Η Ναυμαχία της Αγκάλης ήταν ένα επεισόδιο του 8ετούς Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα των Ελλήνων (1821 - 1829) το οποίο αποτέλεσε την βασικότερη αιτία για την τελική ήττα των Τουρκο-Αιγυπτιακών ναυτικών δυνάμεων, η οποία συνετελέσθη στο Ναυαρίνο. Έλαβε χώρα τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 17 Σεπτεμβρίου του 1827 στη δυτική πλευρά του Κόλπου της Αγκάλης, στην περιοχή της Ιτέας που τότε ονομαζόταν Σκάλα Σαλώνων. Στη ναυμαχία συγκρούστηκαν εννέα πλοία των Οθωμανών με έξι πλοία μιας ελληνοβρετανικής μοίρας, υπό την ηγεσία του Άγγλου ναυάρχου Frank Abney Hastings[1] (ελληνιστί Φραγκίσκου Άστυγξ).
Ιστορικό πλαίσιο
Το Φθινόπωρο του 1827 η Ελληνική Επανάσταση βάδιζε προς εκφυλισμό. Ο Ιμπραήμ κυριαρχούσε σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, ενώ ο τουρκικός στρατός υπό τον Κιουταχή είχε σχεδόν εξαλείψει κάθε επαναστατική εστία στη Ρούμελη και μόνο περιορισμένες θέσεις των Ελλήνων παρέμεναν αλώβητες. Μοναδικοί οπλαρχηγοί που είχαν συνεχίσει τους προηγούμενους μήνες με αποτελεσματικότητα τον Αγώνα ήσαν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στο Μοριά κι ο Γεώργιος Καραϊσκάκης στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Η κυβέρνηση της Ύδρας είχε περιέλθει σε αδιέξοδο και,
αναζητούσε εναγωνίως τρόπους να κρατήσει ζωντανή την ελληνική προσπάθεια για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Στην υπηρεσία της είχαν διορισθεί οι άγγλοι αξιωματικοί Ρίτσαρντ Τσωρτς και Λόρδος Κόχραν που είχαν αναλάβει την ηγεσία στρατού και στόλου, αντίστοιχα.Η ναυμαχία
Ο ναύαρχος Κόχραν έδωσε εντολή στον πλοίαρχο Άστυγξ να πλεύσει με τη μικρή δύναμή του (στην οποία επικεφαλής ήταν το ατμοκίνητο πλοίο "Καρτερία") προς τον Κορινθιακό, ελπίζοντας να πετύχει την ανακούφιση των επαναστατικών δυνάμεων. Στον κόλπο έπλευσε παράλληλα, στις 9 Σεπτεμβρίου μια μικρότερη ελληνική δύναμη τριών πλεούμενων, υπό τον καπετάνιο Γεώργιο Θωμά, κυβερνήτη του σκάφους «Σωτήρ» και έφτασε πρώτος στον κόλπο της Αγκάλης, όπου ναυλοχούσε ο εχθρικός στόλος. Επιχείρησε τότε να τον προσβάλλει ο ίδιος, αλλά συνάντησε κακές καιρικές συνθήκες και υποχρεώθηκε να αποσυρθεί στο Λουτράκι. Ο Άστυγξ, ενήμερος για το συμβάν, επεδίωξε να ενημερώσει τους έλληνες για την παρουσία του, ώστε να αναληφθεί από κοινού μια επιθετική ενέργεια. Ωστόσο, στις 14 Σεπτεμβρίου αποφάσισε να κινηθεί μόνος, αλλά τα ίδια αίτια όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, τον ανάγκασαν να οπισθοχωρήσει στα ανοικτά, τηρώντας στάση αναμονής. Τελικά, τρεις ημέρες αργότερα κατέστη δυνατή η συννένωση της ελληνικής με την αγγλική μοίρα, οπότε εκδηλώθηκε η επίθεση. Οι ελληνοβρετανικές δυνάμεις πέτυχαν να κατατροπώσουν τον αντίπαλο τουρκοαιγυπτιακό στόλο και να αποκτήσουν έτσι τον απόλυτο έλεγχο στη θαλάσσια περιοχή, με δυνατότητα πλήρους έκτοτε επικοινωνίας των επαναστατικών τμημάτων Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδας. Επιπρόσθετα, ο Ιμπραήμ αναγκάσθηκε να στραφεί προς το Ναυαρίνο καταπατώντας την ανακωχή που ίσχυε, πράξη η οποία υπήρξε η απαρχή της οριστικής του αποτυχίας να καταστείλει την ελληνική στάση. Οι απώλειες των τούρκων στην Αγκάλη έφτασαν στο μισό της έμψυχης δύναμής τους, ενώ στον αντίποδα, ελάχιστες ήταν εκείνες της ελληνικής πλευράς.[2]
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου