Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

ΝΙΚΟΣ ΣΤΑΠΠΑΣ: ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ – ΣΤΕΚΟΤΑΝ ΕΠΙ 7 ΜΕΡΕΣ ΟΡΘΙΟΣ ΚΑΙ ΑΥΠΝΟΣ

Στις 14 Ιουνίου 2011 έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 74 ετών ο Πτέραρχος Νίκος Στάππας που καθόλη τη διάρκεια της μυθιστορηματικής ζωής του δεν σταμάτησε να μάχεται για τις αξίες της ελευθερίας και της Δημοκρατίας.
Ο Πτέραρχος και Επίτιμος Αρχηγός ΓΕΑ υπηρέτησε με ήθος και αυταπάρνηση της Πολεμική Αεροπορία, βασανίστηκε άγρια από τη Χούντα και δε σταμάτησε ποτέ να υπερασπίζεται με πάθος τα πιστεύω του.
Εννέα χρόνια από το θάνατό του ο Σεραφείμ Χ. Μηχιώτης επικοινώνησε με τη σύζυγό του και πήρε στα χέρια του το προσωπικό αρχείο που κρατούσε ο άνδρας της, το ημερολόγιό που έγραψε το καλοκαίρι του 1973, στα  κολαστήρια της χούντας και το υπόμνημά του προς το επι τούτου συγκληθέν Πρωτοβάθμιο Ανακριτικό Συμβούλιο της ΠΑ, με το ερώτημα της αποτάξεως, απόφασης προειλημμένης βεβαίως…
Όπως αναφέρει, τα κείμενα του Νίκου Στάππα παρατίθενται αυτούσια,
διότι δεν ήθελε να τον αδικήσει εάν επιχειρούσε τη δημοσίευση περικοπών ή περίληψή τους. Συγκλονίζουν οι περιγραφές για τη σύλληψη του από το καθεστώς και τον εφιάλτη που βίωσε στα κολαστήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ.
Το ημερολόγιό κράτησής του στα κολαστήρια του ΕΑΤ – ΕΣΑ: 


Tο απολογητικό του υπόμνημα..
ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΟΥ
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΝ 29-09-73
Kύριε Πρόεδρε, Κύριοι,
Κατά, την απολογίαν μου ενώπιον σας θα αναφερθώ πρώτον εις τους λόγους οι οποίοι με οδήγησαν vα συμμετάσχω εις την κίνησιν του Ναυτικού -διότι πράγματι δεν αρνούμαι ότι είχα κάποιαν συμμετοχήν εις την κίνησιν αυτήν- δεύτερον εις την έκτασιν της συμμετοχής μου εις την κίνησιν και εις τους λόγους δια τους οποίους η κατάθεσίς μου ενώπιον του προανακριτού της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης δεν αποδίδει την πραγματι­κότητα και τέλος εις ορισμένα σημεία του κατηγορητηρίου τα οποία δεν αποδέχομαι.
Και έρχομαι, είς τους λόγους οι οποίοι με ώθησαν να συνδράμω την κίνησιν του Ναυτικού. Από της 21ης Απριλίου 1967, όταν μία ομάς αξιωματικών κατέλαβεν πραξικοπηματικώς την Αρχήν- διότι περί πραξικο­πήματος επρόκειτο και οχι περί επαναστάσεως – και κατήργησε τις συνταγματικες ελευθερίες του Ελληνικού Λαού, εθεώρησα καθήκον μου ότι έπρεπε να αντιταχθώ εις την δημιουργηθείσαν εκτροπήν. Η θέσις μου αύτη έναντι της δημιουργηθείσης έκτοτε καταστάσεως ήτο απόρροια αφ’ ενός μεν των υγιών δημοκρατικών μου πεποιθήοεων, αφ’ έτέρου δε της ιδιότητος μου ως άξιωματιπού, ο οποίος είχεν ορκισθή πίστιν εις την Πατρίδα και το Σύνταγμα.
Καθ΄όλην την εξαετίαν της Στρατιωτικής Διακυβερνήσεως της Χώρας διακατεχόμην από αισθήματα ενοχής και κρίσεις συνειδήσεως, διότι σιωπηρώς ανεχόμην μίαν κατάστασιν την οποίαν δεν εθεώρουν νόμιμον και το σπουδαιότερσν διότι είχα αθετήσει τον όρκον τον οποίον είχα δώσει όταν εξερχόμην της Σχολής Ικάρων· Το αίσθημα αυτό ενοχής ενέτεινεν το γεγονός ότι οι κρατούντες συνεχώς επανελάμβανον ότι την «Επανάστασιν» την έκαναν οι Ένοπλοι Δυνάμεις, εις τας οποίας ανήκον και εγώ, και ούτω μού απεδίδοντο πράξεις εις τας οποίας ούτε συμμετείχον, ούτε επιθυμούσα να συμμετέχω. Λογοι συνεπώς αρχών και ηθικού χρέους με ώθησαν να συμμετάσχω είς την κίνησιν του Ναυτικού.
Υπό των ανωτέρω αρχών και αισθημάτων ενεφορούμην όταν με προσήγγισε ô Αντιπλοίαρχος Παπαδόγκωνας και μού ωμίλησε περί της μελετώ­μενης κινήσεως εις το Ναυτικόν. O εν λόγω Αντιπλοίαμχος μού εζήτησεν όπως ενημερώσω και άλλους Αξιωματικούς της Αεροπορίας, ώστε τα αερο­σκάφη να μη βάλλουν ευθέως κατά τον πλοίων, εις περίπτωσιν κατά την οποίαν τους εδίδετο τοιαύτη διαταγή, διατεθή δε ει δυνατόν καί αεροσκάφος δια την ρίψιν προκηρύξεων.
Πράγματι ενημέρωσα επί της κινήσεως τον Αντισμήναρχον Άποστολάκην, ο οποίος ήλθεν εις απ’ ευθείας επαφήν με τον Αντιπλοίαρχον Παπαδόγκωνα, παραλλήλως δε ενημέρωσα και τον Σμήναρχον ε.α. Βαγιακάκον ο οποίος, ως μού ειπεν έβολιδοσκόπησεν τόν Αντισμήναρχον Χριστάκον, ωμιλών εις αυτόν αορίστως, χωρίς νά τον ενημερώση επί της κινήσεως. Μετά του Σμηνάρχου Κοκκινίδη ουδεμίαν επαφήν είχον καί ουδέποτε συνεζήτησα μετ’ αυτού περί της κινήσεως. Μόνον έδωσα τό τηλέφωνον του σπιτιού του εις τον Αντιπλοίαρχον Παπαδόγκωνα, όταν αυτός μού το εζήτησεν.
Αυτή ητο εν γενικαίς γραμμαίς η συμμετοχή μου εις την κίνησιν, όσον δε αφορά την κατάθεσίν μου ενώπιον τον προανακριτού αυτή αποτελεί συρραφήν επιμέρους «προκαταρκτικών καταθέσεων», οι οποίαι ελήφθησαν υπό συνθήχας πρωτοφανών ψυχολογικών πιέσεων, ηθικών εξευτελισμών καί ανήκουστων σωματικών βανιστηρίων εις τα οποία ωχριά καί αυτός ακόμη ο σκοτεινός Μεσαίωνας. Κατά συνέπειαν η κατάθεσίς μου αυτή δεν δύναται νά ληφθή υπ’ όψιν.


Διά νά σχηματίσετε μίαν αμυδράν εικόνα των συνθηκών υπό τάς ο­ποίας ελήφθησαν αι «προκαταρτικαί» αυταί καταθέσεις σάς αναφέρω μόνον τα εξής:
Επί επτά ημέρος με επέταξαν είς ενα κελί εις το οποίον δεν υπήρχεν τίποτε άλλο πάρα μόνον οι τέσσαρες τοίχοι και τό δάπεδον, μού αφήρεσαν την στολήν καί μού έδωσαν στολήν φαντάρου μέχρις ότου μού στείλουν από το σπίτι μου πολιτικά ρούχα, το νερό μού εδίδετο με το δελτίον, το φαγητό ήταν απαίσιο καί δεν με άφηναν ούτε στιγμή νά κοιμηθώ, έστω και εις τό δάπεδον του σκοτεινού μου κελιού.
Παράλληλα oι γογγυσμοί καί οι επικλήσεις προς βοήθειαν και αι άπειλαί συνα­δέλφων του Στρατού οι οποίοι είχον αναλάβει τό έργον της «προκαταρκτικής» προανακρίσεως, εν συνδυασμώ με τάς μακράς καί επίπονους ανακρίσεις καί πάσης φύσεως άλλας ψυχολογικάς πιέσεις, συνέθετον ενα περιβάλλον κολάσεως.
Αφού αι δι’ αυτού του τρόπου ληφθείσαι καταθέσεις δεν ικανο­ποίησαν τους προανακριτάς μου, την εβδόμην ημέραν μετεφερθην εις ειδικόν θάλαμον, χωρίς παράθυρον καί με διέταξαν νά σταθώ είς στάσιν προσοχής ένα μέτρο πρό του τοίχου. Εμπρός μου υπήρχεν ενα μικρό τραπέζι, μολύβι καί χαρτί, με εφύλασσον δε δυο εικοσάχρονοι ανώνυμοι αλήτες, οι οποίοι ενηλάσσοντο ανά δίωρον. Τους αποκαλώ δε ανωνύμους «αλήτας» διότι ούτοι έχοντες επίγνωσιν των ανομιών τας οποίας διεπραττον δεν άνεφερον ποτέ, ούτε είς τάς μεταξύ των συνο­μιλίας, τά ονόματα των.
Ούτοι, ως αντελήφθην άπό τάς μεταξύ των συζητήσεις, ήσαν δεκανείς της Ε.Σ.Α., οi οποίοι με διέτασσαν νά μένω ακίνητος εις στάσιν προσοχής, με ενέπαιζαν, με εξύβριζαν καί εις πάσαν κίνησίν μου με εκτυπούσαν μέχρις αίματος με γκλόμπς, χρησιμοποιούντες συγ­χρόνως τά πόδια τους καί τίς γροθιές τους. Εκάστη «βάρδια» έπρεπε κατά μέσον ορον νά ασκηθή επάνω μου είς το καράτε, τα γρονθοκοπήματα, το κλωτσοσκούφι καί τά συναφή ευγενή αθλήματα, δύο ή τρείς φοράς, ο εστί μεθερμηνευομένον 40 με 50 ξυλοδαρμούς το 24ωρον. Τούτο προφανώς εξηρτάτο άπό τάς διαθέσεις των καί τάς σχετικός διαταγάς τάς οποίας είχον λάβει. Εκτός όμως των ανωτέρω» οι οποίοι εξετέλουν « διατεταγμένην υπηρεσίαν», υπήρχον και οι έκτακτοι εθελοντές, κυρίως περί τάς μεταμεσονύκτιους ώρας, ότε δύσθυμοι ή μεθυσμένοι επέστρεφον από την βραδυνήν των έξοδον, δια να ξεσπάσουν επάνω μου.
Νερό μου έδιδετο μισό ποτήρι τό μεσημέρι και μισό το βράδυ. Αρκεί να σάς είπω ότι η δίψα μου ήτο τοιαύτη, ώστε ηναγκάσθην vα πιω νερό από την λεκάνην της τουαλέττας. Τούτο δε το επλήρωσα και με έναν άγριον ξυλοδαρμόν, διότι τό «παράπτωμά μου» υπέπεσεν εις την αντίληψιν του αγρύπνου φρουρού μου, ο οποίος με παρηκολούθει ακόμη και μέσα εις την τουαλέττα.
Ή ακινησία μου διέκοπτετο μόνον όταν επρόκειτο κάτι νά γράψω, φυσικά όρθιος, και όταν μετέβαινα τρεις φοράς τό 24ωρον τροχάδην εις την τουαλέτταν, όπου κατά την διαδρομην ο μεν φρουρός μου με εκτυπούσε με τό γκλομπ, οι δε καθήμενοι εις τό προαυλίου αλήτες-κυρίως κατά τάς βραδυνάς ώρας- εις την κυριολεξίαν με ελυτζάριζαν.
Αυτό τό αίσχος -δοκιμασία άκουσα να το ονομάζουν εις την Ε.Σ.Α- εκράτησε τρεις ημέρες καί τρεις νύκτες. Συγκεκριμένως από τας μεσημβρινάς ώρας του Σαββάτου (9 Ιουνίου) μέχρι τάς μεταμεσονύκτιους ώρας της Δευτέρας (1l Ιουνίου).
Παρά την γραπτήν μου εκκλησιν προς τόν Διοικητήν των Ειδικών , Ανακριτικών Τμημάτων, Ταγματάρχην Χατζηζήσην, ότι είμαι Αξιωματικός εν ενεργεία και ότι τους αξιωματικούς τους φυλακίζουν, τους εκτελούν, αλλά δεν τους εξευτελίζουν ουδεμίαν απαντησιν έλαβον. Αυτά προφανώς δεν τον ενδιέφεραν, όπως δεν τον ενδιέφερε εάν εξερχόμην ανάπηρος ή ακόμη και νεκρός από την Ε.Σ.Α., ως και ο ίδιος μου είχεν είπη. Αυτό το οποίον τον ενδιέφερε, ως μου είχε τονίσει, ήταν μόνον η «αλήθεια».
Εννοείται ότι και τό επόμενον δεκαήμερον μέχρι της 21ης Ιουνίου, ότε ελήφθη η οριστική μου κατάθεσις, δεν έλλειψαν οι φυσικοί ξυλοδαρμοί, αι ψυχολογικοί πιέσεις και αι απειλαί περί επαναλήψεως των βασανιστηρίων.
Αυταί ήσαν κύριε Πρόεδρε, κύριοι, αι συνθήκαι υπό τάς οποίας ελήφθη η κατάθεσις την οποίαν έχετε ενώπιον σας. Εξ όσων σάς ανέφερα δύνασθε να εξάγετε τα συμπεράσματά σας επί της αξιοπιστίας της και να αντιληφθήτε επίσης οτι, κατόπιν τέτοιων εξευτελισμών, δέν είναι δυνατόν να παραμείνω εις την Αεροπαρίαν και να φέρω την στολήν του Αξιωματικού.
Και τώρα θά αναφερθώ εις εκείνα τα σημεία του κατηγορητήριου τα όποια δεν αποδέχομαι:
Α. Εις ένα σημείον αναφέρεται ότι συνεφωνηθη η διάπραξις
βιαιοπραγιών, πράγμα το οποίον είναι ανακριβές·
Β. Είς έτερον σημείον αναφέρεται ότι «δια τελεσιγράφου θα ηξιώναμεν την παραίτησιν της νομίμου Κυβερνήσεως, τόν σχηματισμόν ετέρας Κυβερνήσεως της εκλογής μας καί κατά πρατίμησιν τοιαύτης υπό τόν τέως Πρωθυπουργόν Κ.Καραμανλήν, την μετάκλησιν του Βασιλέως Κωνσταντίνου και γενικώς θα εκβιάζαμε άρεστάς εις ημάς πολιτικές εξελίξεις»
Επ’ αυτού έχω νά αναφέρω τά εξής:
Πράγματι η κίνησις απεσκόπει εις την παραίτησιν της Κυβερνήσεως, η οποία όμως δεν ήτο νόμιμος αλλά παράνομος, διότι εγκατεστάθη εις την αρχήν πραξικοπηματικώς, παρά την θέλησιν της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων.
Εις ό,τι αφορά την επιβολήν «αρεστών είς ημάς πολιτικών εξελίξεων», η μόνη εξέλιξις εις την οποίαν απέβλεπεν η κίνησις ήτο να αφεθή ελεύθερος ο Ελληνικός Λαός νά εκφράση την θέλησίν του δι’ ελεύθερων καί αδιάβλητων εκλογών.
Γ. Τέλος, επί του σημείου εκείνου του κατηγορητηρίου εις το οποίον αναφέρεται ότι η συμμετοχή μου εις την κίνησιν «συνιστά  βαρύ παράκτωμα περί την υπηρεσίαν καί έτεινεν αμέσως ή εμμέσως εις την ανατροπήν του κρατούντος πολιτεύματος, του Κοινωνικού Καθεστώτος και την άμβλυνσιν του Εθνικού Φρονήματος των Ελλήνων», αναφέρω τα εξής:
Ως γνωστόν «Κρατούν Πολίτευμα» κατά την οποίαν εξεδηλώθη η κίνησις, ήτο η Βασιλευομένη Δημοκρατία, την οποίαν οι κρατούντες ανέτρεψαν. Συνεπώς, αυτοί είναι οι παρανομούντες, κατά τό κατηγορητηριον και όχι ήμείς.
Εάν διά του όρου «Kοινωνικόν Καθεστώς» το κατηγορητήριον εννοεί την δικτακτορίαν τότε πράγματι απέβλεπα εις την ανατροπήν ταύτης, αλλ’ αυτό δεν αποτελεί «Βαρύ παράπτωμα περί την υπηρεσίαν», αλλ’ επιτακτικόν καθήκον παντός Αξιωματικού.
Όσον δε αφορά «την άμβλυνσιν του Εθνικού Φρονήματος των Ελλήνων» ομολογώ ότι δεν δύναμαι να αντιληφθώ κατά ποίον τρόπον τό γεγονός οτι ωρισμένοι Αξιωματικοί, πιστοί είς τον όρκον των, εστράφησαν μιας ουχί νομίμου Κυβερνήσεως,συνέτεινεν εις την άμβλυνσιν του Εθνικού Φρονήματος των ‘Ελλήνων. Αντιθέτως πιστεύω ότι ή υποταγή των Αξιωματικών εις τό μετά την 21ην Απριλίου εγκαθιδρυθέν καθεστώς και η αθέτησις του όρκου των, συνέτεινεν καί συντείνει εις την άμβλυνσιν τον Εθνικού Φρονήματος των Ελλήνων.
Kύριε Πρόεδρε, κύριοι
Τελειώνοντας θα ήθελα vα δηλώσω οτι αισθάνομαι υπερήφανος δι’ όσα έπραξα και επί πλέον διότι απομακρύνομαι, των τάξεων της Αεροπορίας- εις την οποίαν αφιέρωσα τά καλύτερα χρόνια της ζωής μου- όχι δι’ άλλον λόγον αλλά μόνον διότι επραξα το καθήκον μου ως ‘Αξιωματικός και ως Έλλην. Θλίβομαι μόνον διότι η Ηγεσία της Αεροπορίας, εις την περίπτωσίν μου με αφήκεν έρμαιον εις τα χείρας των βασανιστών μου, νίπτουσα τας χείρας της ως άλλος Πόντιος Πιλάτος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: