Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015

ΨΕΚΑΣΜΕΝΟΣ (Ο)

ψεκασμένος (ο) 
1. θύμα συνωμοσίας άγνωστης προέλευσης και σκοπού: δεν είναι τυχαίο που έβαλαν τον Κωστόπουλο να κάνει πρωινάδικο και ταυτόχρονα γέννησε η κόρη της Βίσση, θέλουν να μας έχουν όλους ψεκασμένους ΣΥΝ. χαρδαβέλας
2. ψηφοφόρος των Ανεξάρτητων Ελλήνων: ο Θανάσης θα ψηφίσει πάλι Καμμένο, είναι φανατικός ψεκασμένος ΣΥΝ χαϊκάλης, κουίκ
3. αυτός που, ενώ υποφέρει από αϋπνίες, πιστεύει πως του ρίχνουν ηρεμιστικά: ο Αγησίλαος είναι τόσο ψεκασμένος, που όλο το βράδυ, αντί να κοιμηθεί, γράφει στο Ίντερνετ για τα αεροπλάνα που ψεκάζουν ηρεμιστικά για να μας έχουν όλους κοιμισμένους ΣΥΝ. Κυριακος βελόπουλος
4. ανορθόγραφος με χαλασμένο το caps lock στον υπολογιστή: όταν είδα ότι ο Μηνάς έγραψε «ΔΗΑΔΩΣΤΑΙ ΤΟ», κατάλαβα πως ήταν ψεκασμένος
5. υποψιασμένος και περήφανος Έλληνας: ευτυχώς που είμαι ψεκασμένος και καταλαβαίνω πως ο θάνατος του Χριστόδουλου ήταν μια δολοφονία σχεδιασμένη από τους εχθρούς της Ελλάδας ΣΥΝ. λιακόπουλος
6. αναγνώστης της Ελεύθερης Ώρας: ρε Μενέλαε, εσύ που είσαι ψεκασμένος, για πες μας τι έλεγε το χθεσινό πρωτοσέλιδο για τον αντίχριστο;

Δεν υπάρχουν σχόλια: