Ο «θεωρητικός» της Χρυσής Αυγής
επιβεβαιώνει όσα δεν ομολογούν οι συναγωνιστές του
Αν για τους «προστατευόμενους» μάρτυρες που έχουν καταθέσει στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής ο Μιχαλολιάκος και η ομάδα του εκφράζουν αμφισβητήσεις και αφήνουν υπονοούμενα για την αξιοπιστία τους, εκείνον που δεν μπορούν να αμφισβητήσουν είναι ένας πολύ δικός τους άνθρωπος, συνοδοιπόρος του Αρχηγού από το 1974 μέχρι σήμερα, ο μηχανικός Γιάννης Περδικάρης. Πρόκειται για τον «θεωρητικό» της οργάνωσης, τον άνθρωπο που συνέταξε τα βασικά ιδεολογικά της κείμενα, από τη Διακήρυξη Ιδεολογικών Αρχών του 1986-1987 μέχρι το πρόγραμμα για τις εκλογές του 2012.
Ο Περδικάρης γεννήθηκε το 1954 και αρθρογραφεί από το 1982 στο περιοδικό «Χρυσή Αυγή»,
στην αρχή με το όνομά του και στη συνέχεια με το ψευδώνυμο Ιων Φιλίππου.
Είναι, σύμφωνα με τη δική του αφήγηση, ένας από τους επτά «συνιδρυτές» της
οργάνωσης στις 9.2.1986 και πολύ στενός συνεργάτης του Αρχηγού μέχρι σήμερα,
παρά τις διαφωνίες και τις αποκλίσεις του. Είναι, κατά δήλωσή του, ο «παλαιός
και καθαρόαιμος εθνικοσοσιαλιστής», ο Ελληνας «θεωρητικός του ναζισμού».
Ξεκίνησε κι αυτός την καριέρα του από την «Τετάρτη Αυγούστου» του Πλεύρη επί
χούντας και παραδέχεται τον ρόλο που έπαιξε η οργάνωση αυτή κατά την εξέγερση
του Πολυτεχνείου.Αν για τους «προστατευόμενους» μάρτυρες που έχουν καταθέσει στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής ο Μιχαλολιάκος και η ομάδα του εκφράζουν αμφισβητήσεις και αφήνουν υπονοούμενα για την αξιοπιστία τους, εκείνον που δεν μπορούν να αμφισβητήσουν είναι ένας πολύ δικός τους άνθρωπος, συνοδοιπόρος του Αρχηγού από το 1974 μέχρι σήμερα, ο μηχανικός Γιάννης Περδικάρης. Πρόκειται για τον «θεωρητικό» της οργάνωσης, τον άνθρωπο που συνέταξε τα βασικά ιδεολογικά της κείμενα, από τη Διακήρυξη Ιδεολογικών Αρχών του 1986-1987 μέχρι το πρόγραμμα για τις εκλογές του 2012.
Ο Περδικάρης γεννήθηκε το 1954 και αρθρογραφεί από το 1982 στο περιοδικό «Χρυσή Αυγή»,
Την εξιστόρησή του για τη Χρυσή Αυγή ο Περδικάρης-Φιλίππου τη δημοσίευσε σε βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα («Χρυσή Αυγή, Πολιτικός Οδοδείκτης») στις εκδόσεις «Ηλεκτρον» του Κώστα Πλεύρη. Γραμμένο κάτω από την ευφορία της εκλογικής επιτυχίας της οργάνωσης, το βιβλίο περιλαμβάνει μια εκτενή εισαγωγή και ορισμένα κείμενα του Περδικάρη που δημοσιεύτηκαν την τελευταία περίοδο στον ιστότοπο της οργάνωσης.
Μέχρι στιγμής η υπερασπιστική γραμμή που ακολουθεί ο Αρχηγός και η ηγεσία της Χρυσής Αυγής βασίζεται σε τρεις ισχυρισμούς:
1. Οτι η δομή της οργάνωσης είναι παρόμοια με οποιοδήποτε άλλο πολιτικό κόμμα και ότι το καταστατικό της που αποκαλύφτηκε στην «Εφ.Συν.» (29.9.2013) δεν είναι γνήσιο, ενώ δεν ισχύει και η «Αρχή του Αρχηγού» (το περιβόητο Führerprinzip), σύμφωνα με την οποία ο Αρχηγός ελέγχει και αποφασίζει τα πάντα.
2. Οτι η Χρυσή Αυγή δεν έχει σχέση με παράνομες ενέργειες και ότι η όποια εγκληματική δράση μελών της διαπιστώνεται, δεν αφορά την ηγεσία της.
3. Οτι η οργάνωσή τους δεν έχει καμιά σχέση με τον ναζισμό, τον οποίο μάλιστα αποδοκιμάζουν και διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ότι δεν έχουν καμιά σχέση μ’ αυτόν, εφόσον είναι προϊόν του γερμανικού εθνικισμού, ενώ υποστηρίζουν ότι στη γερμανική επίθεση του 1941 η θέση τους θα ήταν στο πλευρό του ελληνικού στρατού.
Και τα τρία αυτά επιχειρήματα καταρρίπτονται στο βιβλίο του Περδικάρη. Σημασία έχει το γεγονός ότι όσα λέει ο «συνιδρυτής» δεν μπορούν να διαψευστούν από τους έγκλειστους συναγωνιστές του ούτε τα κίνητρά του να αμφισβητηθούν.
Εχουμε και λέμε:
1. Η δομή της οργάνωσης
Ο Περδικάρης-Φιλίππου αποκαλύπτει ότι για τον Μιχαλολιάκο «η Χρυσή Αυγή είναι ένας στρατώνας, όπου χιλιάδες στρατιώτες στρατωνίζονται» (σ. 39). Ο Μιχαλολιάκος ήταν όλα αυτά τα χρόνια «ο σταθερός, αμετακίνητος και αδιαφιλονίκητος ηγέτης» (σ. 40). Μάλιστα η απόλυτη εξουσία του Αρχηγού όσο πάει και ενισχύεται, σε σημείο που αυτός είναι «ο ιδιοκτήτης και ο κλειδοκράτορας της Χρυσής Αυγής» (σ. 301), ενώ «στη μετά Περίανδρο εποχή η εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία περνά σε δεύτερη μοίρα. Η παλιά πίστη στον εθνικοσοσιαλισμό έχει αντικατασταθεί από την καινούρια, περισσότερο αναγκαία παρά ποτέ χάριν της πολιτικής επιβίωσης πίστη στον Αρχηγό» (σ. 43-4).
Πιο αποκαλυπτικό είναι το γεγονός ότι σε περισσότερα από ένα σημεία ο «συνιδρυτής» ομολογεί ότι είναι πραγματική η «Αρχή του Αρχηγού» (το περιβόητο χιτλερικό Führerprinzip), επιβεβαιώνοντας έτσι το καταστατικό το οποίο έχει ειδικό κεφάλαιο με αυτό τον τίτλο. «Προ του Αρχηγού ίσταται η Αρχή του Αρχηγού» γράφει το βιβλίο (σ. 361), ενώ και «ο Μιχαλολιάκος ως Αρχηγός που τιμά την Αρχή του Αρχηγού, όφειλε να αποσύρει την Ελένη Ζαρούλια» (σ. 295).
Ο Φιλίππου διεκδικεί την πατρότητα της συγγραφής της «Διακήρυξης Ιδεολογικών Αρχών της Χρυσής Αυγής» κατά την περίοδο 1986-1987. Το καθαρά ναζιστικό αυτό κείμενο έχει βέβαια εξαφανιστεί από τη σημερινή ηγεσία της, αλλά βρίσκεται στη διάθεσή μας. Σημασία έχει ότι σ’ αυτή τη «Διακήρυξη» παραπέμπει και το πραγματικό «Καταστατικό» της οργάνωσης, το οποίο αποκήρυξαν στις απολογίες τους οι κατηγορούμενοι χρυσαυγίτες.
Οσο για τη στρατηγική της οργάνωσης, και εδώ ο συγγραφέας δεν μασάει τα λόγια του: «Ο τελικός πατριωτικός στόχος (της Χρυσής Αυγής) είναι η κατάργηση της δημοκρατίας και η κατίσχυσή της» (σ. 54).
2. Για τη δράση της οργάνωσης
Η δολοφονική βία έκανε την εμφάνισή της από την περίοδο της δικτατορίας στην παρέα των τεταρταυγουστιανών. «Ο παρορμητικός και οπλολάγνος Ηλίας Τσιαπούρης ανέλαβε δράση [το βράδυ της εξέγερσης του Πολυτεχνείου] πυροβολώντας εναντίον των επιτιθέμενων διαδηλωτών από την ταράτσα του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως μαζί με άλλους παρακρατικούς» (σ. 24).
Ο συγγραφέας, εμφανίζει τη Χρυσή Αυγή ως οργάνωση που ισορροπεί στα όρια της νομιμότητας (σ. 43), αλλά του ξεφεύγουν ορισμένες κρίσιμες αποκαλύψεις. Μάλιστα δεν παραλείπει να «καρφώσει» τους συναγωνιστές του ακόμα και για επιθέσεις που μέχρι σήμερα δεν είχαν εξιχνιαστεί.
Η πιο χαρακτηριστική απ’ αυτές είναι η επίθεση που είχε δεχτεί τα ξημερώματα 29.1.1977 ο δημοσιογράφος Νίκος Κακαουνάκης, τον οποίο είχαν χτυπήσει στο κεφάλι και είχαν ρίξει σε ένα λάκκο με ασβέστη, με αποτέλεσμα να κινδυνέψει η ζωή του. Τώρα μαθαίνουμε ότι πίσω από την επίθεση βρισκόταν ο Μιχαλολιάκος: «Ο Αριστοτέλης (Καλέντζης) με τον Νίκο (Μιχαλολιάκο) έριξαν τον μακαρίτη Νίκο Κακαουνάκη σε ένα λάκκο με ασβέστη» (σ. 27).
Με δυο λόγια, «η Χρυσή Αυγή προσέφερε τον ακτινοβολούντα εθνικοσοσιαλισμό της δράσης» (σ. 38) και διέθετε «πολιτικούς μαχητές του πεζοδρομίου» (σ. 40). Για τον τρόπο διαφυγής του Αρχηγού από τις ευθύνες των εγκληματικών πράξεων, το βιβλίο αποκαλύπτει ότι ο Μιχαλολιάκος «αποφασίζει να απαλλαγεί από τους αντιζήλους, ενόσω διάφορες κατηγορίες για ποινικά και άλλα αδικήματα ήδη τους βαρύνουν» (σ. 42).
Και σε άλλο σημείο: «Οι δικαστικές περιπέτειες των μελών της Χρυσής Αυγής είναι ένα βαρύ φορτίο για τον Νίκο Μιχαλολιάκο, ο οποίος ‘δεν εγκαταλείπει τους στρατιώτες του’, εκτός κι αν η δράση τους θέτει εν κινδύνω την υπόσταση της οργάνωσης, οπότε και αναλαμβάνει την εκκαθάριση του σκηνικού» (σ. 42). Είναι ακριβώς αυτό που επιχειρείται και σήμερα, με την αποκήρυξη του Γιώργου Ρουπακιά.
Ενδιαφέρον έχει και η περιγραφή της δολοφονικής επίθεσης του 1998 που διενεργήθηκε από τη δεκαμελή ομάδα κρούσης (φάλαγγα) της οργάνωσης. Ο Φιλίππου υποστηρίζει ότι ο Περίανδρος δεν ήταν ο φυσικός αυτουργός, αλλά ο ηθικός. Παραδέχεται βέβαια ότι η επίθεση έγινε από τη Χρυσή Αυγή, παρόντος του Περίανδρου: «Ο Περίανδρος θεωρεί τη σκέψη αποτέλεσμα της δράσης […] Είναι βέβαιο ότι δεν υπήρξε ο φυσικός αυτουργός της δολοφονικής επίθεσης κατά του Κουσουρή στην Ευελπίδων αλλά είναι άλλο τόσο βέβαιο ότι δεν απέτρεψε την απονενοημένη [sic] πράξη των συναγωνιστών του, η οποία τόσο υψηλό κόστος είχε για τη Χρυσή Αυγή» (σ. 45).
Σε άλλο σημείο ο συγγραφέας σχετικοποιεί την «αθωότητα» του Περίανδρου: «Ο Περίανδρος με την απερίσκεπτη πολιτική πράξη [sic] που τον οδήγησε στην περιπέτειά του, όχι μόνο δεν ωφέλησε, αλλά έβλαψε καίρια και βλάπτει ακόμη και σήμερα, εξακολουθητικά τη Χρυσή Αυγή. Διότι η ενέργεια κατά του Κουσουρή είναι το μόνο αληθινό έγκλημα από όλα, όσα προσάπτουν στη Χρυσή Αυγή οι αδυσώπητοι εχθροί της» (σ. 53).
Σημαντική είναι και η αποκάλυψη ότι ο Αρχηγός γνώριζε πού και πώς κρυβόταν ο Περίανδρος: «Σε όλη τη διάρκεια της φυγοδικίας του ο Περίανδρος είναι σε επαφή με τον Αρχηγό, ο οποίος τον περιβάλλει με την αμέριστη συνδρομή του» (σ. 45).
Ισως μάλιστα η εξήγηση για την επτάχρονη φυγοδικία του Περίανδρου βρίσκεται σε μια άλλη ενδιαφέρουσα παραδοχή του Φιλίππου-Περδικάρη, ότι δηλαδή η Χρυσή Αυγή «θεωρεί σύμμαχο και φίλο τα Σώματα Ασφαλείας» (σ. 194)
Ο συγγραφέας παραδέχεται ότι η οργάνωση λειτουργεί με ομάδες κρούσης, αυτά που δικαίως έχουν ονομαστεί Τάγματα Εφόδου. Μετά τον Περίανδρο, «οι μαχητικές ομάδες κρούσης περνούν υπό την ηγεσία των αδελφών Κουσουμβρή, δυναμικών όσο και έμπειρων στελεχών στις οδομαχίες και όχι μόνον» (σ. 42). Και στη συνέχεια τον ίδιο ρόλο αναλαμβάνει το «ασυναγώνιστο δίδυμο πολιτικού και κοινωνικού ακτιβισμού Κασιδιάρη - Παναγιώταρου» (σ. 293), οι οποίοι «είναι σκληροτράχηλοι αγωνιστές που κέρδισαν οριστικά μετά από σκληρό δεκαετή αγώνα τη μάχη του πεζοδρομίου με τους κομμουνιστές» (σ. 294). Είδαμε πρόσφατα στο Πέραμα τι ακριβώς σημαίνει αυτή η «μάχη του πεζοδρομίου με τους κομμουνιστές».
3. Για τη σχέση της οργάνωσης με τον ναζισμό
Αντίθετα από όσα ισχυρίζονται οι υπόδικοι χρυσαυγίτες, σύμφωνα με τον Φιλίππου η ονομασία της οργάνωσης προέρχεται από το «μυητικό-ερμητικό τάγμα της λευκής αδελφότητας της Χρυσής Αυγής», το οποίο ίδρυσε η Ελενα Μπλαβάτσκι. «Η Χρυσή Αυγή είναι ο προπάτορας της Θούλης και εκείθεν όλων των ταγμάτων που εκβάλουν μεταγενέστερα στον ναζισμό» (σ. 33-4). Και βέβαια «το περιοδικό Χρυσή Αυγή ήταν ακραιφνώς ναζιστικό», ενώ «ο εθνικισμός είναι η παιδική ασθένεια του εθνικοσοσιαλισμού» (σ. 30).
«Θυμάμαι με νοσταλγία τα υπέροχα γραφεία» γράφει συγκινημένος ο παλαίμαχος ναζιστής. «Πάνω από την αριστερή μπαλκονόπορτα με μαύρα γράμματα ‘Αίμα-Τιμή’ και πάνω από τη δεξιά ‘Χρυσή Αυγή’. Στη μέση το βήμα, καλυμμένο με την κόκκινη σημαία και τη σβάστικα. Οι τοίχοι στολισμένοι με εθνικοσοσιαλιστικές αφίσες, σημαίες και σύμβολα και τα εμβατήρια να δονούν την ατμόσφαιρα. Ηταν ένας ανεπανάληπτος χώρος» (σ. 35). «Θυμούμαι την περίφημη αφίσα ‘Εθνικοσοσιαλισμός Τώρα!’ που επικολλήθηκε στο κέντρο των Αθηνών, την αφίσα για τον Ρούντολφ Ες που πλημμύρισε την Αθήνα, μετά τη δολοφονία του στο Σπαντάου στις 17.8.1987» (σ. 36).
Και για όσους πίστεψαν τους όρκους των χρυσαυγιτών, ότι τάχα θα πολεμούσαν τα γερμανικά στρατεύματα αν ζούσαν το 1941, υπάρχει μια αναπάντεχη όσο και ανατριχιαστική αποκάλυψη. Η παρέα Μιχαλολιάκου έκανε αγρυπνίες πάνω στους τάφους των Γερμανών στρατιωτών, θρηνώντας τον Χίτλερ: «Θυμούμαι τις ολονυκτίες στο γερμανικό νεκροταφείο της Ραπεντόσα, τιμής ένεκεν, κατά τις επετείους της γέννησης του Φύρερ στις 20 Απριλίου» (σ. 36).
Αντίθετα από τις όψιμες αποκηρύξεις του ναζισμού από τους συναγωνιστές του, ο Φιλίππου περηφανεύεται ότι «η Χρυσή Αυγή με την παρουσία της στον πολιτικό στίβο και κυρίως με την είσοδό της στο κοινοβούλιο αποενοχοποίησε τελεσίδικα στη συνείδηση του Ελληνα πολίτη και ψηφοφόρου τον φασισμό και τον ναζισμό εβδομήντα χρόνια μετά» (σ. 14).
Σε κάποιο σημείο του βιβλίου ο συγγραφέας επιχειρεί να σχετικοποιήσει τον ναζιστικό χαρακτήρα της οργάνωσης, κυρίως επειδή ο ίδιος είχε προσωρινά αποστασιοποιηθεί: «Η Χρυσή Αυγή δεν είναι ναζιστική οργάνωση εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία» (σ. 277). Αλλά μην ανησυχείτε: «Βεβαίως, ένας πυρήνας εθνικοσοσιαλιστών συναγωνιστών βρισκόταν πάντοτε στη βάση της οργάνωσης» (σ. 47).
Και το σημαντικότερο: «Στα είκοσι πρώτα χρόνια της ύπαρξής της, μόνη αυτή από όλα τα συγγενή ριζοσπαστικά κινήματα της Ευρώπης, γαλούχησε, επιμόρφωσε και κατάρτισε 1.000 πιστούς εθνικοσοσιαλιστές. Την τελευταία δεκαετία, ο καθένας από αυτούς με τη σειρά του, γαλούχησε, επιμόρφωσε και κατάρτισε 5 πιστούς εθνικοσοσιαλιστές της επόμενης γενιάς. Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν 5.000 εθνικοσοσιαλιστές, ναζιστές αν επιμένετε, πιστοί, ακλόνητοι κι ατσάλινοι στην πεποίθηση στρατιώτες του Φύρερ. Είναι έτοιμοι […] ‘να επιστρέψουν και η γη να τρέμει’. Δικαστικοί και διπλωμάτες, κρατικοί λειτουργοί και πανεπιστημιακοί, δικηγόροι, ιατροί, μηχανικοί, επώνυμοι κι ανώνυμοι επιστήμονες και τεχνικοί, κοινοί θνητοί, γλιστρούν σιωπηλοί και αθόρυβοι μεταξύ σας και περιμένουν την Ωρα» (σ. 281).
Ο στενός συνεργάτης του Μιχαλολιάκου καταλήγει με την πρότασή του: «Αν η κόλαση είναι ο ναζισμός, άνοιξε με τόλμη την πύλη της κόλασης. Ζήσε τον μύθο του αιώνιου Αίματος. Αντίκρυσε τον χρυσό ήλιο κατάματα και χαιρέτισέ τον περήφανα με υψωμένο χέρι τη στιγμή που ανατέλλει, δηλαδή τη στιγμή της χρυσής αυγής. Η σβάστικα απαντά σε όλα. Ο ναζισμός είναι κοσμικό πεπρωμένο, όπως η άνοιξη και ο σεισμός» (σ. 185-6).
Και όλα αυτά γράφονται το 2013 και όχι το 1980, για το οποίο επικαλούνται το ελαφρυντικό της «νεότητάς» τους ο Μιχαλολιάκος, ο Παππάς και οι λοιποί προφυλακισμένοι ναζιστές.
Πηγή: Του Δημήτρη Ψαρρά - "Εφημερίδα των Συντακτών" μέσω left.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου