Σαράντης Μιχαλόπουλος Κάτοικος Ιτέας
Πως τελικά ενισχύεται το ΕΣΥ ;
Στη χθεσινή (3.4.2020)
ενημέρωση των διαπιστευμένων συντακτών Υγείας (μία εκπομπή που είμαι βέβαιος
ότι παρακολουθούν πάρα πολλοί άνθρωποι) τέθηκε από δημοσιογράφο η ακόλουθη
ερώτηση :
«Όπως είναι γνωστό, 127 Τοπικές Μονάδες Υγείας λειτουργούν ως
ιατρεία γειτονιάς με οικογενειακό γιατρό και εγγεγραμμένο πληθυσμό τον οποίο
φροντίζουν, ενώ οι υπηρεσίες τους προς τους πολίτες είναι δωρεάν.
Σήμερα ανακοινώσατε ότι οι ιδιώτες γιατροί που θα θελήσουν να
προσφέρουν υπηρεσίες απέναντι στην πανδημία θα κοστίζουν στις άδειες τσέπες των
πολιτών, αφού θα χρεώνονται 10 ευρώ για κάθε τηλεφωνική απασχόληση γιατρού και
30 ευρώ για την κατ’ οίκον επίσκεψη. Επίσης, ανακοινώσατε ότι οι ιδιώτες
γιατροί που θα εργαστούν σε Κέντρα Υγείας θα αμείβονται με προνομιακό τρόπο
έναντι των ήδη υπηρετούντων υγειονομικών,
καθώς η αμοιβή τους θα ανέρχεται στα
2.000 ευρώ, ενώ οι τυχόν εφημερίες τους σε νοσοκομεία θα αμείβονται με την
αποζημίωση του Επιμελητή Α’.
Πιστεύετε ότι προασπίζεται το δημόσιο συμφέρον; Και πώς απαντάτε
σε όσους υποστηρίζουν ότι μεροληπτείτε υπέρ των κρατικοδίαιτων του ιδιωτικού
τομέα;».
Η απάντηση που δόθηκε ήταν η ακόλουθη :
«Σας ευχαριστώ για την ερώτηση, μου δίνετε η ευκαιρία να
ξεκαθαρίσω κάτι που είναι ιδιαίτερα σημαντικό.
Όλες οι υπηρεσίες που ανακοινώθηκαν σήμερα είναι δωρεάν για
όλους τους πολίτες της χώρας και αυτό θέλω να το τονίσω. Τα 10 ευρώ που
αναφέρατε αφορούν την αποζημίωση των γιατρών από τον ΕΟΠΥΥ. Οι υπηρεσίες που θα
προσφέρονται στους πολίτες ήταν και θα είναι δωρεάν.
Σε ό,τι αφορά στην αποζημίωση των ιδιωτών γιατρών, νομίζω ότι το
ποσό της αποζημίωσης είναι λογικό και θα τύχει μεγάλης στήριξης από τους
οικείους ιατρικούς συλλόγους.
Στη μάχη αυτή κατά του κορονοϊού πρέπει να είμαστε όλοι
ενωμένοι, όλοι μαζί, ιδιώτες και Δημόσιο. Είμαι βέβαιος ότι η πρότασή μας θα
τύχει μεγάλης αποδοχής και κανένας δεν μπορεί να λείψει από αυτή τη μεγάλη μάχη».
Η παραπάνω ερώτηση θα μπορούσε να θεωρηθεί εύλογη, από την,
επικαλούμενη άλλωστε, σκοπιά του «δημόσιου συμφέροντος». Και θα μπορούσε να
δικαιολογηθεί, αν η σχετική πληροφόρηση ήταν ελλιπής και δεν περιείχε την
διευκρίνιση που έδωσε ο αρμόδιος εκπρόσωπος της Πολιτείας, ότι δηλαδή οι
υπηρεσίες των ιδιωτών ιατρών θα παρέχονται δωρεάν στους πολίτες.
Η όλη όμως διατύπωση της ερώτησης παραπέμπει σε μία ιδεολογική
προσέγγιση, η οποία φαίνεται να αγνοεί τη σημερινή (αλλά και χθεσινή)
πραγματικότητα. Την πραγματικότητα που λέει ότι ιδιώτες ιατροί συμμετέχουν εδώ
και χρόνια ως συνεργαζόμενοι στο ΕΣΥ έτσι, ώστε οι πολίτες να εξυπηρετούνται
καλύτερα.
Αλήθεια, ο συντάκτης του άρθρου δεν γνωρίζει ότι πάρα πολλοί
πολίτες πηγαίνουν στον δικό τους γιατρό για να «γράψουν» τα φάρμακά τους, με
επιβάρυνση δική τους 10 €, αντί να πηγαίνουν στις δομές δημόσιας υγείας, όπου η
συνταγογράφηση είναι δωρεάν ; Γιατί το κάνουν ; Προφανώς διότι προτιμούν την
«ευκολία» του ιδιώτη γιατρού με μία μικρή δική τους επιβάρυνση, από τη αρκετή
αναμονή στις δομές δημόσιας υγείας.
Και αν ο συντάκτης του άρθρου αντιπαραθέσει το επιχείρημα ότι
πρέπει να ενισχυθούν οι παραπάνω δομές, ώστε ο πολίτης να μη χρειάζεται τον
ιδιώτη, εγώ δεν θα ρωτήσω γιατί κάτι τέτοιο δεν έγινε στην προηγούμενη
διακυβέρνηση, διότι η συζήτηση θα ξεστρατίσει και θα μετατεθεί στα μνημόνια και
στο ποιοι «μας χρεωκόπησαν».
Εγώ απλώς θα ρωτήσω, όχι τον συγκεκριμένο δημοσιογράφο, αλλά την
πολιτική εκπροσώπηση αυτών των θέσεων : Έχει υπολογιστεί το κόστος των δωρεάν
παρεχόμενων συγκεκριμένων υπηρεσιών, ώστε να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης με τα
10 € κόστους των ιδιωτών ιατρών ; Διότι, σίγουρα δεν «εξυπηρετεί το δημόσιο
συμφέρον» η επιλογή μίας λύσης που καταλήγει να επιβαρύνει το σύνολο των
πολιτών, καθώς τελικά είναι αυτοί που χρηματοδοτούν κάθε δημόσια υπηρεσία.
Φυσικά, η παραπάνω δική μου θέση, σε καμία περίπτωση δεν
σημαίνει ότι πρέπει να υποκατασταθεί το «κοστοβόρο» δημόσιο από τον
«οικονομικότερο» ιδιωτικό τομέα. Το αντίθετο μάλιστα.
Έχω πάρα πολλές φορές τονίσει ότι το δίλημμα δεν είναι «δημόσιο
– ιδιωτικό», αλλά «αποδοτικό – μη αποδοτικό» δημόσιο, σε όποιους τομείς το
τελευταίο δεν είναι απλώς απαραίτητο αλλά απολύτως επιβεβλημένο να παρέχει
υπηρεσίες στους πολίτες.
Εκείνο που με προβληματίζει και που στην πραγματικότητα με
ανησυχεί βαθύτατα είναι η, ας μου επιτραπεί η έκφραση, αβάστακτη ελαφρότητα και
η ιδεολογική αγκύλωση, σε πράγματα που το ίδιο το «ζητούμενο», δηλαδή το
«δημόσιο συμφέρον», έχει πλέον αποδείξει σε ποια κατεύθυνση πρέπει να
αναζητούμε τις λύσεις. Και αναρωτιέμαι, πως αυτές οι αντιλήψεις μπορούν να
πείσουν τους πολίτες, ώστε να ανατεθεί ξανά η διακυβέρνηση του τόπου σε αυτούς που
τις προβάλλουν ως την ορθότερη επιλογή.
Έχω και στο παρελθόν αναφερθεί σε προσωπικές εμπειρίες για
κραυγαλέες περιπτώσεις σύγκρισης κόστους υπηρεσιών από δημόσιο και ιδιώτες. Θα
μου επιτρέψετε να αναφέρω σήμερα και μία ακόμη.
Ήταν τότε, το 2010, όταν στην ΑΜΕΛ (Αττικό Μετρό, Εταιρία
Λειτουργίας) τέθηκε θέμα μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις
αορίστου χρόνου για περίπου 450 εργαζόμενους, που είχαν προσληφθεί σκανδαλωδώς
το 2009, δηλαδή σε μία χρονιά που όλα έδειχναν ότι θα γίνουν εκλογές.
Το σκάνδαλο για τις προσλήψεις αυτές το γνωρίζουν καλά όσοι
δούλευαν τότε στην ΑΜΕΛ, καθώς έζησαν τα λεωφορεία που έφερναν μαζικά ανθρώπους
για πρόσληψη, χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος, αλλά ούτε και η απαραίτητη
υποδομή να τους «στεγάσει». Τα γραφεία γέμισαν και πολλές υπηρεσίες φορτώθηκαν
με ανθρώπους, που δεν ήξεραν πώς να τους απασχολήσουν.
Η «δικαιολογία» ήταν ότι σε λίγο θα άνοιγαν καινούργιοι σταθμοί
και το επιχειρησιακό σχέδιο προέβλεπε αύξηση του προσωπικού. Όμως όλοι γνώριζαν
ότι η λειτουργία των νέων σταθμών θα καθυστερούσε, διότι είχε ξεσπάσει το
σκάνδαλο SIEMENS, και αυτό ανέβαλλε επ’ αόριστο την
προμήθεια ενός ηλεκτρονικού συστήματος ασφάλειας των συρμών, που «μονοπωλιακά»
παρείχε η εταιρία αυτή.
Χαρακτηριστικό αυτής της κατάστασης είναι το γεγονός ότι, όταν
εγώ προτάθηκα από την τότε Κυβέρνηση για τη θέση του Προέδρου και Διευθύνοντος
Συμβούλου στην ΑΜΕΛ, πέρασα από ειδική επιτροπή της Βουλής, όπως προβλεπόταν,
για να εκφράσει η τελευταία τη γνώμη της επί του προτεινόμενου προσώπου.
Στη διαδικασία αυτή δέχτηκα ερώτηση από τον βουλευτή της
κυβερνητικής πλειοψηφίας Μιλτιάδη Παπαϊωάννου, για το τι σκοπεύω να κάνω με
αυτές τις προσλήψεις του τελευταίου διαστήματος. Η δική μου απάντηση ότι θα
προσπαθήσουμε σαν Διοίκηση να αξιοποιήσουμε όπως μπορούμε αυτούς τους ανθρώπους
εξόργισε τον συγκεκριμένο βουλευτή, που μου επιτέθηκε φραστικά, σε σημείο που
προβληματίστηκα για το αν ήταν σκόπιμο να εμπλακώ σε μία τέτοια ιστορία.
Ευτυχώς που με στήριξε τότε ο αρμόδιος Υπουργός Δημήτρης Ρέππας,
λέγοντας ότι σωστά είπα ότι θα προσπαθήσουμε να τους αξιοποιήσουμε, διότι
πρέπει να βλέπουμε και την πλευρά αυτών των εργαζομένων, που κάποιοι τους
δημιούργησαν, κακώς αλλά έγινε, ελπίδες και προσδοκίες.
Το θέμα όμως δεν ήταν απλό. Υπήρχε ένα πόρισμα του Γενικού Επιθεωρητή
Δημόσιας Διοίκησης κ. Ρακιντζή, που, παρότι αναγνώριζε ότι τυπικά οι προσλήψεις
δεν ήταν «παράνομες», ηθικά ήταν επιλήψιμες.
Αυτό δημιούργησε τεράστια προβλήματα στην πολιτική ηγεσία που
επιζητούσε μία διέξοδο. Και αυτή βρέθηκε με τη γνωμάτευση των νομικών υπηρεσιών
του υπουργείου ότι οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου δεν μπορούσαν να μετατραπούν
σε αορίστου, δηλαδή σε μονιμοποίηση, διότι στο μεταξύ είχε ψηφιστεί νόμος
(αναφερόμενος σαν «νόμος Ραγκούση») που περιλάμβανε και την ΑΜΕΛ στους
Δημόσιους Οργανισμούς που είχαν υποχρέωση να προσλαμβάνουν υπαλλήλους μέσω
ΑΣΕΠ.
Όταν λοιπόν οι εν λόγω συμβάσεις δεν ανανεώθηκαν και οι
εργαζόμενοι σταμάτησαν να εργάζονται στην ΑΜΕΛ, ξέσπασε θύελλα απεργιακών
κινητοποιήσεων και άλλων αντιδράσεων. Οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι κατέφυγαν σε
δικαστήρια, κάνοντας και χρήση του δικαιώματος αίτησης για προσωρινή ανακοπή
(μη εκτέλεση) των αποφάσεων της μη ανανέωσης των συμβάσεών τους.
Στην εκδίκαση της πρώτης αίτησης προσωρινής ανακοπής, την ΑΜΕΛ
εκπροσώπησε Δικηγόρος της Νομικής της
Υπηρεσίας, ο οποίος όμως αντιμετωπίστηκε σκαιότατα από συγκεντρωμένους
απεργούς. Η απόφαση δικαίωσε τον εργαζόμενο και ο Δικηγόρος δήλωσε ότι
αντιμετωπίζει τεράστιο πρόβλημα να πρέπει να συνεχίσει να χειρίζεται αυτές τις
υποθέσεις.
Η Διοίκηση λοιπόν της εταιρίας αποφάσισε να αναθέσει την υπόθεση
σε εξωτερικό δικηγόρο, αυτό όμως οδήγησε σε καταγγελίες από πλευράς εκπροσώπων
των εργαζομένων ότι μία τέτοια κίνηση της Διοίκησης ζημίωνε την εταιρία, αφού
είχε «ικανό αριθμό» εσωτερικών δικηγόρων και δεν χρειαζόταν να πληρώσει
εξωτερικό συνεργάτη.
Εκείνο όμως που δεν είπαν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων ήταν το
πώς είχε προσληφθεί αυτός ο «ικανός αριθμός» δικηγόρων. Ότι δηλαδή ήταν και
αυτοί μέρος των προεκλογικών προσλήψεων, ότι είχαν προσληφθεί χωρίς ούτε καν
την τυπική τεκμηρίωση του επιχειρησιακού σχεδίου, ότι είχαν προσληφθεί
απευθείας με συμβάσεις αορίστου χρόνου, χωρίς δηλαδή την προβλεπόμενη για όλες
τις άλλες προσλήψεις δοκιμαστική περίοδο ενός χρόνου (αυτό έγινε λόγω του
«ειδικού» καθεστώτος πρόσληψης των με «αντιμισθία» δικηγόρων), αλλά και με
ακραίο παράδειγμα πρόσληψης δικηγόρου που δεν μπορούσε να δικηγορήσει στην
Αθήνα, λόγω του ισχύοντος τότε περιορισμού να δικηγορούν οι δικηγόροι στις
έδρες των τοπικών δικηγορικών συλλόγων.
Βεβαίως, οι διαρρηγνύοντες τα ιμάτιά τους για τα δικαιώματα των
εργαζομένων δεν αναφέρθηκαν ούτε μία φορά στη ζημιά που υπέστη η ΑΜΕΛ από τις
άκαιρες (για να μη πω τίποτε άλλο) αυτές προσλήψεις και στο ποιος τελικά
πλήρωσε αλλά και θα συνέχιζε να πληρώνει αυτή τη ζημιά, γι’ αυτές τις
ανεπίτρεπτες αποφάσεις κάποιων διοικούντων και των πολιτικών τους προϊσταμένων.
Αυτή λοιπόν την ασύγγνωστη μονομέρεια για το «δημόσιο συμφέρον»
ήθελα να αναδείξω με το παρόν μου σημείωμα, η οποία δεν είναι δυστυχώς
μεμονωμένο περιστατικό, αλλά «διαρκής έλλειψη» όλων αυτών που έχουν τις τύχες
μας στα χέρια τους.
Και, αν εγώ έτυχε να βιώσω ορισμένα πράγματα και να προβληματίζομαι
από αυτά, αναρωτιέμαι ποιος θα προφυλάξει τους πολλούς και ανυποψίαστους
πολίτες από έναν λαϊκισμό, που το μόνο που κάνει είναι να «στηρίζει» αυτό που
καταγγέλλει, δηλαδή τις νεοφιλελεύθερες ιδέες και πρακτικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου