Σε
πήρε πάλι το μάτι μου στο Σύνταγμα το βράδυ που χτύπησαν τον Κουμουτσάκο. Όχι,
δεν ήσουν απ’τους δράστες της επίθεσης. Εσύ ούρλιαζες απλώς «Αλήτες, Προδότες,
Πολιτικοί!» και φρόντιζες να βρίσκεσαι μέσα στα πλάνα. Γράφει
ο Χρήστος Χωμενίδης
Σε γοητεύει, σε μαγεύει η τηλεόραση. Ακόμα και τα βωθροκάναλα. Σου κόλλησε το χούι δέκα χρόνια τώρα, όταν πήγες στα προκριματικά εκείνου του reality, εκείνου του talent show, και σου είπε ο ηχολήπτης πως έχεις φωνή καμπάνα και θα σε πάρουν οπωσδήποτε και θα γίνεις φίρμα. Η επιτροπή όμως σε έκοψε επειδή δεν είχες άκρες στο σύστημα, ούτε ήσουν π…..ς, ούτε έτοιμος να αποκηρύξεις πατρίδα και θρησκεία και να προσκυνήσεις τους μασόνους που κυβερνάνε τον πλανήτη. Εσύ τότε δεν είχες ιδέα πώς λειτουργεί ο κόσμος –παιδί σχεδόν, μόλις είχες απολυθεί απ’το στρατό. Απογοητεύτηκες, πικράθηκες, δεν ασχολήθηκες ξανά με το τραγούδι.
Σε γοητεύει, σε μαγεύει η τηλεόραση. Ακόμα και τα βωθροκάναλα. Σου κόλλησε το χούι δέκα χρόνια τώρα, όταν πήγες στα προκριματικά εκείνου του reality, εκείνου του talent show, και σου είπε ο ηχολήπτης πως έχεις φωνή καμπάνα και θα σε πάρουν οπωσδήποτε και θα γίνεις φίρμα. Η επιτροπή όμως σε έκοψε επειδή δεν είχες άκρες στο σύστημα, ούτε ήσουν π…..ς, ούτε έτοιμος να αποκηρύξεις πατρίδα και θρησκεία και να προσκυνήσεις τους μασόνους που κυβερνάνε τον πλανήτη. Εσύ τότε δεν είχες ιδέα πώς λειτουργεί ο κόσμος –παιδί σχεδόν, μόλις είχες απολυθεί απ’το στρατό. Απογοητεύτηκες, πικράθηκες, δεν ασχολήθηκες ξανά με το τραγούδι.
Έτσι κι αλλιώς είχες δουλειά. Στρωμένη.
Ο πατέρας σου μάστορας, πλακάς, περιζήτητος σε όλο το Αιγάλεω και ας είχε άλλη
ταρίφα από τους Αλβανούς. Η τέχνη του εγγύηση. Θα σου τη μάθαινε την τέχνη, θα
σου άφηνε και τις γνωριμίες του και θα την έβγαζες βρέξει-χιονίσει τσίφτικα. Θα
άλλαζες αυτοκίνητο κάθε δυό χρόνια, θα τα “σπαγες τα Σάββατα στα μπουζούκια,
διακοπές στο χωριό αλλά και δέκα μέρες στάνταρ Μύκονο ή Σαντορίνη τον Ιούλιο.
Ταξίδια και με την ομάδα όποτε έβγαινε στην Ευρώπη. Πριν τα τριάντα,
θα είχες
παντρευτεί. Σήμερα θα’χες δυό παιδιά…
Το 2010 έπιασε η κρίση. Η οικοδομή είχε
πάρει από νωρίτερα την κάτω βόλτα. Μέσα σε λίγους μήνες κατέρρευσε εντελώς.
Κανείς δεν έχτιζε –όσα γιαπιά υπήρχαν αποπερατώθηκαν κακήν-κακώς και έμειναν τα
διαμερίσματα στα αζήτητα. Ο πατέρας σου έτριβε τα μάτια του. Από το 1960 που
είχε έρθει στην Αθήνα δεν είχε μείνει ούτε μέρα χωρίς δουλειά. Και τώρα,
ξαφνικά, μουχλιάζανε οι χτίστες στα καφενεία. Είδε κι απόειδε, βγήκε στη
σύνταξη. «Τι να κάνω εγώ, μπαμπά;» τον ρώταγες, μα συμβουλή δεν είχε.
Άνοιγε μόνο το πορτοφόλι και σου ’δινε τρία τάληρα στην αρχή, έπειτα δύο, να
βγάζεις τη μέρα, να μην κυκλοφορείς κοτζάμ άντρας πανί με πανί.
Άνοιξη του 2011, σε χώρισε η Σοφία. Σε
έπιασε τότε κάτι σαν ασφυξία, πνιγόσουν στη γειτονιά. Προτιμούσες να
κατεβαίνεις τα απογεύματα στο κέντρο -Ψυρρή, Μοναστηράκι- και να βολτάρεις
άσκοπα, να πίνεις μπύρες ώσπου να νυστάξεις. Έτσι βρέθηκες τον Ιούνιο στο
Σύνταγμα. Στους Αγανακτισμένους. Τυχαία που λέει ο λόγος.
Τι πράγμα ήταν εκείνο! – τι θαύμα, πιο
σωστά! Άνθρωποι σαν κι εσένα, κόσμος και ντουνιάς μαζεμένος στην πλατεία. Πάρτυ
τρικούβερτο χωρίς σταματημό. Μούτζωναν τη Βουλή, «να καεί, να καεί το
μπουρδέλο» φώναζαν – και μόνο για αυτό, που επιτέλους σού αποκάλυπταν ποιος
φταίει για την κατρακύλα σου, θα τους χρώσταγες ευγνωμοσύνη. Και δεν σου
αποκάλυπταν τη ρίζα του κακού τυχαίοι άνθρωποι. Το αντίθετο. Καθηγητές, διεθνώς
διάσημοι, έρχονταν και μιλούσαν στο πλήθος. Εκείνος ο Βαρουφάκης τι τύπαρος!
Φτυστός ο ιδιοκτήτης του γυμναστηρίου παραδίπλα στο πατρικό σου που είχε
εκλεγεί και Μίστερ Μπόντυμπίλντινγκ, άλλο αν μετά έκοψε τα αναβολικά και
ξεφούσκωσε… Μάζεψες θάρρος και του μίλησες μια φορά του Βαρουφάκη. Σε άκουσε
προσεκτικά επί ενάμιση λεπτό και έπειτα, προτού τελειώσεις τη φράση σου, σε
χτύπησε στην πλάτη και πήγε σε άλλο πηγαδάκι. Δεν έφταιγε που ήταν περιζήτητος…
Όταν τελείωναν οι λαϊκές συνελεύσεις,
ξεκινούσαν οι συναυλίες. Μιλάμε για ξεφάντωμα ολονύχτιο, να τρίζουν οι πλάκες
του Συντάγματος, να χοροπηδάει ο κόσμος αγκαλιά, σύννεφο να πηγαίνουν τα
ρακόμελα. Την πρώτη εβδομάδα σύχναζες στην κάτω πλατεία -παραδέξου το, δεν
είναι ντροπή- κι εκεί τα μνημόνια έβριζαν και τους γερμανοτσολιάδες που μας
κυβερνούσαν, άσε που είχαν και κάτι γκόμενες… Κάτι γκόμενες… Αργότερα
όμως κατάλαβες πως την κάτω πλατεία την κρατούσαν οι Αριστεροί. Κι εσύ τους
Αριστερούς είχες μάθει να τους μισείς από παιδί, είχανε σφάξει -σου’λεγε ο
πατέρας σου- έναν μπάρμπα του στο Άργος. Με κονσερβοκούτι. Σφάζεται άνθρωπος με
κονσερβοκούτι; Δεν ήθελες, εν πάση περιπτώσει, να προδώσεις το αίμα σου. Κι
έτσι ανηφόρισες στην πάνω πλατεία. Με τους βυζαντινούς αετούς. Και τις
κρεμάλες.
Στις πρώτες εκλογές του 2012, ήρθαν δυό
βουλευτές να μιλήσουν στη γειτονιά. Τον έναν τον σταυρώνατε οικογενειακώς όλα
τα χρόνια, η Νέα Δημοκρατία άλλωστε είχε διορίσει την αδελφή σου στο δήμο και
είχε βρει ράντζο στη γιαγιά σου στο νοσοκομείο. Είχαν τελειώσει όμως πιά τα
ψέμματα. Την πέσατε με καμιά δεκαριά κολλητούς στους γραβατάκηδες και τους
πετάξατε γιαούρτια και αβγά.
Τρομερή φάση! Τραβήξατε και βίντεο και
το ανεβάσατε στο youtube και πήρατε πέντε χιλιάδες likes! Το έπαιζες και το
ξαναέπαιζες και πλημμύριζες ηρωισμό. Η αλήθεια είναι πως εσύ δεν φαινόσουν στο
βίντεο. Δεν ήθελες να φαίνεσαι -ήξερες απ’τον «Νόμο 4000», την ταινία με τη
Λάσκαρη, πως το γιαούρτωμα είναι ποινικό αδίκημα. Φοβόσουνα μην μπλέξεις. Αυτός
ο φόβος σε καθήλωσε.
«Τι καλύτερο έχουν» αναρωτιέσαι -και με
το δίκιο σου- «οι βουλευτές μας;» (Ο Κασιδιάρης εξαιρείται –είναι ωραίος
άντρας, μανιάτικη φτιαξιά.) Στους υπόλοιπους όμως θα μπορούσες μια χαρά να
ανήκεις κι εσύ – τι σου λείπει δηλαδή; Ο ενθουσιασμός; Το λέγειν; Έτσι και
σου’ρθει έμπνευση, τα λες πιο τσεκουράτα κι απ’τον Τράγκα. Κι άμα έχεις κέφι,
τύφλα να’χει ο Λαζόπουλος. Το ένα ανέκδοτο μετά από το άλλο ξεφουρνίζεις.
Το θάρρος σου λείπει, αγόρι μου! Η
μαγκιά να τα κάνεις όλα πουτάνα, να βγεις μπροστά, κι ας σε καθίσουν στο
σκαμνί! Και έτσι αρκείσαι, τριάντα χρονών γομάρι, στο χαρτζιλίκι απ’τον πατέρα
σου και στα φραγκοδίφραγκα που σου πασσάρει ένας του κόμματος για να μπαίνεις
να βρίζεις στο facebook. Και στο twitter.
Στο διαδίκτυο δίνεις ρέστα. Με τα
κρεμμυδάκια τους κάνεις τους Φιλελέδες. Αλλά και οι Συριζαίοι γίνονται μπουχός
μπροστά σου – αν και πολλούς Συριζαίους δεν σου πάει καρδιά να τους τρολλάρεις,
στο δημοψήφισμα είχατε πολεμήσει στις ίδιες επάλξεις, άσχετο αν μετά σας
ξεπούλησε ο Τσίπρας… Στο διαδίκτυο πετάς. Για αυτό και ξημεροβραδιάζεσαι μπρος
στην οθόνη και μασουλάς ταυτόχρονα και κοντεύεις τα εκατό κιλά και δεν είσαι
και πρώτο μπόι. Στο διαδίκτυο μέχρι γκόμενα βγάζεις!
Σε κατάλαβα προχθές πως ένα τσικ
χρειαζόσουν για να χυμήξεις κι εσύ στον Κουμουτσάκο και να τον πιάσεις στις
κλωτσιές. Να μην σου πω ότι το κορμί σου είχε πάρει τη στάση του δρομέα πριν
ακουστεί το σήμα της εκκίνησης. Αντί όμως για το σήμα, ακούστηκε ένας γέρος
-από πού ξεφύτρωσε;- να σε φωνάζει «Γκοτζαμάνη». Γύρισες το κεφάλι, «σε μένα
μιλάς; δεν με λένε Γκοτζαμάνη!» διευκρίνισες. «Δεν σε λένε – είσαι Γκοτζαμάνης!»
Αυτό ήταν. Σου’χε κόψει τη φόρα.
Γυρνώντας σπίτι, γκούγκλαρες το όνομα. Ο
Γκοτζαμάνης -λέει- ήταν ένας τύπος που’χε σκοτώσει κάποτε στη Σαλονίκη έναν
κομμουνιστή καβάλα σε ένα τρίκυκλο. Διάβαζες, διάβαζες, «πού είναι το κακό;»
απορούσες. Είχε γυριστεί και μια ταινία με τίτλο «Ζ». Έβαλες να τη δεις στο
youtube μα σε κουράζουν εσένα τα ξένα έργα με τους υποτίτλους. Πιο κάτω είχε
μια άλλη, ελληνική, «Ο Μάγκας με το Τρίκυκλο». «Εδώ είμαστε!» μονολόγησες.
Έπαιζε η Μάρθα Καραγιάννη, κουκλί στα νιάτα της.
Το βράδυ είδες στον ύπνο σου πως ήσουν
εσύ που έσπαγες το κεφάλι του βουλευτή και κέρδιζες στο talent show της
τηλεόρασης ως βραβείο την Μάρθα Καραγιάννη. Εσύ. Ο Μάγκας με το Τρίκυκλο.-
* Ο κ. Χρήστος
Χωμενίδης είναι συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου