Το ζήτημα της πρωθυπουργίας τίθεται πλέον στο επίκεντρο της συζήτησης καθώς η προεκλογική περίοδος (μικρότερης ή μεγαλύτερης διάρκειας) έχει επί της ουσίας ξεκινήσει. Και με την προ ημερών δήλωση του προέδρου του ΚΙΝΑΛ, στήνεται το τραπέζι για ένα νέο πολιτικό πόκερ...
Η διολίσθηση του Νίκου Ανδρουλάκη σε μια νέα θέση όσον αφορά τις μετεκλογικές συνεργασίες μπορεί να πέρασε κάπως απαρατήρητη, μέσα στη δίνη των άλλων οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων, αλλά καταγράφηκε ήδη τόσο από το Μέγαρο Μαξίμου όσο και από την Κουμουνδούρου εν όψει της χάραξης της δικής τους στρατηγικής. Φαίνεται μάλιστα ότι θα παίξει σημαντικό ρόλο και στην προσωπική απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη για το πότε θα προκηρύξει τις εκλογές.
Σε πρώτη φάση ο πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ στρεφόταν κατά του “νέου δικομματισμού” χωρίς να ανοίγει καθόλου τα χαρτιά του για την επόμενη ημέρα. Στη συνέχεια δήλωσε ότι δεν θα προσφέρει σωσίβιο σε μια κυβέρνηση που καταρρέει, κάτι το αυτονόητο βέβαια αφού δεν τίθεται θέμα συνεργασίας με τη ΝΔ πριν από τις εκλογές. Ταυτόχρονα συνέχισε τις επιθέσεις κατά του ΣΥΡΙΖΑ σε μια προσπάθεια να επαναπατρίσει ψηφοφόρους. Για πρώτη φορά έγινε πιο συγκεκριμένος την Κυριακή από την Κοζάνη λέγοντας ότι, «από εμάς πρωθυπουργική καρέκλα δεν θα δει ούτε ο κ.Τσίπρας ούτε ο κ. Μητσοτάκης, να το πούμε ξεκάθαρα να μην περιμένουν τίποτα...».
Αρκετοί έσπευσαν να υποβαθμίσουν την αξία αυτής της αποστροφής και να τη χαρακτηρίσουν περισσότερο ως προεκλογική υπεκφυγή. Είναι όμως μόνο κάτι τέτοιο, είναι μια μπλόφα ή μήπως κάτι περισσότερο; Το σίγουρο πάντως είναι ότι ο πρώτος βασικός αποδέκτης του μηνύματος αυτού είναι ο σημερινός πρωθυπουργός διότι στο βαθμό που η ΝΔ δεν βγει -όπως όλα δείχνουν- αυτοδύναμη από τις επόμενες κάλπες ο κ. Μητσοτάκης θα πρέπει να ετοιμάζεται, ανεξαρτήτως της μορφής της νέας κυβέρνησης, να εγκαταλείψει το Μέγαρο Μαξίμου και να ξεχάσει το όνειρο της “οκταετίας”. Μια δεύτερη προϋπόθεση βεβαίως είναι να αποτελέσει το ΚΙΝΑΛ τον ρυθμιστή του νέου σκηνικού, το οποίο δεν αποκλείεται να βγει πιο κατακερματισμένο από το σημερινό. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση, ο κ. Μητσοτάκης θα έχει χρεωθεί την αποδυνάμωση της ΝΔ και την μεγάλη των ποσοστών της που ήδη κινούνται κάτω του 30%.
Με την ελπίδα ότι το ποσοστό που θα καταφέρει να εγγράψει το κόμμα του στις κάλπες θα είναι διψήφιο, ο Ν. Ανδρουλάκης έχει κάθε λόγο -όπως υποστηρίζουν πολλοί και πέραν της Χαριλάου Τρικούπη- να τηρήσει αυτή τη δέσμευσή του. Και μόνο η αναδρομή στην περίοδο που το ΠΑΣΟΚ έφτασε στα όρια της πλήρους εκλογικής εξαφάνισης με το 4,68%, όταν ο μέντοράς του Ευ. Βενιζέλος αποδέχτηκε αδιαμαρτύρητα στη συγκυβέρνηση του 2012 να γίνει πρωθυπουργός ο Αντ. Σαμαράς, θεωρείται ικανή αποτρεπτική παράμετρος. Με αυτή την τακτική επίσης οι επικοινωνιολόγοι του κ. Ανδρουλάκη εκτιμούν ότι σταδιακά η ΝΔ θα έχει σημαντικότερες διαρροές και προς το “κέντρο” αφού αποδεικνύεται ότι οι εκφραστές του “σημιτικού” ΠΑΣΟΚ που έχει περιθάλψει ο κ. Μητσοτάκης έχουν καεί ως αναχώματα. Επιπλέον, όσο κι αν η νέα σύνθεση της “πράσινης” Κοιν. Ομάδας θα επιδιωχθεί να είναι πλήρως ελεγχόμενη, η “αριστερή πτέρυγα” του ΚΙΝΑΛ δεν πρόκειται να δεχθεί με τίποτε συμμετοχή σε σχήμα υπό τον κ. Μητσοτάκη.
Το ενδιαφέρον είναι ότι ενώ η ηγεσία της ΝΔ αντιμετώπισε κάπως αμήχανα αυτό το μήνυμα Ανδρουλάκη, σήκωσε το γάντι ο Αλ. Τσίπρας προκαλώντας τον “να απαντήσει και να μας πει ποιον θέλει για πρωθυπουργό, να μην κινείται σε γκρίζα ζώνη”. Με δεδομένο όμως ότι λόγω της απλής αναλογικής ο ΣΥΡΙΖΑ περιορίζεται να μιλά για “προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας”, σε αυτή την αντίδραση του αρχηγού του αρκετοί διέβλεψαν την βαθύτερη επιθυμία του και του ιδίου να επανέλθει στην πρωθυπουργία και όχι να συμφωνηθεί άλλο πρόσωπο.
Σε κάθε περίπτωση πάντως θεωρείται πολύ ευκολότερο να βρεθεί τρίτη λύση σε μια κυβέρνηση κεντροαριστερής κατεύθυνσης από ο,τι με τη ΝΔ στην οποία η αποχώρηση Μητσοτάκη από την πρωθυπουργία είναι βέβαιο ότι θα λειτουργήσει και ως εσωκομματικό ντόμινο. Οι συζητήσεις αυτές θα είχαν περισσότερο θεωρητικό χαρακτήρα εάν τα πράγματα στη ΝΔ δεν είχαν πάρει τόσο δραματική μορφή το τελευταίο διάστημα, ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και την -προϋπάρχουσα- έκρηξη της ακρίβειας. Αυτή τη στιγμή ο κ. Μητσοτάκης είναι στριμωγμένος απελπιστικά και παρά τις συνεχείς ενέσεις επικοινωνιακής αισιοδοξίας τα γαλάζια ποσοστά υποχωρούν, από εβδομάδα σε εβδομάδα, ολοένα και περισσότερο. Τα στελέχη, οι βουλευτές αλλά και οι υπουργοί γίνονται δέκτες πρωτοφανούς οργής ειδικά για τους λογαριασμούς του ρεύματος. “Άλλες δύο φορές να πάνε τέτοιοι λογαριασμοί στον κόσμο, κυριολεκτικά τελειώσαμε!” έλεγε χαρακτηριστικά ένας εξ αυτών.
Το δίλημμα, όπως περιγράφεται επομένως για τον πρωθυπουργό, είναι απλό αλλά και εφιαλτικό: Από τη μία πλευρά έχει τις εισηγήσεις -οι οποίες μάλιστα πληθαίνουν- να πάει άμεσα σε εκλογές, όσο η ΝΔ διατηρεί τις αντοχές της αλλά και τις περισσότερες πιθανότητες της πρωτιάς ενώ, από την άλλη, η προοπτική εξάντλησης της τετραετίας εμπεριέχει πλέον το ρίσκο “να χαθούν όλα”. Όχι μόνο για τα έμπειρα και σοβαρά στελέχη αλλά και για τους αναλυτές -πίσω από την εικόνα των δημοσκοπήσεων- είναι εντελώς αβέβαιο, με τη ρευστότητα που αναπτύσσεται, τι θα συμβεί ακόμη και το φθινόπωρο εάν οι εξελίξεις αφεθούν για τότε. Γι' αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι στα πολιτικά γραφεία “συζητούνται” (περισσότερο πάντως ως ...ευχή) μέχρι και πιθανές ημερομηνίες προσφυγής στις κάλπες αμέσως μετά το Πάσχα με άλλους να τις βλέπουν στις 29 Μαΐου και άλλους στις αρχές Ιουνίου, θεωρώντας ότι το επικείμενο συνέδριο της ΝΔ αποτελεί υπ΄ αυτές τις συνθήκες μοναδική ευκαιρία συσπείρωσης του κομματικού ακροατηρίου. Το όλο δίλημμα του κ. Μητσοτάκη πάντως ενισχύεται και από τον πρόσθετο παράγοντα ότι όσο υποχωρούν τα γαλάζια ποσοστά τόσο δυσκολότερο θα είναι για τον ίδιο να επιβάλει τις δεύτερες κάλπες σε μια απέλπιδα προσπάθεια να πιάσει τις 151 έδρες και να μην βρεθεί μια ώρα αρχύτερα εκτός του Μεγάρου Μαξίμου, ακόμη κι αν η ΝΔ είναι εταίρος στην επόμενη κυβέρνηση...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου