Εάν ο όρκος (θρησκευτικός, πολιτικός, στρατιωτικός, ερωτικός) αποτελούσε τεκμήριο εμπιστοσύνης, δεν θα υπήρχαν ψευδομάρτυρες («ορκίζομαι να είπω την αλήθεια»), προδότες, πάσης φύσεως απατεώνες και επί παντός αναξιόπιστοι.
Ακόμα και τα μικρά παιδιά μαθαίνουν εκ πείρας την πρακτική
αξία άλλα να λες κι άλλα να πράττεις, και άραγε ποιος δεν έχει υπογράψει συμβόλαια του αέρα; Από όλους έχει ο
μπαχτσές. Ακίνδυνους έως συμπαθείς ψευτράκους, ψευδομένους για λόγους συμπόνιας του πλησίον, σπανιότατα και αλτρουισμού, ψευτρόνια για κλωτσιές, εθισμένους εχθρούς κάθε αλήθειας, δολοπλόκους, αλλά και στρατηγικούς ψευδολάγνους προς ίδιον όφελος. Αλλά όπως και με τα αδικήματα,
μέχρι αποδείξεως του εναντίου ισχύει το τεκμήριο της αθωότητος, ενώ παρά τα άλματα της επιστήμης δεν έχει ανακαλυφθεί ανιχνευτής ψεύδους λαϊκής χρήσης.
Μεταξύ μας τώρα. Επιτυχημένος ψεύτης χωρίς ευστροφία, καπατσοσύνη και πανίσχυρη μνήμη είναι σαν δρομέας που τρέχει ξυπόλυτος σε δρόμο στρωμένο με αγκάθια. Τέτοια προσόντα χρειάζονται για να θυμάσαι ανά πάσα στιγμή τα μυθεύματα που έχεις αραδιάσει στον καθένα, να συνεχίζεις να τα στηρίζεις με αυτοπειθαρχία ή να τα μεταπλάθεις αυτοστιγμεί ώστε να μην πέφτεις στις παγίδες που στήνουν οι ψυλλιασμένοι. Στ’ αλήθεια, η υψηλού (παραπειστικού) επιπέδου χρήση ψεύδους σε πολλά ταμπλό, και μάλιστα δημοσίως, είναι ασύγγνωστη μεν αλλά έκφραση σκοτεινής τέχνης, θυμίζει τον μετρ σκακιστή που αντιμετωπίζει ταυτοχρόνως μεγάλο αριθμό αντιπάλων· ναι, το σιμουλτανέ μπορεί να παιχθεί από πολύ λίγους. Σύμφωνοι, στα αποφθέγματα, αποθεώνεται το ηθικώς δέον με το εμβληματικό «Φίλος μεν Πλάτων, φιλτέρα δ’ αλήθεια» από τότε που εμείς (πληθυντικός αμετροέπειας ) χτίζαμε Παρθενώνες. Πολύ αργότερα ο πολύς Μπίσμαρκ, ενοποιητής της Γερμανίας, με πρωσικό λυρισμό, κάνοντας χρήση πτυελοδοχείου, συνόψισε ότι «οι άνθρωποι ποτέ δεν λένε τόσα ψέματα, όσα μετά το κυνήγι, στη διάρκεια του πολέμου και πριν από τις εκλογές».
Του στραβού το δίκιο να λέγεται, κυρίως από τους αντιπάλους τους. Οι Συριζαίοι δεν έλεγαν ψέματα πριν από τον Ιανουάριο του ’15, όπως τόσοι προηγούμενοι. Τα πράγματα ήταν πολύ πιο δραματικά, όπως αποδείχθηκε τάχιστα· αυτοί οι σε όλα αγαλβάνιστοι, εκτός τόπου και χρόνου, πίστευαν ότι σώζοντας την Ελλάδα θα αλλάξουν και την Ευρώπη, έλεγαν την αλήθειά τους, ο καθείς τους κουνούσε μαγικό ραβδάκι σηκώνοντας το φρύδι, πάνω από το πανέρι με τις λύσεις. Τους πιστέψαμε (πληθυντικός ευγενείας) μέσω οργής και απελπισίας. Ο σαν βρυχώμενος σκύμνος - «γκόου μπακ, κυρία Μέρκελ», συγγραφέας του λιμπρέτου «τα νταούλια και οι αγορές» ευτέλισε ιστορικά και την Αριστερά, βρίσκοντας ταίρι στους ΑΝΕΛ, στον πλέον θλιβερό συγχρωτισμό εξουσίας. Ωστόσο, αρκετοί, αν και βιώνουν όπως όλοι οι υπόλοιποι Ελληνες σχοινοβάτες την ωμή αλήθεια, δηλώνουν ακόμη δικαιωμένοι για το περήφανο «Οχι» τους εκείνο το καλοκαίρι. Η πρώτη φορά μένει αξέχαστη.
Ακόμα και τα μικρά παιδιά μαθαίνουν εκ πείρας την πρακτική
μπαχτσές. Ακίνδυνους έως συμπαθείς ψευτράκους, ψευδομένους για λόγους συμπόνιας του πλησίον, σπανιότατα και αλτρουισμού, ψευτρόνια για κλωτσιές, εθισμένους εχθρούς κάθε αλήθειας, δολοπλόκους, αλλά και στρατηγικούς ψευδολάγνους προς ίδιον όφελος. Αλλά όπως και με τα αδικήματα,
μέχρι αποδείξεως του εναντίου ισχύει το τεκμήριο της αθωότητος, ενώ παρά τα άλματα της επιστήμης δεν έχει ανακαλυφθεί ανιχνευτής ψεύδους λαϊκής χρήσης.
Μεταξύ μας τώρα. Επιτυχημένος ψεύτης χωρίς ευστροφία, καπατσοσύνη και πανίσχυρη μνήμη είναι σαν δρομέας που τρέχει ξυπόλυτος σε δρόμο στρωμένο με αγκάθια. Τέτοια προσόντα χρειάζονται για να θυμάσαι ανά πάσα στιγμή τα μυθεύματα που έχεις αραδιάσει στον καθένα, να συνεχίζεις να τα στηρίζεις με αυτοπειθαρχία ή να τα μεταπλάθεις αυτοστιγμεί ώστε να μην πέφτεις στις παγίδες που στήνουν οι ψυλλιασμένοι. Στ’ αλήθεια, η υψηλού (παραπειστικού) επιπέδου χρήση ψεύδους σε πολλά ταμπλό, και μάλιστα δημοσίως, είναι ασύγγνωστη μεν αλλά έκφραση σκοτεινής τέχνης, θυμίζει τον μετρ σκακιστή που αντιμετωπίζει ταυτοχρόνως μεγάλο αριθμό αντιπάλων· ναι, το σιμουλτανέ μπορεί να παιχθεί από πολύ λίγους. Σύμφωνοι, στα αποφθέγματα, αποθεώνεται το ηθικώς δέον με το εμβληματικό «Φίλος μεν Πλάτων, φιλτέρα δ’ αλήθεια» από τότε που εμείς (πληθυντικός αμετροέπειας ) χτίζαμε Παρθενώνες. Πολύ αργότερα ο πολύς Μπίσμαρκ, ενοποιητής της Γερμανίας, με πρωσικό λυρισμό, κάνοντας χρήση πτυελοδοχείου, συνόψισε ότι «οι άνθρωποι ποτέ δεν λένε τόσα ψέματα, όσα μετά το κυνήγι, στη διάρκεια του πολέμου και πριν από τις εκλογές».
Του στραβού το δίκιο να λέγεται, κυρίως από τους αντιπάλους τους. Οι Συριζαίοι δεν έλεγαν ψέματα πριν από τον Ιανουάριο του ’15, όπως τόσοι προηγούμενοι. Τα πράγματα ήταν πολύ πιο δραματικά, όπως αποδείχθηκε τάχιστα· αυτοί οι σε όλα αγαλβάνιστοι, εκτός τόπου και χρόνου, πίστευαν ότι σώζοντας την Ελλάδα θα αλλάξουν και την Ευρώπη, έλεγαν την αλήθειά τους, ο καθείς τους κουνούσε μαγικό ραβδάκι σηκώνοντας το φρύδι, πάνω από το πανέρι με τις λύσεις. Τους πιστέψαμε (πληθυντικός ευγενείας) μέσω οργής και απελπισίας. Ο σαν βρυχώμενος σκύμνος - «γκόου μπακ, κυρία Μέρκελ», συγγραφέας του λιμπρέτου «τα νταούλια και οι αγορές» ευτέλισε ιστορικά και την Αριστερά, βρίσκοντας ταίρι στους ΑΝΕΛ, στον πλέον θλιβερό συγχρωτισμό εξουσίας. Ωστόσο, αρκετοί, αν και βιώνουν όπως όλοι οι υπόλοιποι Ελληνες σχοινοβάτες την ωμή αλήθεια, δηλώνουν ακόμη δικαιωμένοι για το περήφανο «Οχι» τους εκείνο το καλοκαίρι. Η πρώτη φορά μένει αξέχαστη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου