Η αριστερή πτέρυγα του βενιζελισμού, με πλέον επιφανή εκδοχή τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, αρχίζει από 1933-34 να κινείται σε γραμμή συμπαράταξης με το ΚΚΕ. Ωστόσο, η πτέρυγα αυτή είναι ήδη υπαρκτή από το 1911-12 και σχηματοποιημένη με διακριτές κομματικές μορφές από το 1923-24. Το γενικότερο ιδεολογικό κλίμα στην Ευρώπη, η ανάγκη αντιμετώπισης φασισμού, το ρεύμα των αριστερών σοσιαλιστών και η μετατόπιση της 3ης Διεθνούς το 1935 στη γραμμή των Λαϊκών Μετώπων, στην Ελλάδα εμφανίζεται με πρωτοβουλίες σύμπλευσης.
Έχει ειδικότερα μια κοινή κοινωνική βάση πρόσφυγες/εργάτες-αγρότες και καταγράφεται στις εκλογές του 1935, όταν απέχουν τα βενιζελικά κόμματα. Κάτι που θα εντοπίσει ο προερχόμενος από τη δεξιά πτέρυγα του βενιζελισμού και ήδη ηγετικό στέλεχος της Δεξιάς Γεώργιος Κονδύλης τη περίοδο της λεγόμενης “Κοσμογονίας του” και θα το βαφτίσει “βενιζελοκομμουνιστές”.
Το σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα, η άρνηση παροχής ψήφου εμπιστοσύνης στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Μεταξά από τους αριστερούς βενιζελικούς βουλευτές και εκείνους του Παλλαϊκού Μετώπου (ΚΚΕ), αποτελούν τέτοιες εκδοχές, οι οποίες θα φανούν αργότερα στο ΕΑΜ. Το ηγετικό στρατιωτικό δίδυμο του ΕΛΑΣ Σαράφης-Άρης, ο κεντρικός ρόλος του Αλέξανδρου Σβώλου, η ιδεολογική διαδρομή του Δημήτρη Γληνού είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Από τον βενιζελισμό βέβαια προέρχεται και ο Ζέρβας, αλλά και ο Πυρομάγλου και ο Ψαρρός με τον Καρτάλη. Αλλά και ένοπλες εκδοχές δωσιλογισμού, όπως ο Στυλιανός Γονατάς.
Και μετά τον εμφύλιο, οι συναντήσεις του αριστερού βενιζελισμού και της κομμονιστογενούς Αριστεράς παρατηρούνται σε τμήματα της ΕΔΑ: στο θνησιγενές εγχείρημα της Δημοκρατικής Ένωσης το 1956,
στην προδικτατορική κεντροαριστερά τη δεκαετία του ‘60. Η σύγκρουση και τα γεγονότα του 1965 μπορούν δευτερευόντως να διαβαστούν και σαν διάσπαση αριστερού και δεξιού βενιζελισμού. Γι’ αυτό και είναι φορτισμένος ο όρος Αποστασία.ΠΑΣΟΚ και αριστερός βενιζελισμός
Η Δεξιά από το 1974 και μετά (όχι πριν) αποδέχθηκε τον
Ελευθέριο Βενιζέλο, ίσως και λόγω του αντιμοναρχικού δημοψηφίσματος. Η
κομμουνιστογενής Αριστερά και η διανόησή της μετά το 1990 είναι απέναντι ή
παρέμεινε απέναντι στον Βενιζέλο. Το ΠΑΣΟΚ, αφετηριακά ήταν εξέλιξη του
ρεύματος του αριστερού βενιζελισμού, μπολιασμένου με μια εκδοχή της
νεομαρξιστικής θεωρίας. Δεν καλλιεργήθηκε πνευματικά, όμως, για διάφορους
λόγους.
Οι αναφορές για τις φωτογραφίες στους τοίχους των μεταπολιτευτικών οργανώσεων του ΠΑΣΟΚ που περιγράφει ο Μίμης Λιβιεράτος σε μια εξαιρετική συνέντευξή στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 3-9-2014, ή το γνωστό περιστατικό με την εγκύκλιο του Στέφανου Τζουμάκα, είναι ενδεικτική της συγκρουσιακής ατμόσφαιρας διαφορετικών πολιτικών υποκουλτούρων.
Τα σχολικά βιβλία ιστορίας της δεκαετίας του ’80, μια σημαντική αναφορά του Ανδρέα Παπανδρέου στον Ιωάννη Σοφιανόπουλο σε μια συνέντευξη που είχε δώσει στον Θανάση Λάλα στην ύστερη περίοδο του, όπως και ένα ενδιαφέρον άρθρο του Δημήτρη Τσοβόλα το 1993 (περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Οι Δρόμοι της Ευθύνης), για τον αριστερό βενιζελισμό και την εθνική ολοκλήρωση είναι χαρακτηριστικά. Το ΠΑΣΟΚ, όπως εξελίχθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά, αρνήθηκε την παράδοσή του και πολλά χρόνια τώρα αδυνατεί να υπερασπιστεί ηγεμονικά την κληρονομιά της δημοκρατικής παράταξης, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Καταναλωτικές διακηρύξεις
Ο αριστερός βενιζελισμός υπήρξε –κατά τη γνώμη μου– το
πιο προοδευτικό αυτόχθονο ρεύμα της ελληνικής κοινωνίας κατά τον 20ο αιώνα, στο
εθνικό, δημοκρατικό, κοινωνικό, αναπτυξιακό-παραγωγικό επίπεδο. Τόσο στη
θεωρία, όσο και στην πράξη. Η διεκδίκηση της συγκεκριμένης πολιτικής παράδοσης από τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ δεν
μπορεί να γίνει με εφήμερες καταναλωτικές διακηρύξεις επικοινωνιακού χαρακτήρα.
Απαιτεί μεγάλους μετασχηματισμούς θεωρητικού και πολιτικού-οργανωτικού τύπου, τους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκε την κρίσιμη περίοδο 2012-2015 και ως κυβέρνηση έπραξε σε μεγάλο βαθμό ανάλογα. Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι βενιζελισμός, αλλά το αντίθετό του. Η αποικιοποίηση της χώρας δεν έχει σχέση με την κληρονομιά της δημοκρατικής παράταξης. Απαιτείται επίπονος αναστοχασμός και νέες αναγνώσεις, άλλα διαβάσματα του παρελθόντος και του παρόντος. Αν θέλουμε να έχουμε μέλλον.
Να το εκφράσω διαφορετικά, δίνοντας μια προσωπική μαρτυρία από την εμπειρία της επαγγελματικής ζωής μου, στη δικηγορία. Πριν μια δεκαετία έρχεται ένας πελάτης στο γραφείο, 30ρης περίπου τότε, Ρήγας το όνομά του. Τον ρώτησα αν το όνομα είναι δηλωτικό σκοπελίτικης καταγωγής, λόγω του Αγίου Ρηγίνου. Μου απάντησε ότι οι γονείς του είναι αριστεροί. Ειδικά ο πατέρας του με πολλές διώξεις στην πλάτη του, από τα νεανικά του χρόνια στον Εμφύλιο μέχρι και στη δικτατορία.
Όταν βαφτίστηκε στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, το ερώτημα που απασχόλησε τους γονιούς του ήταν αν θα του δώσουν το όνομα Ρήγας (Βελεστινλής) ή Άρης (Βελουχιώτης). Και επέλεξαν τον Ρήγα, θεωρώντας τον προφανώς όχι ως κάποια σημαντική προσωπικότητα του νεότερου Ελληνισμού, αλλά την κορυφαία, τον πατέρα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας και Δημοκρατίας, σύμφωνα με τη διατύπωση του Λουκά Αξελού, ενός από τους συστηματικότερους μελετητές του Ρήγα.
Χρειάζεται, λοιπόν, κατ’ αρχάς η επιστροφή της συγκεκριμένης ηθικής και διανοητικής ατμόσφαιρας που οδηγούσε τους ανθρώπους να θεωρούν πρότυπα τον Ρήγα και τον Άρη. Με τις δεσμεύσεις που αυτό παράγει. Και όχι η ανακύκλωση ενός ανύπαρκτου το 2015 ηθικού πλεονεκτήματος, ήδη καταναλωμένου από τη δεκαετία του ’80, όπως έλεγε προ 25ετίας ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης. Αλλιώς είναι δύσκολα.
Ασημακόπουλος Βασίλης slpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου