Του Σαράντη Μιχαλόπουλου κατοίκου Ιτέας
Οι εκλογές της 7ης Ιουλίου ανέδειξαν μία νέα κυβέρνηση αλλά και μία νέα αντιπολίτευση.
Η ΝΔ θεωρείται κερδισμένη αφού πέτυχε το στόχο, όχι μόνο του πρώτου κόμματος αλλά και της αυτοδυναμίας. Βέβαια, κάτι που σαφώς χαρακτηρίζει τη νίκη αυτή είναι η επιθυμία σημαντικής (σχετικά) μερίδας ψηφοφόρων «να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ», με την έννοια της απογοήτευσης από την προηγούμενη διακυβέρνηση.
Από την πλευρά του ο ΣΥΡΙΖΑ, έχασε μεν τις εκλογές, αλλά συγκέντρωσε τέτοιο ποσοστό, που έχει κάθε λόγο να θεωρείται και αυτός νικητής, αν μη τι άλλο, καθώς είναι ο αναμφισβήτητος εκφραστής της κετροαριστεράς, με τον όποιο ορισμό και αν δώσει κανείς στον όρο αυτό.
Παρά ταύτα, μερικά χαρακτηριστικά αυτής της «ήττας – νίκης» δεν πρέπει να προσπερνιούνται,
όπως
Το ότι, αντί να εδραιώσει μία εμπιστοσύνη σε μεγάλο μέρος του λαού, έκανε αρκετούς να απογοητευτούν τόσο πολύ, ώστε να μη του δώσουν μία δεύτερη ευκαιρία. Υπό την έννοια αυτή, συνέτεινε κατά πολύ στο να επανέλθει στην εξουσία ένα κόμμα, οι ευθύνες του οποίου για την μεγάλη οικονομική κρίση είναι μεγάλες.
Το ότι διαχειρίστηκε τα κρίσιμα θέματα, κυρίως της οικονομίας, με τρόπο που έδειξαν ανωριμότητα για μία σοβαρή διακυβέρνηση, η οποία, παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα, ήταν ουσιαστικά «εύκολη», υπό την έννοια ότι ο λαός έδειξε την αναγκαία ανοχή στα μνημονιακά μέτρα, αλλά στο τέλος της ημέρας δεν ανέχτηκε παλαιοκομματικές πρακτικές της μορφής «13ος μισθός – Δώρο του Πάσχα» που δόθηκε τον Μάϊο, λίγο πριν τις ευρωεκλογές.
Το ότι δεν επιτάχυνε διαδικασίες εξόδου από την κρίση με προώθηση επενδύσεων, όπως της εμβληματικής, λόγω μεγέθους αλλά και προοπτικών, επένδυσης στο Ελληνικό. Η σωστή, ενδεχομένως, διαχείριση, άλλων μεγάλων έργων (π.χ. οδικοί άξονες), δεν στάθηκε ικανή να δώσει στο κοινό το στίγμα της «ανάπτυξης».
Ως προς το ΚΙΝΑΛ, θα έλεγε κανείς ότι σαφώς το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό, όσο και αν προβάλλεται το επιχείρημα της ασφυκτικής πίεσης των ψηφοφόρων από τον «διπολισμό».
Είναι αναμφισβήτητο ότι το ΚΙΝΑΛ δεν μπόρεσε να εκφράσει ένα λόγο που πραγματικά να στέκεται ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και αυτό κυρίως διότι η ΝΔ έξυπνα παρουσίασε ένα φιλικό προς την κοινωνία πρόσωπο, εκμεταλλευόμενη στο έπακρο τις ελλείψεις και αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν μπόρεσε να προσφέρει εναλλακτικές λύσεις πέρα από την ακραία επιβάρυνση των πολιτών με φόρους.
Το παρακάτω παράδειγμα που πρόσφατα ακούστηκε από την πλευρά της ΝΔ είναι πολύ χαρακτηριστικό. Όταν ρωτήθηκε εκπρόσωπός της πως θα «διευρυνθεί η φορολογική βάση», εκείνος ανέφερε μία ιδέα που θα συνέτεινε σε αυτό. Και η ιδέα αυτή ήταν η θεσμοθέτηση απαλλαγής φόρου σε επίπεδο 40% των δαπανών για εργασίες ανακαίνισης ή και κατασκευής οικιών, υπό την προϋπόθεση προσκόμισης σχετικών παραστατικών. Αν δηλαδή κάποιος πλήρωνε 10.000 € για τέτοιες εργασίες χωρίς αποδείξεις ή τιμολόγια, για να «γλυτώσει» τον ΦΠΑ (2.400 €), δηλαδή για να μην πληρώσει 12.400 € με αποδείξεις, με την νέα ρύθμιση θα πληρώσει μεν τα 12.400 €, αλλά θα γλυτώσει φόρο 4.000 €, δηλαδή θα «κερδίσει» 1.600 €. Από την άλλη μεριά, το κράτος θα εισπράξει 2.400 € ΦΠΑ + τον φόρο του κατασκευαστή, που χωρίς αποδείξεις δεν θα πλήρωνε το παραμικρό. Την ίδια στιγμή, ο κατασκευαστής θα «πιέσει» τους υποκατασκευαστές του να τον τιμολογήσουν , ώστε να γλυτώσει και αυτός ΦΠΑ και φόρο, που όμως δεν θα χαθούν για το Κράτος, διότι θα τα πληρώσουν οι υποκατασκευαστές, διευρύνοντας ακόμη περισσότερο τη φορολογική βάση.
Ο πολιτικός λοιπόν χάρτης της χώρας αλλάζει ριζικά και τα βασικά κόμματα, πέραν του ΚΚΕ και των πρωτοεμφανιζόμενων Ελληνική Λύση και Μέρα 25, καλούνται να ανταποκριθούν στις προκλήσεις που αναδεικνύονται. Η ΝΔ πρέπει να δείξει αξιοπιστία και να μη εκτραπεί σε ακραίο φιλελευθερισμό, ο ΣΥΡΙΖΑ, διδασκόμενος από τα λάθη και τις παραλείψεις του, να αναδειχθεί σε πραγματικό εκφραστή των αναγκών των ευπαθών και κυρίως μη προνομιούχων ομάδων της κοινωνίας, και το ΚΙΝΑΛ να δώσει το δικό του διακριτό στίγμα, ώστε να μη συμπιέζεται από τα δύο μεγάλα κόμματα.
Οι εκλογές της 7ης Ιουλίου ανέδειξαν μία νέα κυβέρνηση αλλά και μία νέα αντιπολίτευση.
Η ΝΔ θεωρείται κερδισμένη αφού πέτυχε το στόχο, όχι μόνο του πρώτου κόμματος αλλά και της αυτοδυναμίας. Βέβαια, κάτι που σαφώς χαρακτηρίζει τη νίκη αυτή είναι η επιθυμία σημαντικής (σχετικά) μερίδας ψηφοφόρων «να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ», με την έννοια της απογοήτευσης από την προηγούμενη διακυβέρνηση.
Από την πλευρά του ο ΣΥΡΙΖΑ, έχασε μεν τις εκλογές, αλλά συγκέντρωσε τέτοιο ποσοστό, που έχει κάθε λόγο να θεωρείται και αυτός νικητής, αν μη τι άλλο, καθώς είναι ο αναμφισβήτητος εκφραστής της κετροαριστεράς, με τον όποιο ορισμό και αν δώσει κανείς στον όρο αυτό.
Παρά ταύτα, μερικά χαρακτηριστικά αυτής της «ήττας – νίκης» δεν πρέπει να προσπερνιούνται,
όπως
Το ότι, αντί να εδραιώσει μία εμπιστοσύνη σε μεγάλο μέρος του λαού, έκανε αρκετούς να απογοητευτούν τόσο πολύ, ώστε να μη του δώσουν μία δεύτερη ευκαιρία. Υπό την έννοια αυτή, συνέτεινε κατά πολύ στο να επανέλθει στην εξουσία ένα κόμμα, οι ευθύνες του οποίου για την μεγάλη οικονομική κρίση είναι μεγάλες.
Το ότι διαχειρίστηκε τα κρίσιμα θέματα, κυρίως της οικονομίας, με τρόπο που έδειξαν ανωριμότητα για μία σοβαρή διακυβέρνηση, η οποία, παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα, ήταν ουσιαστικά «εύκολη», υπό την έννοια ότι ο λαός έδειξε την αναγκαία ανοχή στα μνημονιακά μέτρα, αλλά στο τέλος της ημέρας δεν ανέχτηκε παλαιοκομματικές πρακτικές της μορφής «13ος μισθός – Δώρο του Πάσχα» που δόθηκε τον Μάϊο, λίγο πριν τις ευρωεκλογές.
Το ότι δεν επιτάχυνε διαδικασίες εξόδου από την κρίση με προώθηση επενδύσεων, όπως της εμβληματικής, λόγω μεγέθους αλλά και προοπτικών, επένδυσης στο Ελληνικό. Η σωστή, ενδεχομένως, διαχείριση, άλλων μεγάλων έργων (π.χ. οδικοί άξονες), δεν στάθηκε ικανή να δώσει στο κοινό το στίγμα της «ανάπτυξης».
Ως προς το ΚΙΝΑΛ, θα έλεγε κανείς ότι σαφώς το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό, όσο και αν προβάλλεται το επιχείρημα της ασφυκτικής πίεσης των ψηφοφόρων από τον «διπολισμό».
Είναι αναμφισβήτητο ότι το ΚΙΝΑΛ δεν μπόρεσε να εκφράσει ένα λόγο που πραγματικά να στέκεται ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και αυτό κυρίως διότι η ΝΔ έξυπνα παρουσίασε ένα φιλικό προς την κοινωνία πρόσωπο, εκμεταλλευόμενη στο έπακρο τις ελλείψεις και αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν μπόρεσε να προσφέρει εναλλακτικές λύσεις πέρα από την ακραία επιβάρυνση των πολιτών με φόρους.
Το παρακάτω παράδειγμα που πρόσφατα ακούστηκε από την πλευρά της ΝΔ είναι πολύ χαρακτηριστικό. Όταν ρωτήθηκε εκπρόσωπός της πως θα «διευρυνθεί η φορολογική βάση», εκείνος ανέφερε μία ιδέα που θα συνέτεινε σε αυτό. Και η ιδέα αυτή ήταν η θεσμοθέτηση απαλλαγής φόρου σε επίπεδο 40% των δαπανών για εργασίες ανακαίνισης ή και κατασκευής οικιών, υπό την προϋπόθεση προσκόμισης σχετικών παραστατικών. Αν δηλαδή κάποιος πλήρωνε 10.000 € για τέτοιες εργασίες χωρίς αποδείξεις ή τιμολόγια, για να «γλυτώσει» τον ΦΠΑ (2.400 €), δηλαδή για να μην πληρώσει 12.400 € με αποδείξεις, με την νέα ρύθμιση θα πληρώσει μεν τα 12.400 €, αλλά θα γλυτώσει φόρο 4.000 €, δηλαδή θα «κερδίσει» 1.600 €. Από την άλλη μεριά, το κράτος θα εισπράξει 2.400 € ΦΠΑ + τον φόρο του κατασκευαστή, που χωρίς αποδείξεις δεν θα πλήρωνε το παραμικρό. Την ίδια στιγμή, ο κατασκευαστής θα «πιέσει» τους υποκατασκευαστές του να τον τιμολογήσουν , ώστε να γλυτώσει και αυτός ΦΠΑ και φόρο, που όμως δεν θα χαθούν για το Κράτος, διότι θα τα πληρώσουν οι υποκατασκευαστές, διευρύνοντας ακόμη περισσότερο τη φορολογική βάση.
Ο πολιτικός λοιπόν χάρτης της χώρας αλλάζει ριζικά και τα βασικά κόμματα, πέραν του ΚΚΕ και των πρωτοεμφανιζόμενων Ελληνική Λύση και Μέρα 25, καλούνται να ανταποκριθούν στις προκλήσεις που αναδεικνύονται. Η ΝΔ πρέπει να δείξει αξιοπιστία και να μη εκτραπεί σε ακραίο φιλελευθερισμό, ο ΣΥΡΙΖΑ, διδασκόμενος από τα λάθη και τις παραλείψεις του, να αναδειχθεί σε πραγματικό εκφραστή των αναγκών των ευπαθών και κυρίως μη προνομιούχων ομάδων της κοινωνίας, και το ΚΙΝΑΛ να δώσει το δικό του διακριτό στίγμα, ώστε να μη συμπιέζεται από τα δύο μεγάλα κόμματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου