Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

12 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944: Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ

«Ώρα έντεκα π.μ. – Η ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΦΤΕΡΟΥΓΙΖΕΙ ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΜΑΣ – Οι Γερμανοί εκκενώνουν οριστικά την πρωτεύουσα – Ο γερμανός διοικητής και όλο το στρατηγείο του Λυκαβηττού ανεχώρησαν – Η Αθήνα κηρύχτηκε ανοχύρωτη.
Πριν φύγουν και οι τελευταίοι Ούννοι ο λαός ξεχύθηκε με σημαίες και ζητωκραυγές στους δρόμους. Απ’ το Πανεπιστήμιο, απ’ τις Τράπεζες, απ’ όλα τα κέντρα οι τηλεβόες του ΕΛΑΣ σαλπίζουν το χαρμόσυνο μήνυμα. Οι συνοικίες σε παραλήρημα ενθουσιασμού ετοιμάζονται για το μεγάλο γιορτασμό. 

Στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη αντιπροσωπείες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κατέθεσαν στεφάνι. Έξαλλος από τον ενθουσιασμό ο συγκεντρωμένος κατά χιλιάδες λαός ζητωκραύγαζε. Δακρύζοντας οι πολίτες αγκάλιαζε ο ένας τον άλλο (…). 
Η γερμανική σημαία κατέβηκε απ’ την Ακρόπολη, και τα τελευταία γερμανικά τμήματα έφυγαν το πρωί απ’ την Αθήνα» (Ριζοσπάστης, 12/10/1944).
74 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την απελευθέρωση της Αθήνας
από τους γερμανούς κατακτητές στις 12 Οκτώβρη του 1944.
Το πρωινό της 12ης Οκτωβρίου ο βασανισμένος λαός της Αθήνας δονούνταν από την κραυγή «φεύγουν».
Η Αθήνα ήταν λεύτερη μετά από 1.264 μέρες φασιστικής σκλαβιάς.
Την επομένη, 13 του Οκτώβρη, ο «Ριζοσπάστης» ήταν αφιερωμένος στη μέρα της απελευθέρωσης. «ΖΗΤΩ Η ΛΕΥΤΕΡΗ ΑΘΗΝΑ ΜΑΣ!», έγραφε στην πρώτη του σελίδα με μεγάλα, κεφαλαία γράμματα. Στην ίδια σελίδα φιλοξενούνταν ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ για το θέμα και «Χαιρετισμός του ΕΑΜ προς το μαχόμενο έθνος».
Ο ΕΛΑΣ απελευθερώνει την Ελλάδα.
Στις 14 Οκτωβρίου, 2 μέρες μετά την απελευθέρωση, κατέφθασαν στην πρωτεύουσα και τα πρώτα βρετανικά στρατεύματα, ενώ ο Γεώργιος Παπανδρέου, επικεφαλής της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας ήρθε μόλις στις 18 Οκτωβρίου, συνοδευόμενος από τον Βρετανό στρατηγό Σκόμπυ. 

Μέλη του ΚΚΕ στην οδό Κοραή με σημαίες, πανό και χωνιά, Οκτώβριος 1944. Αρχείο ΕΡΤ/Συλλογή Π.Πουλίδη
Τι επόμενες μέρες ο ΕΛΑΣ άρχισε να απελευθερώνει πόλεις το ένα μετά το άλλο αστικά κέντρα. Την Θήβα, τη Λαμία, τον Βόλο, τη Λάρισα, την Ελασσόνα, την Έδεσσα και άλλες πόλεις. Στις 30 Οκτωβρίου τμήματα της 11ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ απελευθέρωσαν τη Θεσσαλονίκη.
Μέχρι της 3 Νοέμβρη τα τελευταία Γερμανικά στρατεύματα εγκατέλειψαν το ελληνικό έδαφος κάτω από τα συνεχή κτυπήματα του ΕΛΑΣ. Οι τελευταίες μάχες δόθηκαν στη Κρήτη με αποκλεισμένα  τμήματα  Γερμανικού και Ιταλικού στρατού στις περιοχές Αποκορώνου - Κυδωνίας.
Η απελευθέρωση της Ελλάδας δεν έπεσε από τον ουρανό. Ήταν αποτέλεσμα του μακροχρόνιου αγώνα που διεξήγαγε ο ΕΛΑΣ και κατέληξε στη γενική αντεπίθεση του Αυγούστου του 1944. Η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί σηματοδοτήθηκε από την συντριβή των χιτλερικών δυνάμεων και την προέλαση του κόκκινου στρατού προς τη Σόφια και το Βελιγράδι. Το γεγονός επέσπευσε την αποχώρηση των Γερμανικών στρατευμάτων μπροστά στον κίνδυνο να εγκλωβιστούν χωρίς οδό διαφυγής. Μάλιστα είχαν αρχίσει ήδη να αποσύρουν τις φρουρές τους από διάφορα νησιά του Αιγαίου.
«Ήταν ένα κάρο φορτωμένο νέους και νέες που ξεφωνίζανε. Στο άλογο που τραβούσε το κάρο καθότανε καβάλα μια γυναίκα μελαχρινή σα γύφτισσα που είχε στο κεφάλι και στους ώμους ένα σάλι επαναστατικά κατακόκκινο. Φορούσε κίτρινο φουστάνι κι είχε διάφορα χαϊμαλιά στο στήθος, κρατούσε μια ελληνική σημαιούλα και ξεφώνιζε τραγουδώντας: «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη…». Μια παρέα μάγκες γυρίζανε με ένα χαρτονένιο Χίτλερ κρεμασμένο σε ένα κοντάρι και φωνάζανε ρυθμικά «Εμπατίρησε»(καινούργια λέξη argot).. Πολλά τραμ και καμιόνια ανεβοκατέβαιναν τους κεντρικούς δρόμους φορτωμένα παιδιά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που φωνάζανε συνθήματα των οργανώσεών τους. Είδα και μια παρέλαση πιτσιρίκων με ξύλινα τουφέκια, του «παιδικού μετώπου» του ΕΑΜ», γράφει ο συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς για  τη «μεγάλη ημέρα» (Γιώργος Θεοτοκάς,Τετράδια Ημερολογίου, Αθήνα: Εστία).
Απελευθέρωση
Τη 12η Οκτωβρίου κυριαρχούν οι αυθόρμητες εκδηλώσεις του αθηναϊκού λαού για την απελευθέρωση της πόλης. Σε όλη τη διάρκεια των πανηγυρισμών επικρατεί  απόλυτη τάξη σε αντίθεση με ότι συνέβη σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.  Διασκεδάζοντας τους φόβους των πολιτικών του αντιπάλων για «λουτρό αίματος» και παρά τη διάχυτη επιθυμία για εκδίκηση απέναντι στους συνεργάτες των κατακτητών, η ηγεσία του ΕΑΜ τήρησε τις υποχρεώσεις της απέναντι στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας τιθασεύοντας τη μεγάλη δύναμή του κινήματος.
Το Α΄ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ στην Αθήνα παρόλο που θα μπορούσε να προχωρήσει σε κατάληψη του συνόλου της πόλης, καθώς απουσίαζε μια οργανωμένη επαρκής ένοπλη δύναμη, όχι μόνο πρωτοστάτησε στην τήρηση της τάξης αλλά περιφρούρησε και προστάτευσε τις υποδομές της Αθήνας και του Πειραιά. Τμήματα μηχανικού του ΕΛΑΣ έκοψαν τα σύρματα των υπονομεύσεων στο αεροδρόμιο του Ελληνικού (Χασανίου), στο φράγμα του Μαραθώνα ενώ δυνάμεις της ΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ Αττικής συγκρούστηκαν με τους υποχωρούντες Γερμανούς στο Κακοσάλεσι (Β. Μπαρτζιώτας, Η Εθνική Αντίσταση στην αδούλωτη Αθήνα, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή 1984)
Ο Βρετανός συνταγματάρχης της SOE, Ρ. Σέπαρντ, σύνδεσμος του Στρατιωτικού Διοικητή με το Βρετανικό Στρατηγείο, ο οποίος επισκέφθηκε το βράδυ της 12ης Οκτωβρίου τις συνοικίες της πόλης και τις περιοχές που έλεγχε το ΕΑΜ, διαπίστωσε απόλυτη ησυχία παντού, ενώ ο ΕΛΑΣ και άλλες οργανώσεις περιπολούσαν με πειθαρχία στους σχεδόν έρημους δρόμους (Χρονολόγιο γεγονότων 1940-1944. Από τα έγγραφα του βρετανικού υπουργείου των εξωτερικών Foreign Office 371 Τόμος Β 1944, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών 2004).
Την ίδια ημέρα μονάδα Βρετανών αλεξιπτωτιστών ρίπτεται στα Μέγαρα. Η μονάδα αυτή από κοινού με τη Βρετανική Ταξιαρχία, που θα αφιχθεί στις 14 Οκτωβρίου, θα κινηθεί προς την Αθήνα μαζί με τις άλλες βρετανικές μονάδες της επιχείρησης ΜΑΝΝΑ οι οποίες θα αρχίσουν να φτάνουν στις 15 του μηνός.

Σκοπευτήριο Καισαριανής. Κατάθεση στεφάνου από τον στρατιωτικό διοικητή του ΕΛΑΣ, στρατηγό Στέφανο Σαράφη, στη μνήμη των εκτελεσμένων αντιστασιακών από τις δυνάμεις Κατοχής. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής 645 αντιστασιακοί, Γενικά Αρχεία του Κράτους – Κεντρική Υπηρεσία – Βασίλης Τσακιράκης.
Η  απελευθέρωση της Ελλάδας έθετε στο επίκεντρο το ζήτημα της δομής της μεταπολεμικής εξουσίας. Η Αντίσταση κατά των αρχών κατοχής είχε αναδείξει νέες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις οι οποίες με προεξάρχον το ΕΑΜ ασκούσαν εξουσία σε εκτεταμένες περιοχές της ορεινής Ελλάδας. Επιπρόσθετα, διέθεταν αξιόμαχο στρατό, τον ΕΛΑΣ, το δεύτερο μεγαλύτερο αντάρτικο στρατό στην Ευρώπη, ο οποίος είχε επιδείξει σημαντικές επιτυχίες εναντίον των στρατευμάτων Κατοχής. Το ΕΑΜ, λαμβάνοντας υπόψη του τη διεθνή συγκυρία, παράλληλα με τη δημιουργία της Κυβέρνησης του Βουνού υπέγραψε το Εθνικό Συμβόλαιο του Λιβάνου (20 Μαΐου 1944), προσχώρησε στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Γ. Παπανδρέου (2 Σεπτεμβρίου 1944) και στην Καζέρτα συμφώνησε στην υπαγωγή των αντάρτικων δυνάμεων στη συμμαχική διοίκηση (26 Σεπτεμβρίου 1944).
Ο παλαιός πολιτικός κόσμος, συσπειρωμένος γύρω από την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου σχεδίαζε την επιστροφή του στην πολιτική σκηνή. Μία επιστροφή η οποία θα στηρίζονταν στη βρετανική διπλωματία και στα βρετανικά όπλα. Η επιχείρηση  ΜΑΝΝΑ προέβλεπε την απόβαση βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα αμέσως μετά την υποχώρηση των Γερμανών με επίκληση την «τήρηση του νόμου και της τάξης» αλλά κατ’ ουσία για την εξασφάλιση του πολιτικού ελέγχου.

Πλακάτ του ΕΑΜ που προβάλει το αίτημα για την τιμωρία όσων συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, Γενικά Αρχεία του Κράτους – Κεντρική Υπηρεσία – Βασίλης Τσακιράκης
Στη χώρα παρέμεναν και τα Τάγματα Ασφαλείας, στρατιωτικά σώματα τα οποία οργανώθηκαν από τις δοσιλογικές κυβερνήσεις και εξοπλίστηκαν από τους Γερμανούς και τα οποία επανειλημμένως είχαν καταδικάσει η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και οι Βρετανοί.
Οι τελευταίες γερμανικές ωμότητες
Eξαιτίας των χιτλερικών ναζιστών και των φασιστών και των τεράστιων οικονομικών συμφερόντων που υπηρετούσαν, στον πόλεμο αυτό χάθηκαν κοντά 70 εκατ. ψυχές. Μέσα σ΄αυτούς και εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες. Στα Καλάβρυτα, στην Κάνδανο, στην Κοκκινιά, στο Δίστομο, στην Καισαριανή, στο Δοξάτο, στο Μεσόβουνο, στο Χορτιάτη και σε τόσα μέρη σε όλη την Ελλάδα οι ναζιστές και οι φασίστες έκαναν εγκλήματα τρομερά.
Να δούμε πιο αναλυτικά τι άφησαν πίσω τους οι εγκληματίες οπαδοί του Χίτλερ, μετά από 4 χρόνια, 1940-1944, τεράστιων καταστροφών. Να σκεφτούμε τι πραγματικά πιστεύουν όσοι «Έλληνες»  υποστηρίζουν το Χίτλερ και τις μεθόδους του, είτε με τα λόγια είτε με τις πράξεις τους.
Οι ανθρώπινες απώλειες ήταν ανυπολόγιστες σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας. Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής, που κράτησε σαράντα δύο μήνες, πέρασαν από τα γερμανικά εκτελεστικά αποσπάσματα και τουφεκίσθηκαν 39.000 Έλληνες! Σκοτώθηκαν από σφαίρες «αδέσποτες» και άλλα «στρατιωτικά ατυχήματα 12.000. Σκοτώθηκαν σε μάχες 70.000.
Πέθαναν από πείνα σε ολόκληρη την Ελλάδα περίπου 600.000. Από αυτούς τα παιδιά, που πέθαναν από την ασιτία και τις κακουχίες των μανάδων τους, ήταν 300.000, δηλαδή, μία ολόκληρη γενιά.
Θανατώθηκαν με τρόπο εγκληματικό κι απάνθρωπο στα ναζιστικά και φασιστικά γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης κι επίσης άλλοι 60.000 Έλληνες, Εβραίοι το θρήσκευμα.
Φυλακίστηκαν στους σαράντα δύο μήνες κατοχής 200.000 κι οι περισσότεροι πέθαναν από τις κακουχίες και τα άγρια βασανιστήρια στην φυλακή ή λίγο μετά.
Προσβλήθηκαν άλλοι από βαριές ασθένειες ή έμειναν δια βίου ανίκανοι πάνω από 1.000.000.
Η άφιξη της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας – Ο Λόγος της Απελευθέρωσης
Η επίσημη άφιξη της Ελληνικής Κυβέρνησης υπό τον Γ. Παπανδρέου, στην οποία το ΕΑΜ συμμετείχε με έξι υπουργούς, έγινε το πρωί της Τετάρτης 18 Οκτωβρίου 1944.  Στην υποδοχή της βρέθηκε το σύνολο του αθηναϊκού λαού και τα μέλη της κυβέρνησης με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπανδρέου έγιναν δεκτά με επευφημίες και   ενθουσιασμό.
18 Οκτωβρίου 1944. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου κατά την πρώτη ελεύθερη έπαρση της ελληνικής σημαίας στην Ακρόπολη, Γενικά Αρχεία του Κράτους – Κεντρική Υπηρεσία – Βασίλης Τσακιράκης
Την κυβέρνηση συνόδευε ο Βρετανός πρεσβευτής R. Leeper και ο αντιστράτηγος R. Scobie, αρχηγός των Συμμαχικών Δυνάμεων στην Ελλάδα, υπό τις διαταγές του οποίου έχουν υπαχθεί ο ΕΔΕΣ και ο ΕΛΑΣ με βάση τη Συμφωνία της Καζέρτας.  Η βρετανική παρουσία αποτελούσε μια διαρκή επισήμανση του ρόλου των Βρετανών στις εξελίξεις στην Ελλάδα και συνιστούσε εγγύηση του νόμου και της τάξης για τους αστούς πολιτικούς. Η επιστροφή των τελευταίων στο θώκο της εξουσίας περνούσε μέσα από τη βρετανική διπλωματία και τα βρετανικά όπλα.  (Π. Παπαστράτης, «Από την Απελευθέρωση στο Δεκέμβρη», στο Οι 150 μέρες που συγκλόνισαν την Ελλάδα. Απελευθέρωση – Δεκεμβριανά – Βάρκιζα, ένθετο εφημ. Επενδυτή, σειρά Ιστορικό Αρχείο, Φεβρουάριος 2013)
Σύμφωνα με το πρόγραμμα της ημέρας, αρχικά ο Παπανδρέου και μέλη της Κυβέρνησης κατευθύνθηκαν στην Ακρόπολη, όπου ύψωσαν την ελληνική σημαία την οποία μετέφεραν κορίτσια του Λυκείου Ελληνίδων με την συνοδεία ευζώνων και αντιστασιακών. Τιμητικά αγήματα του Ιερού Λόχου και του ΕΛΑΣ παρουσίασαν όπλα. Αμέσως μετά τη δοξολογία στη Μητρόπολη, στην οποία χοροστάτησε ο Αρχιεπίσκοπος και μελλοντικός Αντιβασιλέας Δαμασκηνός, ο Παπανδρέου εκφώνησε στην Πλατεία Συντάγματος τον «Λόγο της Απελευθέρωσης».
«Ποτέ δεν είχα δει την πλατεία σε τέτοιο σημείο πλημυρισμένη από λαό. Το δάσος οι σημαίες κι οι πινακίδες συνθέτανε μιαν εικόνα παρδαλή και ζωηρή, πολύ αλλιώτικη από το θέαμα των παλαιών αθηναϊκών συλλαλητηρίων, όπου έβλεπε κανείς μονάχα ένα γκρίζο πλήθος», γράφει στο ημερολόγιό του ο Θεοτοκάς.
Την ατμόσφαιρα της συγκέντρωσης περιγράφει γλαφυρά ο Θεμιστοκλής Τσάτσος αυτόπτης μάρτυς και Υπουργός Δικαιοσύνης τότε «…Η ερυθρά σημαία και τα λάβαρα με το σφυροδρέπανον εκυριάρχουν από άκρου εις άκρον. Ο Εθνικός ύμνος η εν οιονδήποτε Εθνικό άσμα δεν ηκούοντο. Μόνον η «Λαοκρατία». Θέσις δια μιαν έστω εθνικήν οργάνωσιν εις την Πλατείαν του Συντάγματος δεν υπήρχε. Μόνον Εαμικές οργανώσεις ηδυνήθησαν να καταλάβουν θέσιν επί της πλατείας. Γύρω γύρω μόνον, όπου είχον μαζευτεί όσοι δεν ενθουσιάζοντο ανά τετράδας ηκούετο η φωνή «Μεγάλη Ελλάδα»!». (Θ. Τσάτσος Αι παραμοναί της Απελευθερώσεως (1944), Αθήνα: Ίκαρος 1973).
Στο λόγο του ο πρωθυπουργός επισήμανε την αναγκαιότητα διατήρησης της Εθνικής Ενότητας έως τη διεξαγωγή των εκλογών, την εθνική ολοκλήρωση και την ανασύνταξη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Παράλληλα επιβεβαίωσε με έμφαση την απόφαση να τιμωρηθούν οι προδότες της πατρίδας και οι εκμεταλλευτές της δυστυχίας του λαού διαβεβαιώνοντας ότι «Η Εθνική Νέμεσις θα είναι αδυσώπητος». Απευθυνόμενος σε ένα κοινό το οποίο συνεχώς τον διέκοπτε με τα συνθήματα «Λαοκρατία» και «Εθνική Νέμεση», δε δίστασε να εκφωνήσει εκτός κειμένου την περίφημη φράση «πιστεύομεν εις την Λαοκρατίαν».
Η Απελευθέρωση εύρισκε την Ελλάδα οικονομικά κατεστραμμένη και πολιτικά διχασμένη. Παρόλο που οι ανθρώπινες απώλειες και οι υλικές ζημιές που υπέστη η Ελλάδα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν έχουν επιβεβαιωθεί με ικανοποιητική ακρίβεια, εκθέσεις ελληνικών κρατικών φορέων και διεθνών οργανισμών που συντάχθηκαν αμέσως μετά το τέλος του πολέμου καταγράφουν βαριές καταστροφές.   Η Ελλάδα απώλεσε περίπου το 10% του συνολικού πληθυσμού της (που τότε ανέρχονταν σε 7,3 εκατομμύρια) εξαιτίας της πείνας, των κακουχιών, των βομβαρδισμών, των πολεμικών συγκρούσεων και των εκτελέσεων ενώ 880.000 έμειναν ανάπηροι χωρίς να μπορούν να εργαστούν (έκθεση Αθ. Σμπαρούνη).  Οι Ισραηλιτικές Κοινότητες της Ελλάδας αποδεκατίστηκαν, καθώς η πλειοψηφία των μελών τους δολοφονήθηκε στα στρατόπεδα θανάτου. Οι απώλειες έφτασαν το 87% του προπολεμικού εβραϊκού πληθυσμού της Ελλάδος, από τα υψηλότερα ποσοστά της Ευρώπης.
Σε εφαρμογή της πολιτικής των τυφλών αντιποίνων και της «συλλογικής ευθύνης» του άμαχου πληθυσμού οι κατακτητές έκαψαν 1.170 χωριά, τα περισσότερα στην Ήπειρο. Η αγροτική και η βιομηχανική παραγωγή γνώρισαν δραματική πτώση. Ολική ήταν η καταστροφή του σιδηροδρομικού και οδικού δικτύου, του Ισθμού της Κορίνθου, των εγκαταστάσεων του πλήρως εκσυγχρονισμένου λιμανιού του Πειραιά και των αεροδρομίων. Το 75% του εμπορικού στόλου που προπολεμικά ήταν ο ένατος μεγαλύτερος σε χωρητικότητα, και το ¼ των οικοδομών, περίπου 1.500.000  σπίτια, καταστράφηκαν. Ατελείωτος ο κατάλογος με τις καταστροφές στο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο, στις βιομηχανίες, στις επιχειρήσεις, στις υποδομές που εξαρθρώθηκαν (Έκθεση Κ. Α. Δοξιάδη για Υπουργείο Δημοσίων Έργων, 1946).
Χάρτης του Πειραιά με επισημάνσεις των περιοχών και του βαθμού των καταστροφών που προκάλεσαν οι Γερμανοί. Υφυπουργείο Ανοικοδομήσεως – Κ. Α. Δοξιάδης (επιμ.), Αι θυσίαι της Ελλάδος στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα 1946, Γενικά Αρχεία του Κράτους – Κεντρική Υπηρεσία
Ο συνδυασμός Κατοχής και πολέμου στέρησε από την κατεχόμενη οικονομία τα μέσα για τη συντήρηση και την αναπαραγωγή της και προσέδωσε στον σφετερισμό των παραγωγικών πόρων και των αγαθών της κατεχόμενης χώρας καταστροφικές διαστάσεις. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να πληρώσει τόσο για τη στρατιωτική της Κατοχή όσο και για την εκπλήρωση στρατιωτικών σχεδίων του Άξονα στην Ανατολική Μεσόγειο. Μόνο το 1941-42 εκτιμήθηκε ότι τα έξοδα Κατοχής ανέρχονταν στο ισοδύναμο του 113,7% του εθνικού εισοδήματος (Έκθεση Αθ. Σμπαρούνη). Καθώς οι δαπάνες Κατοχής ολοένα αυξάνονταν για να λάβουν εν τέλει τρομακτικές διαστάσεις τα ελλείμματα του προϋπολογισμού αυξήθηκαν σε τρομακτικά επίπεδα : από 4% το 1938-9 σε 71% το 1941-2 και σε 93% το 1943-44 (Εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος) .
«Ένας νέος κόσμος θα υψωθεί από τα ερείπια» υποσχέθηκε ο Παπανδρέου στο Λόγο της Απελευθέρωσης. Αντί όμως να ξημερώσει ένας «νέος κόσμος» τον οποίο οραματίστηκαν και για τον οποίο αγωνίστηκαν όλοι όσοι αντιστάθηκαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους, αυτό που περίμενε τον ελληνικό λαό ήταν νέα ερείπια.
Οι βδομάδες που ακολούθησαν την Απελευθέρωση κύλισαν μέσα σε μια διαρκή αναζήτηση πολιτικών ισορροπιών και ένα κλίμα πόλωσης που τροφοδοτούνταν από το διχασμό στη βάση της ελληνικής κοινωνίας, φανερό ήδη από το τελευταίο έτος της Κατοχής. Η αποστράτευση των αντάρτικων σωμάτων και η συγκρότηση του νέου ελληνικού στρατού αποτέλεσε το βασικότερο σημείο τριβής ανάμεσα στις πολιτικές παρατάξεις.  Η διαφωνία του ΕΑΜ ως προς το ζήτημα του αφοπλισμού του ΕΛΑΣ  οδήγησε στην παραίτηση των υπουργών του από την κυβέρνηση. Το ΕΑΜικό συλλαλητήριο την επόμενη της παραίτησης στις 3 Δεκεμβρίου 1944, χτυπήθηκε από την αστυνομία και οι δυνάμεις του ΕΑΜ προχώρησαν σε επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα και σε θύλακες κυβερνητικών δυνάμεων στου Γουδή και στου Μακρυγιάννη. Με την εμπλοκή των Βρετανών στο πλευρό των κυβερνητικών δυνάμεων η σύγκρουση γενικεύτηκε. Για 33 ημέρες στην Αθήνα διεξήχθησαν σφοδρές συγκρούσεις, τα Δεκεμβριανά, οι οποίες κατέληξαν σε στρατιωτική ήττα του ΕΛΑΣ και υποχώρηση των δυνάμεών του από την Αττική.
Πολιτικό επιστέγασμα της δεκεμβριανής σύγκρουσης αποτέλεσε η Συμφωνία της Βάρκιζας η οποία παρά τις ελπίδες που γέννησε για ομαλοποίηση της πολιτικής ζωής αποτέλεσε εν τέλει το προοίμιο ενός αιματηρού εμφυλίου πολέμου που συγκλόνισε τη χώρα για τρεισήμισι χρόνια.
Βιβλιογραφία
Εφημερίδες Ριζοσπάστης και Ελευθερία
προσβάσιμες στην ιστοσελίδα της Εθνικής Βιβλιοθήκης  www.nlg.gr/ns/main.html
Θεοτοκάς Γιώργος, Τετράδια Ημερολογίου 1939-1953, Αθήνα: Εστία
Β. Μπαρτζιώτας, Η Εθνική Αντίσταση στην αδούλωτη Αθήνα, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή 1984
Παπαστράτης Προκόπης, «Από την Απελευθέρωση στο Δεκέμβρη», στο Οι 150 μέρες που συγκλόνισαν την Ελλάδα. Απελευθέρωση – Δεκεμβριανά – Βάρκιζα, ένθετο εφημ. Επενδυτή, σειρά Ιστορικό Αρχείο, Φεβρουάριος 2012
Παράσχος Κώστας, Η Απελευθέρωση, Αθήνα: Ερμής 1983
Πεπονής Αναστάσης, Προσωπική Μαρτυρία, Αθήνα, Προσκήνιο 2001
Σπηλιωτοπούλου Μαρία και Παπαστράτης Προκόπης (επιμ.) Χρονολόγιο γεγονότων 1940-1944. Από τα έγγραφα του βρετανικού υπουργείου των εξωτερικών Foreign Office 371 Τόμος Β 1944, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών 2004
Τσάτσος Θεμιστοκλής Δ., Αι παραμοναί της Απελευθερώσεως (1944), Αθήνα: Ίκαρος 1973
Χαραλαμπίδης Μενέλαος, Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα, Αθήνα: Αλεξάνδρεα 2012
Οι δύο Αθήνες του 1944​
Του Τάσου Κωστόπουλου
Πρώτη και τελευταία ένοπλη εξέγερση της νεοελληνικής Ιστορίας στον αστικό χώρο του αθηναϊκού λεκανοπεδίου, τα Δεκεμβριανά του 1944 έχουν ελάχιστα (και, κυρίως, εξαιρετικά άνισα) μελετηθεί μέχρι σήμερα από τους ιστορικούς ερευνητές. Ενδελεχής κι αρκετά ικανοποιητική υπήρξε η ενασχόληση με τις στρατηγικές επιλογές και τις τακτικές κινήσεις των δύο από τους τρεις βασικούς παράγοντες της αναμέτρησης: της βρετανικής κυβέρνησης και της ηγεσίας του ΕΑΜικού και κομμουνιστικού κινήματος. Λιγότερο έχει φωτιστεί ο ρόλος του τρίτου παίκτη – της εγχώριας πολιτικοστρατιωτικής Δεξιάς και των καθοδηγητικών επιτελείων του «βαθέος κράτους», οι σχεδιασμοί των οποίων θα μας απασχολήσουν αναλυτικά στον «Ιό» του ερχόμενου Σαββάτου.
Αυτό που πάνω απ’ όλα έχει μείνει στη σκιά είναι ωστόσο η μαζική διάσταση των γεγονότων: ο ρόλος, οι επιδιώξεις και η στάση των χιλιάδων εκείνων ανδρών και γυναικών που πήραν ενεργά μέρος στην εξέγερση από την πλευρά του ΕΑΜ ή έσπευσαν να υπερασπιστούν με το όπλο στο χέρι το πολιορκημένο -και τελικά νικηφόρο- καθεστώς της «Σκομπίας», προσδίδοντας στην όλη αναμέτρηση τα χαρακτηριστικά ενός αδυσώπητου εμφύλιου πολέμου. Η σιωπή αυτή δεν είναι καθόλου δυσερμήνευτη. Για τη μεν Δεξιά, στις «συμφιλιωτικές» ιδίως εκδοχές της του «μεσαίου χώρου», η παραδοχή του κοινωνικού χαρακτήρα των Δεκεμβριανών του 1944 είναι φυσικά ανεπιθύμητη, καθώς ο πολιτικός λόγος της εξ ορισμού συγκαλύπτει κι ελαχιστοποιεί τις ταξικές αντιθέσεις στο όνομα μιας ποικιλόμορφης «εθνικής ενότητας».
Εθνοενωτική λύση
Εξίσου ανεπιθύμητη υπήρξε όμως αυτή η πτυχή και στη μεταπολιτευτική Αριστερά, καθώς υπενθύμιζε όχι μόνο την (ανεπίκαιρη πλέον) ακρότατη μορφή ταξικής πάλης αλλά και τον αρνητικό, σε τελική ανάλυση, πολιτικοστρατιωτικό συσχετισμό δυνάμεων: ακόμη κι ο λαϊκός στρατός που είχε σφυρηλατηθεί στην πάλη με τους Γερμανοϊταλούς στάθηκε αδύνατο να κερδίσει τελικά την ένοπλη αντιπαράθεση με τον αγγλικό ιμπεριαλισμό και την ντόπια αντίδραση. Η καταφυγή σ’ ένα ερμηνευτικό σχήμα που μεταμφίεσε την κοινωνική επανάσταση σε απλή προέκταση του αντιστασιακού αγώνα της Κατοχής, υπερτονίζοντας τις μακιαβελικές προθέσεις του Τσόρτσιλ κι υποβαθμίζοντας τη δυναμική (και τη σχετική αυτονομία) της ντόπιας Δεξιάς, αποτέλεσε έτσι μια βολική, εθνοενωτική λύση. Η κοινωνική αυτή διάσταση υπήρξε ωστόσο καθοριστική για τη μετατροπή του κεντρικά σχεδιασμένου δυναμικού εγχειρήματος του ΚΚΕ (που απέβλεπε στην απλή απόκρουση των σχεδίων Δεξιάς και Βρετανών για μονομερή αποστράτευση του ΕΛΑΣ και πολιτική περιθωριοποίηση της Αριστεράς) σε μια ανεξέλεγκτη έκρηξη που απελευθέρωσε τις συσσωρευμένες εντάσεις τεσσάρων χρόνων ξένης κατοχής και βίαιης αναδιανομής του πλούτου, δίνοντας ταυτόχρονα έκφραση σε οξύτατες αντιθέσεις που πήγαζαν από την προηγούμενη, ειρηνική περίοδο. Από τις πρώτες ήδη μέρες της απελευθέρωσης, οι δρόμοι της πρωτεύουσας μετατράπηκαν σε θέατρο μιας οφθαλμοφανούς ταξικής πόλωσης με πολιτικό πρόσημο: από τη μια, το τμήμα εκείνο της «παλιάς Αθήνας» που είχε καταφέρει να διατηρήσει (ή και να αναβαθμίσει) την προπολεμική θέση του στα ανώτερα κλιμάκια της κοινωνικής πυραμίδας, τρομοκρατημένο από τη διάχυτη πληβειακή απειλή συσπειρωνόταν στις «εθνικές οργανώσεις» της Δεξιάς· απέναντί τους, ένα καθόλου ευκαταφρόνητο κομμάτι των παλιών μικροαστικών στρωμάτων του κέντρου, κυρίως όμως οι εργατικές μάζες των απόκληρων προσφυγικών συνοικισμών της περιμέτρου, οι άνθρωποι δηλαδή που κατεξοχήν είχαν πληγεί από τη μεγάλη πείνα του 1941-42, την απελευθέρωση των απολύσεων του 1944 και τα πολύνεκρα γερμανικά μπλόκα του καλοκαιριού. «Το Κολωνάκι και οι άλλοι», όπως συνόψισε την αντίθεση ένας -άκρως αντικομμουνιστής κατά τα άλλα- Αγγλος συγγραφέας της εποχής (Richard Capell, «Simiomata», Λονδίνο 1945).
Ασυγκράτητο λαϊκό κύμα
«Στον αέρα υπάρχει Ρωσική Επανάσταση, μα και Γαλλική Επανάσταση και Κομμούνα του Παρισιού και απελευθερωτικός εθνικός πόλεμος και ποιος ξέρει τι άλλα θολά στοιχεία που δεν τα ξεχωρίζουμε ακόμα», σημείωνε χαρακτηριστικά στο ημερολόγιό του στις 14 Οκτωβρίου 1944 ένας από τους πιο διεισδυτικούς παρατηρητές των ημερών από την πλευρά του αστικού κόσμου. «Νοιώθουμε ένα μεγάλο και ασυγκράτητο λαϊκό κύμα που μας σηκώνει και μας παίρνει. Τι ακριβώς θέλει αυτή η μάζα βέβαια κανείς δεν το ξέρει, ούτε τα πιο συνειδητά μέλη της. Δεν είναι το βιομηχανικό προλεταριάτο των μεγάλων ευρωπαϊκών κέντρων με τις συγκεκριμένες οικονομικοκοινωνικές επιδιώξεις του επιστημονικού σοσιαλισμού. Εδώ έχουμε να κάνουμε με δυνάμεις αλόγιστες. […] Ο λαός βρήκε μια λέξη και την πιπιλίζει ολοένα: «Λαοκρατία». […] Ο λαός ν’ ανέβει, ο λαός να γίνει αφέντης, να πάψουν οι κακοί ν’ αδικούν το λαό –αυτό είναι το γενικό αίτημα. Μα συνάμα ο λαός βρίσκει και το Κ.Κ. που το εγκολπώνεται και το αγαπά, όχι για την κοσμοθεωρία του, που δεν την καταλαβαίνει, ούτε για το πρόγραμμά του, που είναι σήμερα ελαστικό και αμφίβολο σαν τα προγράμματα των αστικών κομμάτων, μα γιατί το νιώθει το Κ.Κ. δικό του, το βλέπει πάντα κοντά του, το ακούει να μιλά τη γλώσσα του, αισθάνεται μαζί του βαθιά ψυχική συγγένεια. Του παραδίδεται λοιπόν μ’ εμπιστοσύνη τυφλή, έτσι που μας ξεσκεπάζεται ξαφνικά, σε τούτη την απότομη στροφή της ιστορίας, μια πρωτεύουσα κόκκινη» (Γιώργος Θεοτοκάς, «Τετράδια Ημερολογίου 1939-1953», Αθήνα 1980, σ. 510-1). Η περιγραφή του ίδιου παρατηρητή για τις διαδοχικές διαδηλώσεις των ημερών της απελευθέρωσης είναι αποκαλυπτική γι’ αυτά τα κοινωνικά μέτωπα: διάχυτη ευφορία με πρωταγωνιστή την ΕΑΜική νεολαία στις 12 Οκτωβρίου, συντεταγμένες διαδηλώσεις των ΕΑΜικών και κομμουνιστικών οργανώσεων του κέντρου στις 13, ανθρωποθάλασσα των προσφυγικών συνοικισμών στις 14, αντεπίθεση των δεξιών οργανώσεων με τη δική τους κάθοδο στο πεζοδρόμιο στις 15. «Η σημερινή διαδήλωση ήταν σαφώς πιο καλοντυμένη και ευπαρουσίαστη από τη χθεσινή και περιείχε αρκετές κομψές γυναίκες», σημειώνει γι’ αυτή την τελευταία. «Είναι η πρώτη φορά αυτές τις μέρες που ένιωσα στην Ελλάδα τόσο έντονα, τόσο ξεκάθαρα κι απόλυτα τον κοινωνικό διχασμό, την ατμόσφαιρα του ταξικού πολέμου. Αυτή είναι πια στο εξής η «ελληνική πραγματικότητα»» (σ. 513). Στο πλήθος των νικητών (ή «μη χαμένων») της προηγούμενης περιόδου συμπεριλαμβάνονταν λογικά κι εκείνοι οι προνομιούχοι που, όπως σημειώνει αυτοκριτικά στα δικά της απομνημονεύματα η Μελίνα Μερκούρη, είχαν βιώσει την Κατοχή σαν ένα ατέλειωτο πάρτι, έχοντας αποφασίσει «να ζήσουν κάθε μέρα μέχρι τέλους και να στείλουν στο διάβολο όλα τα άλλα, μαζί με τα ιδανικά και τις ελπίδες για απελευθέρωση» («Γεννήθηκα Ελληνίδα», Αθήνα 1994, σ. 67-8).
Η κοινωνική αυτή πόλωση εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και την επαναστατική, «κόκκινη βία» του Δεκέμβρη, βία που εκφράστηκε με ομαδικές εκτελέσεις, όχι μόνο μελών των σωμάτων ασφαλείας ή δωσιλόγων, αλλά κι ενός αριθμού από τους περίπου 8.000 αστούς που αιχμαλωτίστηκαν από τον ΕΛΑΣ ως όμηροι, σε αντιστάθμισμα των περίπου 15.000 άοπλων ΕΑΜιτών που είχαν αιχμαλωτίσει οι Βρετανοί. Οι κυβερνητικές ιατροδικαστικές αρχές, με επικεφαλής τον διαβόητο Καψάσκη, κατέγραψαν επίσημα έναν αριθμό 961 «εκτελεσθέντων» από τον ΕΛΑΣ και την ΟΠΛΑ στην Αθήνα κι άλλων 391 στον Πειραιά – συνολικά 1.352 θύματα, εκ των οποίων 1.141 άντρες, 210 γυναίκες κι 1 παιδί. Σε περίπου 2.000 υπολογίζονται οι εκτελέσεις πολιτών από τις κυβερνητικές δυνάμεις και τους συμμάχους τους, ενώ απροσδιόριστος (αλλά οπωσδήποτε μεγάλος) υπήρξε ο αριθμός των θυμάτων μεταξύ των αμάχων από τις πυκνές επιδρομές της αγγλικής αεροπορίας. Μια άλλη πτυχή της επαναστατικής βίας θα πάρει τη μορφή της συστηματικής κατεδάφισης κατοικιών του κέντρου, για την κατασκευή οδοφραγμάτων αλλά και ως αντίποινα σε βάρος των ιδιοκτητών τους.
Σχολιάζοντας αυτή την τελευταία πρακτική, ο Θεοτοκάς θα επισημάνει μια ειδική πτυχή της εμφύλιας βίας των Δεκεμβριανών, που κατά κανόνα παρακάμπτουν οι μεταγενέστερες αφηγήσεις: «Ολοένα περισσότερο έχει κανείς την εντύπωση ότι η επανάσταση αυτή είναι, στην Αθήνα τουλάχιστο, επανάσταση των προσφύγων εναντίον των γηγενών», σημειώνει στις 21 Δεκεμβρίου. «Η προσφυγική μάζα δε συγχωρεί τη μειονεκτική κοινωνική θέση στην οποία έζησε αυτά τα είκοσι χρόνια. […] Η γηγενής μάζα παρακολουθεί το κίνημα βουβή, πεισματωμένη, γεμάτη μνησικακία. Κι αυτή δεν έχει διάθεση να συγχωρέσει» (σ. 545-6).

Δεν υπάρχουν σχόλια: