Σάββατο 2 Μαΐου 2015

ΨΑΡΙΑ, ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Αν υπήρχε... υποθαλάσσιο χρηματιστήριο, τότε τα ψάρια θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελούν τις μετοχές του. 
Κάτι σαν τίτλοι συμμετοχής στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Θάλασσα Α.Ε.».


Άλλοτε με πτωτικές και άλλοτε με ανοδικές τάσεις, η τιμή τους καθορίζεται από πολλούς και διαφορετικούς παράγοντες. Σε κάθε περίπτωση όμως οι όροι της συναλλαγής ανάμεσα στον ψαρά και τον έμπορο γνωρίζουν πολλές και διαφορετικές διακυμάνσεις.
Ρεπορτάζ: Γιώργος Λαμπίρης
Φωτογραφίες - βίντεο: Γιάννης Κέμμος
Επιβεβαιώνοντας τον όρο «χρηματιστήριο», ο καπετάνιος Γιάννης Γιαννακουδάκης, αλιέας και ιδιοκτήτης της ψαρόβαρκας τύπου γρι-γρι, με την ονομασία «Παντελής», εξηγεί πως: «Ισχύει ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης. Αν για παράδειγμα "πέσουν" πολλά ψάρια στην αγορά, η τιμή τους μειώνεται. Ωστόσο το συγκεκριμένο σύστημα -της ελεύθερης οικονομίας- είναι καταστροφικό για τον καταναλωτή. 
Με τα χρόνια απελευθερώθηκαν οι τιμές κι έτσι, εμείς που πουλάμε γαύρο με λιγότερο από 1 ευρώ το κιλό και ο καταναλωτής να αγοράζει τουλάχιστον προς 5 ευρώ το κιλό,
ενώ κάποτε ίσχυε ένα ειδικό πλαφόν. Με βάση αυτό, ο ιχθυοπώλης είχε δικαίωμα να αυξήσει την τιμή σε ποσοστό της τάξεως του 20% σε σχέση με την τιμή, με την οποία αγόραζε από τον ψαρά. Εάν για παράδειγμα αγόραζε από τους αλιείς σε τιμή 1 ευρώ το κιλό, ήταν υποχρεωμένος να πουλήσει στα 1,20 ευρώ».

«Ο καταναλωτής από την πλευρά πιστεύει ότι τα ψάρια που προέρχονται από εμάς είναι ακριβά, γεγονός το οποίο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα», σημειώνει.

Περιγράφει τις διακυμάνσεις στις τιμές, οι οποίες εξαρτώνται από ένα σύνολο παραγόντων. «Όταν δεν υπάρχει πληθώρα εμπορευμάτων στην ιχθυόσκαλα η τιμή ανεβαίνει. Επίσης, όταν έχουμε φεγγάρι και τα ψάρια είναι πολύ λίγα, η τιμή τους εκτοξεύεται. Για παράδειγμα, υπήρξαν φορές που πουλάμε ψάρια ακόμα και με τέσσερα ευρώ το κιλό, σε περιπτώσεις μεγάλης ζήτησης, ενώ μία φυσιολογική τιμή κυμαίνεται από 0,50 έως και 1,50 ευρώ το κιλό».

Η διαδικασία πώλησης

Έως ότου φτάσουν τα ψάρια στο πιάτο μας, προηγείται μία αλυσίδα προσώπων, από τα οποία περνάει το «εμπόρευμα». «Ο μεσάζοντας στην ιχθυόσκαλα αγοράζει τα ψάρια μας με προμήθεια 12%. Επιπλέον, καταβάλουμε εισφορά 2% επί του τζίρου στην Εταιρία Ανάπτυξης Αλιείας (ΕΤΑΝΑΛ), η οποία διαχειρίζεται τις ιχθυόσκαλες. Στη συνέχεια, οι μικροπωλητές αγοράζουν από λίγα τελάρα ο καθένας, ενώ η πλειονότητα των ψαριών προορίζεται για τα μεγάλα μαγαζιά», λέει ο καπετάν Γιάννης.



Συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση

Ο ίδιος κάνει τη συγκεκριμένη δουλειά τα τελευταία περίπου 55 χρόνια. Την επέλεξε, γιατί όπως λέει, ήθελε να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση. «Ο πατέρας μου ήταν ψαράς και μας έπαιρνε από μικρούς μαζί του. Μας άρεσε η θάλασσα και αποφασίσαμε να συνεχίσουμε το επάγγελμα του. Για να γίνει κανείς ψαράς, πρέπει να αγαπάει τη θάλασσα και να το ‘χει μεράκι δεδομένου ότι οι δυσκολίες είναι πολλές και απρόβλεπτες».

Οικογενειακή επιχείρηση

Τα δύο καΐκια, ο Παντελής και η Μεγαλόχαρη ξεκινούν συνήθως από τη Βάρκιζα. Πρόκειται για οικογενειακή επιχείρηση, καθώς και τα δύο σκάφη ανήκουν στους αδελφούς Γιαννακουδάκης, ενώ τα τελευταία χρόνια τους συνοδεύουν στα νυχτερινά τους ταξίδια και οι γιοί τους. «Πρώτος μπήκε στη δουλειά ο μεγάλος. Ακολούθησε ο μικρότερος, ο Δημήτρης, μόλις τελείωσε το λύκειο. Έτσι έγινε και με τα δύο παιδιά του αδελφού μου. Γεγονός αρκετά σπάνιο -να έρχονται και οι δύο γιοι στη δουλειά του πατέρα- αν σκεφτείτε ότι κάποτε οι έλληνες εργάτες που ασχολούνταν με το επάγγελμα ήταν πολλοί περισσότεροι. Σήμερα, εκτός από τους καραβοκύρηδες, οι περισσότεροι εργαζόμενοι στα ψαροκάικα είναι αλλοδαποί. Λίγοι είναι εκείνοι που αντέχουν την ταλαιπωρία πια. Αρκετές φορές κάνουμε μέρες να δούμε τα σπίτια μας».



«Παρόλα αυτά, με το πέρασμα των χρόνων, συνήθισα να λείπω τα βράδια από το σπίτι μου. Όταν πρωτοξεκίνησα όμως, το ξενύχτι που φαινόταν βουνό. Γυρνούσα στο σπίτι το πρωί και ένιωθα σαν υπνωτισμένος. Στη συνέχεια όμως τα συνήθισα όλα. Όσο για τη γυναίκα μου προσαρμόστηκε κι εκείνη. Όταν παντρευτήκαμε ήξερε τη δουλειά έκανα. Επομένως δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση και να διαμαρτυρηθεί στη συνέχεια…».

Τα... δεινά

Η δουλειά του έχει αρκετά... δεινά. Όπως ο ίδιος λέει «από τα πιο ζόρικα στοιχεία είναι το συνεχές ξενύχτι, το κρύο, η φουρτούνα, το άγχος. Το γρι-γρι έχει χρειάζεται κυνήγι για να πετύχουμε το κοπάδι που μπορεί να περνάει εκείνη την ώρα. Και χαρακτηρίζεται από έντονο άγχος για να βγει το μεροκάματο για τις τουλάχιστον 10 οικογένειες που εργάζονται στις δύο βάρκες. Αντίπαλός μας είναι επίσης τα ρεύματα της θάλασσας, καθώς το δικό μας εργαλείο δουλειάς είναι πολύ μεγαλύτερο σε όγκο και έκταση και παρασύρεται με σχετική ευκολία. Αντιθέτως, σε άλλα καΐκια, όπως η τράτα, το δίχτυ πέφτει στο βυθό και έχει βάρος».

Μιλάει για τα απρόοπτα στα ταξίδια του, και θυμάται καταστάσεις, στις οποίες κινδύνεψε μπροστά στη μανία της θάλασσας. «Έχουμε συναντήσει αρκετούς κινδύνους στα πιο μακρινά μας ταξίδια. Κινδυνεύσαμε ακόμα και να βουλιάξουμε, κάτι που μας έτυχε τρεις με τέσσερις φορές έως τώρα. Αν παρόλα αυτά γνωρίζει κανείς πώς να κυβερνήσει το σκάφος στη φουρτούνα, χωρίς να πάθει ζημιά, αργά ή γρήγορα θα φτάσει στον προορισμό του».



Τα αφρόψαρα, τα «πατόψαρα» και η υπεραλίευση

Το γρι-γρι κυνηγάει τα αφρόψαρα, αλλά και τα απόδημα ψάρια, περαστικά στο χώρο της Μεσογείου. «Αν δεν τα πιάσουμε εμείς, θα περάσουν και θα τα ψαρέψουν οι συνάδελφοί μας στην Ιταλία».

Όταν τον ρωτάμε για το φαινόμενο της υπεραλίευσης ο Γιάννης Γιαννακουδάκης εξηγεί ότι αυτή τη στιγμή, τα ψάρια που κυρίως πλήττονται είναι τα ψάρια βυθού, γνωστά ως «πατόψαρα».

Θυμίζουμε ότι σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 96% τουλάχιστον των βυθόβιων ψαριών της Μεσογείου υπεραλιεύεται, ενώ για τα πελαγικά είδη, όπως η σαρδέλα και ο γαύρος, το αντίστοιχο ποσοστό ξεπερνά το 71%.



Το... φαινόμενο δυναμίτης

«Οι πάντες κυνηγάνε τα ψάρια βυθού. Επαγγελματίες και ερασιτέχνες, με σύγχρονα εργαλεία με αποτέλεσμα να έχει λιγοστέψει σημαντικά ο πληθυσμός τους. Αν με ρωτάτε πάντως, για εκείνους οι οποίοι συνήθιζαν να τοποθετούν δυναμίτη, τα φαινόμενα αυτά έχουν εκλείψει. Τα συναντάμε σπάνια πλέον και κυρίως σε πιο απομακρυσμένες ή νησιωτικές περιοχές, όπου ο έλεγχος είναι πλημμελής. Ελάχιστοι διακινδυνεύουν να τους κατασχέσουν ό,τι έχουν και δεν έχουν προκειμένου να ψαρέψουν με δυναμίτη».

«Παλαιοτερα όσοι έβαζαν δυναμίτη είχαν και κάποιους δύτες, οι οποίοι βουτούσαν με μπουκάλες στο βυθό για να μαζέψουν ότι απέμενε», εξηγεί ο καπετάν Γιάννης
Τα στέκια

Μιλώντας για τα μυστικά του επαγγέλματος, λέει πως υπάρχουν τα «στέκια», γνωστά ως ψαρότοποι, όπου κανείς θα συναντήσει τα περισσότερα ψάρια.

«Εμείς που ψαρεύουμε σαρδέλα, ξέρουμε ότι κολυμπάει σε νερά με βάθος από 30 έως και 40 οργιές βάθος (από 54 έως και 72 μέτρα). Επίσης ο γαύρος κινείται ακόμα και στις 100 οργιές (180 μέτρα βάθος). Έτσι γνωρίζουμε πού περίπου μπορεί να υπάρχουν κοπάδια. Κινούμαστε προς αυτές τις περιοχές και με τη βοήθεια του σύγχρονου εξοπλισμού -ραντάρ- που διαθέτουμε. Κατόπιν τα εντοπίζουμε».

Κάποτε τα γρι-γρι έβγαιναν στη θάλασσα και τους 12 μήνες του έτους. Τα τελευταία χρόνια όμως, όπως λέει ο καπετάνιος, τα πράγματα άλλαξαν. «Πλέον δουλεύουμε 9,5 μήνες το χρόνο. Λόγω της απαγόρευσης που ισχύει, σταματάμε από τις 15 Δεκεμβρίου έως και την 1 Μαρτίου και σε αυτό το χρονικό διάστημα συντηρούμε τα εργαλεία αλλά και το καΐκι μας».

«Κανείς δεν κατάλαβε για ποιους λόγους ίσχυσε η συγκεκριμένη απαγόρευση. Παλαιότερα -πριν από περίπου 15 χρόνια- δουλεύαμε διαρκώς και χωρίς καμία απαγόρευση. Όταν αρχίσαμε να διαμαρτυρόμαστε κατά της απαγόρευσης, κανείς δεν μας έδωσε μία πειστική απάντηση. Αυτό που καταλάβαμε όμως είναι ότι επειδή σταματούν και οι ψαρότρατες για 4 μήνες το καλοκαίρι, αναγκάζουν κι εμάς να κάνουμε το ίδιο τους κατά τους μήνες του χειμώνα».

Το... προσωπικό

Όλοι σχεδόν οι αλλοδαποί εργάτες που δουλεύουν και μένουν μέσα στα αλιευτικά σκάφη προέρχονται από Αίγυπτο. «Πρόκειται για οικονομικούς μετανάστες, οι οποίοι δουλεύουν και τους 9,5 μήνες που βρίσκεται στη θάλασσα ένα γρι-γρι. Έχουν πράσινη κάρτα και βρίσκονται στην Ελλάδα ως οικονομικοί μετανάστες, κάνουν κανονικά φορολογική δήλωση», λέει ο Γιάννης Γιαννακουδάκης. «Αν δεν ήταν αυτοί, ελάχιστα σκάφη θα δούλευαν, καθότι όπως σας είπα και προηγουμένως, οι Έλληνες αποφεύγουν να κάνουν αυτή τη δουλειά».



Οι ανεπιθύμητοι

Ανάμεσα στα μικρά αφρόψαρα, όπως ο γαύρος ή η σαρδέλα, βρίσκουν συχνά χώρο στα δίχτυα τους και κάποιοι... ανεπιθύμητοι επισκέπτες. Μεγάλα ψάρια, πελαγίσια, όπως παλαιότερα όταν είχαν «μαζέψει» δύο τεράστια σαλάχια με βάρος 250 – 300 το καθένα. Σε πολλές των περιπτώσεων, παγιδεύονται στα δίχτυα και ξιφίες ή σκυλόψαρα και πιο σπάνια δελφίνια, φώκιες ακόμα και γλάροι, που στη συνέχεια επιστρέφουν και πάλι στο φυσικό τους περιβάλλον.

Ο γιος


Ο Δημήτρης Γιαννακουδάκης, αν και μόλις 36 ετών, παντρεύτηκε σε μικρή ηλικία και ήδη είναι πατέρας δύο παιδιών. Τόσο εκείνος, όσο και ο αδελφός του ακολούθησαν τα βήματα του πατέρα τους. Παρά το γεγονός ότι ήθελε να γίνει λογιστής, η θάλασσα τον τράβηξε κοντά της.

Με όπλο τους τα σύγχρονα μέσα, το ψάρεμα για εκείνους δεν θυμίζει σε τίποτα τη δουλειά που έκανε παλαιότερα ο πατέρας τους. Η σύγχρονη τεχνολογία και τα ραντάρ, βοηθούν στον εντοπισμό των κοπαδιών, διευκολύνοντας ένα επάγγελμα από τη φύση του ιδιόμορφο.

Το ψάρεμα με γρι-γρι

«Ανάλογα με την εποχή, φεύγουμε από το λιμάνι μία ή δύο ώρες πριν νυχτώσει», λέει ο Δημήτρης. «Σκοπός είναι να ξεκινήσουμε να ψάχνουμε τα ψάρια μόλις νυχτώσει. Ρίχνουμε τα φώτα στη θάλασσα, γύρω από τα οποία μαζεύονται τα κοπάδια σταδιακά. Όπως συμβαίνει με τα έντομα, όταν μαζεύονται γύρω από το φως, έτσι συμβαίνει και με τα αφρόψαρα. Όταν συγκεντρωθεί σημαντική ποσότητα, ξεκινάμε το καλάρισμα. Απλώνουμε τα δίχτυα περιμετρικά, γύρω από τη λάμπα και στη συνέχεια τα μαζεύουμε, μαζί με ό,τι ποσότητα ψαριού υπάρχει μέσα σε αυτά», εξηγεί ο Δημήτρης.



«Τα ψάρια συγκεντρώνονται στο τελείωμα του διχτυού, το οποίο κλείνει και γίνεται σαν μία μεγάλη απόχη. Ωστόσο, πολλές φορές συμβαίνει να μην συναντήσουμε ένα ικανοποιητικό σε αριθμό ψαριών σε ένα κοπάδι. Άλλωστε οι παράγοντες που καθορίζουν την ψαριά είναι πολλοί και διαφορετικοί. Όπως είναι το φεγγάρι και το έντονο φως, τα οποία αποπροσανατολίζουν τα ψάρια, τα οποία σε αυτή την περίπτωση δεν πηγαίνουν στις λάμπες που έχουμε ρίξει. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι θα συναντήσει καθημερινά την καλή ψαριά. Μπορεί να τύχει να γυρίσουμε ακόμα και με άδεια χέρια, ή κάποιες άλλες να γυρίσουμε στη στεριά φορτωμένοι. Να σας θυμίσω τη γνωστή παροιμία: "του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο επτά φορές είν’ αδειανό και μια φορά γεμάτο"», λέει ο γιος του καπετάν Γιάννη.

Από πιτσιρικάς στο καΐκι

Ο ίδιος έγινε ψαράς, καθώς από πιτσιρικάς έμπαινε στο καΐκι τα καλοκαίρια μαζί με τον αδελφό του, και βοηθούσαν τον πατέρα τους. «Θυμάμαι μάλιστα, κάποιες φορές που δεν μας έπαιρνε μαζί του, βάζαμε ακόμα και τα κλάματα. Μας έπιανε το παράπονο. Έτσι, έβγαλα το λύκειο, και βλέποντας ότι η αγορά δεν προσφερόταν για πολλά πράγματα, καθότι υπήρχε ανεργία και δύσκολα μπορούσε κανείς να αποκατασταθεί επαγγελματικά, αποφάσισα να μπω στο καΐκι. Το ψάρεμα όμως μ’ αρέσει. Και είναι και μία οικογενειακή υπόθεση. Αδέλφια, ξαδέλφια, πατεράδες. Είμαστε όλοι μαζί».



Μιλώντας για τα θετικά προκρίνει το γεγονός ότι είναι αφεντικό του εαυτού του. «Κανείς δεν θα μου ζητήσει το λόγο για το τι έκανα. Επίσης βρίσκομαι στη φύση, μακριά από το θόρυβο της πόλης και την κίνηση που πρέπει κάποιος να αντιμετωπίσει για να πάει το πρωί στο γραφείο του. Το μόνο αρνητικό ίσως είναι ότι δουλεύουμε νύχτα. Δεν παύει να είναι κι αυτή μία δουλειά, η οποία αν πάνε όλα καλά, αφήνει και ένα καλό μεροκάματο...».

















































Δεν υπάρχουν σχόλια: