Πριν καιρό είδα τρία σκίτσα που παρουσίαζαν, το μεν πρώτο μία σκηνή τριών ατόμων διαφορετικού ύψους που προσπαθούσαν να δουν πίσω από ένα φράκτη, τα δε δύο άλλα, δύο διαφορετικές εκδοχές για το πώς κάποιος σκέφθηκε να τα βοηθήσει, δίνοντάς τους τρία κιβώτια, στα οποία μπορούσαν να πατήσουν, για να ξεπεράσουν το εμπόδιο του φράκτη.
Όπως φαίνεται στην εικόνα, το πρώτο άτομο ήταν ψηλότερο από τον φράκτη και ουσιαστικά δεν χρειαζόταν βοήθεια, σε αντίθεση με τα άλλα δύο που ήταν χαμηλότερα, το ένα λίγο και το άλλο πολύ.
Στην πρώτη εκδοχή, τα τρία άτομα πήραν από ένα κιβώτιο, με αποτέλεσμα, το πρώτο να βρεθεί πολύ ψηλότερα, το δεύτερο να ξεπεράσει τον φράκτη και το τρίτο να παραμείνει κάτω από αυτόν, δηλαδή να συνεχίσει να μη βλέπει.
Η εκδοχή αυτή είχε τον τίτλο ΙΣΕΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ, με την έννοια ότι δόθηκαν και στα τρία άτομα ακριβώς τα ίδια μέσα, έστω και αν οι ανάγκες τους ήταν διαφορετικές.
Στην άλλη εκδοχή, τα κουτιά μοιράστηκαν διαφορετικά, κανένα στο πρώτο άτομο, ένα κουτί στο δεύτερο και δύο κουτιά στο τρίτο. Με τον τρόπο αυτό, και τα τρία άτομα κατάφεραν να ξεπεράσουν τον φράκτη και να δουν όλα τους πίσω από αυτόν.
Η εκδοχή αυτή ονομάστηκε ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ.
Το νόημα αυτής της απεικόνισης είναι ότι σε μία κοινωνία δεν αρκούν πάντα οι «ίσες ευκαιρίες» αλλά πολλές φορές χρειάζεται να δίνονται ευκαιρίες ανάλογες με τις ανάγκες του κάθε ατόμου. Και αυτό είναι «κοινωνική δικαιοσύνη».
Ενώ όμως είναι εύκολο να συμφωνήσουμε στην παραπάνω αρχή, αρχίζει να γίνεται δύσκολο, όταν προσπαθήσουμε να εφαρμόσουμε την «κοινωνική δικαιοσύνη», προσπαθώντας ταυτόχρονα να ικανοποιήσουμε και κάποιες άλλες αρχές, που επίσης φαίνονται σωστές.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την αρχή ότι η Πολιτεία οφείλει να παρέχει ένα πλέγμα υπηρεσιών στους πολίτες, όπως την εκπαίδευση, την περίθαλψη, την ασφάλιση, την προστασία και ασφάλεια και αρκετές ακόμη.
Μία πρώτη προσέγγιση είναι ότι οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να προσφέρονται σε όλους τους πολίτες δωρεάν, δηλαδή με κόστος που θα καλύπτεται από όλους τους πολίτες, μέσω της συνεισφοράς τους, που δεν είναι άλλη από τους φόρους που καλούνται να πληρώσουν.
Εδώ, αμέσως ανακύπτει το ζήτημα της συνεισφοράς των πολιτών ανάλογα με το εισόδημά τους, κάτι που δεν αμφισβητείται ότι είναι «κοινωνικά δίκαιο». Όμως, όλοι γνωρίζουμε ότι οι φόροι που καλούνται να πληρώσουν οι πολίτες δεν είναι όλοι τους συνδεδεμένοι με το εισόδημά τους, καθώς διακρίνονται σε «άμεσους» και «έμμεσους».
Άμεσος είναι ο φόρος που συνδέεται με το εισόδημα και έμμεσος είναι ο φόρος που συνδέεται με την κατανάλωση (ΦΠΑ, φόροι καυσίμων, φόροι συγκεκριμένων προϊόντων, κλπ.). Ο τελευταίος συνήθως είναι ίδιος για όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως εισοδήματος, πλην μερικών περιπτώσεων (φόρος πολυτελείας κάποιων ειδικών κατηγοριών προϊόντων).
Τα ερωτήματα που στην περίπτωση αυτή ανακύπτουν είναι, αφενός πόσο «δίκαιο» είναι να πληρώνω εγώ που έχω μικρό ή μεσαίο εισόδημα τον ίδιο φόρο π.χ. για το πετρέλαιο θέρμανσης, με έναν που έχει μεγάλο εισόδημα, αφετέρου δε ποια είναι η πραγματικά «δίκαιη» αναλογία αμέσων και εμμέσων φόρων.
Και αν για κάποιες περιπτώσεις η Πολιτεία μεριμνά για «δικαιότερη κατανομή βαρών» (π.χ. επίδομα θέρμανσης), σε πολλές άλλες δεν είναι δυνατόν να γίνει διάκριση εισοδημάτων, πολύ δε περισσότερο δεν είναι εύκολο να συμφωνηθεί η «βέλτιστη» αναλογία άμεσων και έμμεσων φόρων.
Πολύ σοβαρότερα γίνονται τα πράγματα όταν κάποιες υπηρεσίες απευθύνονται σε μερίδα του πληθυσμού, όπως π.χ. το κόστος μετακίνησης με τις αστικές συγκοινωνίες.
Και εδώ, υπάρχει κάποια πρόβλεψη στην οποία συμφωνούν πολλοί, δηλαδή το κόστος των υπηρεσιών αυτών να καλύπτεται από τους χρήστες (π.χ. εισιτήριο), όμως και εδώ ακούγονται κάποιες φωνές, που φαίνονται «προοδευτικές» (δωρεάν συγκοινωνίες για όλους), αλλά καταλήγουν να θεωρούνται από κάποιες μερίδες πολιτών σαν «άδικες» (γιατί να πληρώνει ο πολίτης της επαρχίας τις μετακινήσεις των πολιτών της πρωτεύουσας ή άλλων μεγάλων πόλεων).
Θεωρώντας ότι η πλειοψηφία των πολιτών δέχεται τη σημερινή κατάσταση «άμεσης επιβάρυνσης των χρηστών» (εισιτήρια, διόδια, κλπ.), μπορούμε να προχωρήσουμε λίγο περισσότερο και να αναλογισθούμε πόσο «κοινωνικά δίκαιες» είναι κάποιες υπηρεσίες δημόσιων φορέων, που προσφέρονται με ένα κόστος μεγαλύτερο (ή, και πολύ μεγαλύτερο) από αυτό που θα μπορούσε να είναι, αν εφαρμόζονταν καλύτερες μέθοδοι οργάνωσης και λειτουργίας.
Θα δώσω εδώ ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που έζησα προσωπικά.
Στο Μετρό της Αθήνας υπήρχε μία υπηρεσία που συντηρούσε τα ηλεκτρονικά μηχανήματα έκδοσης εισιτηρίων. Επειδή η υπηρεσία αυτή δεν επαρκούσε, είχε επιλεγεί να υπάρχει και ένας εργολάβος, που έκανε μεγάλο μέρος της δουλειάς.
Κάποια στιγμή, ορισμένοι εκπρόσωποι σωματείων ζήτησαν από τη Διοίκηση να βγάλει τον εργολάβο και να προσλάβει περισσότερο προσωπικό, δημιουργώντας «νέες θέσεις εργασίας».
Το τελευταίο ακούγονταν ωραίο, αλλά με τις εργασιακές συνθήκες που επικρατούσαν (συνδυασμός μισθολογικών και λοιπών παροχών στον Οργανισμό), το κόστος θα αυξανόταν κατά 50% τουλάχιστον.
Όταν η Διοίκηση (της οποίας ήμουν επικεφαλής) αρνήθηκε να δεχθεί μία τέτοια λύση, θεωρώντας ότι δεν έπρεπε να επιβαρυνθούν οι πολίτες μόνο και μόνο για να δημιουργηθούν κάποιες θέσεις εργασίας, η αντίδραση των εκπροσώπων των εργαζομένων ήταν μεγάλη, με καταγγελίες για «ξεπούλημα υπηρεσιών στους ιδιώτες».
Ας σημειωθεί εδώ ότι η διαφορά αυτή στο κόστος δεν προερχόταν από εκμετάλλευση εκ μέρους του ιδιώτη των υπαλλήλων του (πλήρης εφαρμογή των εργασιακών δικαιωμάτων και μισθοί πολύ καλοί, λόγω εξειδικευμένου αντικειμένου), αλλά από υπερβολές στις παροχές προς του υπαλλήλους του Μετρό, που «εξασφαλίζονταν» με εκμετάλλευση του γεγονότος ότι το μεταφορικό αυτό μέσο ήταν μοναδικό (μονοπωλιακή κατάσταση) και με τρομερό κοινωνικό αντίκτυπο, όταν γίνονταν ή απειλούνταν να γίνουν απεργιακές κινητοποιήσεις.
Η κοινωνική λοιπόν δικαιοσύνη δεν είναι τόσο απλή περίπτωση, σαν αυτή των σκίτσων που παρουσιάστηκαν στην αρχή. Έχει πολλές πτυχές και όποιος την επικαλείται πρέπει να εξασφαλίζει την πραγματική εφαρμογή της, προς όφελος των πολιτών και όχι μόνο στο όνομα κάποιων ιδεών, που θέλγουν όταν ακούγονται, αλλά τελικά μπορεί να οδηγήσουν σε αποτελέσματα κοινωνικά άδικα.
Το μέγα λοιπόν θέμα για μένα είναι το πώς εξασφαλίζεται, σε κάθε περίπτωση, το ελάχιστο κόστος σε όλες τις προσφερόμενες από την Πολιτεία υπηρεσίες. Και είναι μέγα θέμα, διότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις το κόστος αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που θα μπορούσε να είναι και αυτό δίνει δυστυχώς επιχειρήματα στους θιασώτες της ελεύθερης αγοράς να υποστηρίζουν ως μόνη λύση την ιδιωτικοποίηση των πάντων, παραγνωρίζοντας ότι και η λύση αυτή έχει τα δικά της μειονεκτήματα και πολλές φορές αποβαίνει σε βάρος κάποιων κατηγοριών πολιτών, που συνήθως είναι οι οικονομικά ασθενέστεροι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου