ΠΕΘΑΝΕ ΣΤΑ 96 ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ Ο ΠΡΩΗΝ ΚΑΓΚΕΛΑΡΙΟΣ ΧΕΛΜΟΥΤ ΣΜΙΤ
«Να πάρει ο διάολος τους ευρωπαίους αρχηγούς κρατών,
αν δεν καταφέρουν να σώσουν την Ελλάδα»
αν δεν καταφέρουν να σώσουν την Ελλάδα»
Την τελευταία του πνοή άφησε το μεσημέρι της Τρίτης ο φιλέλληνας πολιτικός,
Χέλμουτ Σμιτ, εκ των τελευταίων πραγματικών ευρωπαϊστών, όπως συνήθιζαν να τον
χαρακτηρίζουν οι φίλοι του.
Τα τελευταία χρόνια και μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα,
ο Χέλμουτ Σμιτ δεν δίστασε να κάνει παρεμβάσεις υπέρ της Ελλάδας και κατά
της πολιτικής της Μέρκελ και του Σόιμπλε,
Τον περασμένο Ιούνιο ο Γερμανός πολιτικός εξέφρασε δημόσια την άποψη πως
χρειάζεται μια συμφωνία για διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού χρέους.
Το 2011 είχε δώσει μεγάλη συνέντευξη στην εφημερίδα «Die Zeit», στην οποία
μεταξύ άλλων είπε: «Να πάρει ο διάολος τους ευρωπαίους αρχηγούς κρατών,
αν δεν
καταφέρουν να σώσουν την Ελλάδα».
Η ζωή του Χέλμουτ Σμιτ
Ο Χέλμουτ Χάινριχ Βάλντεμαρ Σμιτ, όπως είναι ολόκληρο το όνομά του,
γεννήθηκε στο Αμβούργο, στις 23 Δεκεμβρίου 1918. Ήταν μέλος του
Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας (SPD) που κατέλαβε υπουργικά
αξιώματα, ενώ διετέλεσε και καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας από το 1974 έως
το 1982. Ο πατέρας του Χέλμουτ Σμιτ ήταν γιος ενός Εβραίου επιχειρηματία, αν
και αυτό κρατήθηκε μυστικό στην οικογένεια. Αυτό επιβεβαιώθηκε δημόσια από τον
ίδιο τον Σμιτ το 1984.
Στις 27 Ιουνίου 1942 παντρεύτηκε την Hannelore «Loki» Glaser με την οποία
απέκτησε δύο παιδιά: τον Helmut Walter (26 Ιουνίου 1944 – Φεβρουάριος 1945,
πέθανε σε βρεφική ηλικία από μηνιγγίτιδα), και την Susanne (1947), η οποία
εργάζεται στο Λονδίνο. Προς το τέλος του πολέμου, από τον Δεκέμβριο του 1944
και μετά, υπηρέτησε ως υπαξιωματικός πυροβολικού στο δυτικό μέτωπο. Συνελήφθη
από τους Βρετανούς τον Απρίλιο του 1945 στο Λύνεμπουργκ και ήταν αιχμάλωτος
πολέμου μέχρι τον Αύγουστο.
Μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο
Ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του στο Αμβούργο, μελετώντας τα οικονομικά και
την πολιτική επιστήμη. Το 1949 έγινε μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της
Γερμανίας ενώ, νωρίτερα, στο διάστημα 1947-1948 ήταν ηγέτης της Sozialistische
Deutsche Studentenbund (SDS), της οργάνωσης σπουδαστών της SPD. Εργάστηκε για
την κυβέρνηση του κρατιδίου του Αμβούργου στο τμήμα οικονομικής πολιτικής.
Αρχίζοντας το 1952 υπό τον Κάρλ Σίλερ (Karl Schiller), ήταν υπουργός Οικονομίας
και Μεταφορών του Αμβούργου. Από το 1953 έως το 1962 εργάστηκε για το SPD στην
Ομοσπονδιακή Βουλή.
Εκλέχτηκε στην Ομοσπονδιακή Βουλή το 1953 και το 1958 ένωσε το εθνικό
συμβούλιο της SPD (Bundesvorstand) για την εκστρατεία ενάντια στα πυρηνικά όπλα
και τον εξοπλισμό του γερμανικού στρατού με τέτοια όπλα. Το 1958 παραχώρησε την
έδρα του στο κοινοβούλιο για να επικεντρωθεί στους στόχους του στο Αμβούργο.
Από τις 27 Φεβρουαρίου 1958 μέχρι τις 29 Νοεμβρίου 1961 ήταν μέλος του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο δεν εκλέχτηκε άμεσα αυτό το χρόνο. Το 1961
έγινε υπουργός Εσωτερικών του Αμβούργου. Το 1965 επανεκλέχθηκε στην
Ομοσπονδιακή Βουλή και τον Οκτώβριο του 1969 έγινε υπουργός Άμυνας υπό τον
Βίλλυ Μπραντ.
Ως Καγγελάριος
Ανέλαβε καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας στις 16 Μαΐου 1974 μετά την
παραίτηση του Μπραντ. Δραστηριοποιήθηκε επίσης στη βελτίωση των σχέσεων με τη
Γαλλία και τον τότε πρόεδρό της Βαλερί Ζισκάρ Ντ” Εσταίν. Το 1975 υπογράφτηκε
στο Ελσίνκι η τελική πράξη, με την οποία δημιουργήθηκε η Διάσκεψη για την
Ασφάλεια και τη Συνεργασίας στην Ευρώπη (γνωστή και ως ΔΑΣΕ), η οποία
εξελίχθηκε στον ΟΑΣΕ.[1] Παρέμεινε καγκελάριος μετά από τις εκλογές του 1976 σε
κυβέρνηση συνασπισμού με το FDP.
Η πολιτική εναντίον της τρομοκρατικής Φράξια Κόκκινος Στρατός ήταν
αντίσταση με καμία γραμμή συμβιβασμού. Συγκεκριμένα, επέτρεψε στην
αντιτρομοκρατική μονάδα GSG 9 να τελειώσει την πειρατεία του αεροσκάφους
Landshut της Lufthansa το φθινόπωρο του 1977. Συνέδεσε το πολιτικό μέλλον του
έντονα με την επέκταση του ΝΑΤΟ μετά από τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν.
Τον Φεβρουάριο του 1982 κέρδισε ψήφο εμπιστοσύνης στο κοινοβούλιο,
εντούτοις τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους τέσσερις υπουργοί της FDP
απομακρύνθηκαν από τον συνασπισμό. Μετά από άκαρπες προσπάθειες να παραμείνει
με μια κυβέρνηση μειοψηφίας (που αποτελούνταν μόνο από τα μέλη της SPD),
αναγκάστηκε να παραιτηθεί όταν την 1η Οκτωβρίου, μετά από ψηφοφορία, δεν
ανανεώθηκε η εμπιστοσύνη της Βουλής. Αποσύρθηκε από την Ομοσπονδιακή Βουλή το
1986 αλλά παρέμεινε πολιτικά ενεργός. Τον Δεκέμβριο του 1986 ήταν ένας από τους
ιδρυτές της επιτροπής που υποστηρίζει την ΟΝΕ και τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου