Προκοπής Παπαστράτης (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Β' Παγκόσμιος Πόλεμος - Κατοχή - Αντίσταση 1940-1945, τ. Γ2, Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2007, σ. 382-383.
18 Mark Mazower, «Τρεις μορφές πολιτικής δικαιοσύνης: Ελλάδα, 1944-45», στο Mark Mazower (επιμ.), Μετά τον Πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960», Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2004, σ. 37
19 Θεόδωρος Γρηγορόπουλος, Από την κορυφήν του λόφου, Αθήναι, 1966, σ. 267-268.
20 Παπαστράτης, ό.π„ σ. 38.
21 Κανελλόπουλος, ό.π., σ. 650-659.
22 Ενδεικτικό της μεταπολεμικής αντιμετώπισης των Ταγμάτων Ασφαλείας από φιλελεύθερους αστούς πολιτικούς είναι ότι στις αρχές Οκτωβρίου 1944 ο Π. Κανελλόπουλος, σύμφωνα με δικά του λεγόμενα, κατά την παράδοση του Τάγματος Ασφαλείας Τρίπολης (υπό τη διοίκηση του Διον. Παπαδόγγονα) ξαναβρίσκει «τους παλιούς πολιτικούς του φίλους» και αναφέρεται στους αξιωματικούς των Ταγμάτων Ασφαλείας ως «πατριώτες αξιωματικούς», βλ. Κανελλόπουλος, ό.π., σ. 654-663.
23 Κουσουρής, ό.π., σ. 109,123, Κωστόπουλος, ό.π., σ. 69-70.
24 Κουσουρής, ό.π., σ. 100.
25 Κουσουρής, ό.π., σ. 154, Λυμπεράτος, Στα πρόθυρα..., ό.π., σ. 89.
26 Χαραλαμπίδης, Δεκεμβριανά 1944..., ό.π., σ. 58.
27 Πέτρος Ρούσος, Η μεγάλη πενταετία, τ. β ’, Αθήνα, 1986, σ. 358-359.
28 Θρασύβουλος Τσακαλώτος, 40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος, Τυπογραφεία «Ακροπόλεως», Αθήναι, i960, σ. 598, Κωστόπουλος, ό.π., σ. 71.
29 Η συμμετοχή των στελεχών των Ταγμάτων Ασφαλείας στις μάχες των Δεκεμβριανών πιστοποιείται και από τις εκθέσεις της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών, στις οποίες καταγράφονται νεκροί άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας Πατρών, Τριπόλεως, Γυθείου και Χαλκίδας, βλ. Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών, Εκταφές, 1945 και Χαραλαμπίδης, Δεκεμβριανά 1944..., ό.π., σ. 129,285. Παρ’ όλα αυτά ο Γ. Παπανδρέου, εξεταζόμενος ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη των δωσίλογων, αρνήθηκε ότι κατά τα Δεκεμβριανά χρησιμοποιήθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας, βλ. Θεμιστοκλής Τσάτσος, Ο Δεκέμβριος 1944, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήναι, 1945, σ. 56-57, Γασπαρινάτος, ό.π., σ. 133.
30 Λυμπεράτος, Στα πρόθυρα..., ό.π., σ. 268.
31 Χαραλαμπίδης, Δεκεμβριανά 1944..., ό.π., σ. 326.
32 Βλ. Γασπαρινάτος, ό.π., σ. 212-213,216.
33 Βλ. Κουσουρής, ό.π., σ. 286.
34 Γασπαρινάτος, ό.π., 300-301, Κωστόπουλος, ό.π., σ. 76-77.
35 Ενας από αυτούς ήταν ο πρώην διοικητής των ευζωνικών ταγμάτων Αθήνας Πλυτζανόπουλος (23/10/1946), για τον οποίο κατέθεσε ως μάρτυράς υπεράσπισης ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών Μ. Καρζής τα εξής: «Εις τον Πλυντζανόπουλον και τα τάγματα αξίζει εθνική ευγνωμοσύνη», για να συμπληρώσει «αν δεν ήτο αυτός, κ. πρόεδρε, ούτε σεις θα είσαστε εις την έδραν που κατέχετε, ούτε εγώ μάρτυς». Η δίκη αναβλήθηκε και η απόφαση στις 28/3/1947 ήταν αθωωτική τόσο για τον Πλυτζανόπουλο όσο και όλους τους συγκατηγορούμενούς του για το σύνολο των κατηγοριών, βλ. Κωστόπουλος, ό.π., 77-78.
36 Βλ. Κουσουρής, ό.π., σ. 436-437.
37 Mazower, «Τρεις μορφές πολιτικής...», ό.π., 45, Κωστόπουλος, ό.π., σ. 90, Κουσουρής, ό.π,, σ. 437.
38 https://xvzcontagion.wordpress.com/2016/08/16/
39 Για μια ενδελεχή έρευνα σχετικά με την οποιαδήποτε ανάμειξη ή όχι του Παπαδόπουλου στα Τάγματα Ασφαλείας, βλ. Καλλιβρετάκης, «Γεώργιος Παπαδόπουλος, Τάγματα Ασφαλείας και “X”: Μια απόπειρα συγκέντρωσης και επανεκτίμησης του παλαιότερου και νεότερου τεκμηριωτικού υλικού», Αρχειοτάξιο, τ. 8, 2006, σ. 109-147.
40 Κωστόπουλος, ό.π., σ. 12,64,88, 113-114. Λυμπεράτος, Στα πρόθυρα..., ό.π., σ. 274.
41 Λυμπεράτος. Στα πρόθυρα ... ο.π. σ 274
Πηγή: Του Νίκου Τσικρίκη, υποψήφιου διδάκτορα Ιστορίας Πανεπιστημίου Θεσσαλίας- History HOT DOC
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου