Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

Η ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΑΓΙΑΝΝΗ

To να παίρνει ο πεινασμένος ένα καρβέλι δεν είναι κλοπή
Απο πάθημα σε πάθημα, σχημάτισε σιγά σιγά την πεποίθηση πως η ζωή είναι πόλεμος και πως σ’ αυτόν τον πόλεμο αυτός ήτανε νικημένος…» από τους «Άθλιους» τουΒίκτωρος Ουγκώ
Αθήνα 2016:  «Οι άνθρωποι τον άγγιζαν μόνο για ν’ αφήσουν στο κορμί του μώλωπες. Κάθε τους επαφή, ήτανε πληγή σ’ αυτόν». Έτσι λέει ο μέγας οικουμενικός συγγραφέας Βίκτωρας Ουγκώ για τον ήρωα του, τον Γιάννη Αγιάννη και τους μυριάδες σαν αυτόν της γης, νυν και αεί. Πολύ παλιά, αλλά όπως πάντα, ένας πεινασμένος 25χρονος, ο Γιάννης Αγιάννης, σπάει τη τζαμένια βιτρίνα ενός φούρνου για να κλέψει μια φραντζόλα ψωμί. Πεινάει. Και στο σπίτι της αδελφής του που μένει, με τα σφιχτά αγέλαστα χείλια και την ακόμα πιο σφιχτή καρδιά, περιμένουν εφτά ορφανά από πατέρα. Σπάζοντας το τζάμι ο θείος αρπάζει το ψωμί και ματωμένο απ το χέρι του που αιμορραγεί θα αποκοτήστε την αδικία του θανάτου, της ανεργίας,
της βαρυχειμωνιάς, για λίγο. Τον πιάνουν. Κάτεργα. Πέντε χρόνια για κλοπή. Δεν έχει όνομα. Είναι ένα νούμερο πια. Προσπάθειες να δραπετεύσει. Πάντα τον πιάνουν. Τα χρονιά γίνονται 19. Για ένα κομμάτι ψωμί κάποτε…
Γράφει η Αλεξάνδρα Τσόλκα
Ιταλία 2011: Ένας άστεγος οικονομικός μετανάστης απ την Ουκρανία, ο Ρομάν Οστριάκοβ (photo), κλέβει δύο κομμάτια τυρί και ένα πακέτο λουκάνικα Φρανκφούρτης, συνολικής αξίας 4 ευρώ, από λουσάτο σουπερμάρκετ της Γένοβα. Καλός, χορτάτος πελάτης τον βλέπει. Ειδοποιεί το προσωπικό του σουπερ μάρκετ.  Ο κλέφτης συλλαμβάνεται. Δε προλαβαίνει να φάει. Συνεχίζει να πεινάει. Δίκη. Καταδίκη. Ποινή φυλάκισης έξι μηνών και χρηματικό πρόστιμο ύψους 100 ευρώ. Φυσικά και δεν έχει το ποσό! Έφεση! Η πρώτη ποινή δεν τραβιέται πίσω. Να πληρώσει! Να πάει φυλακή! Σε τρίτο και οριστικό βαθμό, ο Ιταλικός Άρειος Πάγος ανέτρεψε την καταδικαστική απόφαση και ακύρωσε την ποινή. Χρειάστηκαν 5 χρόνια για να αποφανθεί η δικαιοσύνη των ανθρώπων πως  «η κατάσταση της υγείας του κατηγορουμένου και οι συνθήκες κατά τις οποίες έκλεψε τα εμπορεύματα καταδεικνύουν ότι πήρε μόνο όση ποσότητα φαγητού χρειαζόταν για να καλύψει τις άμεσες και απαραίτητες διατροφικές του ανάγκες» όπως αναφέρει το δικαστήριο στη γραπτή του ετυμηγορία.   Πάλι καλά που ήταν μόνο 5 τα χρονιά στον 21ο αιώνα. Γιατί στην Ευρώπη του 1800 και κάτι, ήταν 19! Πολλοί δημοσιογράφοι βρήκαν στην Ιταλία, εξαιρετικά φιλεύσπλαχνη την απόφαση του Άρειου Πάγου, ειδικά σε εποχές που η ανεργία μαστίζει την Ευρώπη! Μια Ευρώπη που βρίσκει προφανώς πολιτισμένο να αφήνει ανθρώπους σε εποχές έκρηξης καταναλωτικών αγαθών να πεινάμε, να μένουν στους δρόμους, να περιπλανώνται δίχως στέγη, ζέστη, φαγητό, νερό. Όπως στα 1800 και κάτι. Όπως πάντα…
Γαλλία – Κάτεργα – 1815: Ο Ουγκώ βάζει τον Αγιαννη να σκέπτεται, όπως θα μπορούσε να κάνει ακριβώς και ο Οστριάκοβ:
«…Είδε πως δεν ετιμωρήθηκε άδικα· ανεγνώρισε πως δεν ήταν αθώος. Παραδέχθηκε πως είχε κάμει μια αξιόμεμπτη πράξη, ότι αν ζητούσε εκείνο το ψωμί που είχε αρπάξει, ίσως δεν θα του το αρνιόνταν· ότι, οπωσδήποτε ήτανε προτιμότερο να το περιμένει, είτε από τη ζητιανιά, είτε από τη δουλειά, ότι μπορούν ν’ απαντήσουν καταφατικά στην ερώτηση: «μπορώ να περιμένω όταν πεινάω;» Ότι αυτός δεν είναι λόγος· ότι, πρώτα πρώτα, είναι σπανιότατο να πεθάνει κανείς από την πείνα· έπειτα, δυστυχώς ή ευτυχώς, ο άνθρωπος είναι έτσι πλασμένος, πότε να υποφέρει πολύν καιρό, να υποφέρει πολύ ψυχικά και σωματικά χωρίς να πεθαίνει· ότι χρειαζότανε λοιπόν υπομονή, ότι αυτό θάτανε το καλύτερο, έστω και για τα φτωχά ανήλικα εκείνα παιδιά· ότι ήτανε τρέλα το να θελήσει αυτός, άρρωστος και δυστυχισμένος άνθρωπος, να πιάσει την κοινωνία ολόκληρη από το λαιμό και να φαντασθεί ότι γλιτώνει κανείς από την φτώχεια με την κλεψιά, ότι οπωσδήποτε είναι πολύ κακή πόρτα για να βγει από τη φτώχεια, η πόρτα από την οποία μπαίνει κανείς στην ατιμία· ότι τέλος έφταιξε… Έπειτα αναρωτιότανε αν αυτός ήταν ο μόνος φταίχτης στην ιστορία αυτή. Αν πρώτα πρώτα, δεν ήτανε πράγμα σοβαρό το να λείψει δουλειά σ’ αυτόν που ήταν δουλευτής· το να λείψει ψωμί σ’ αυτόν που ήταν εργατικός.
Αν έπειτα αφού το φταίξιμο έγινε κι εξομολογήθηκε, δεν ήταν τιμωρία βαριά και υπερβολική. Αν δεν έκανε μεγαλύτερη κατάχρηση ο νόμος στην ποινή, παρ’ όση ο ένοχος στο φταίξιμο. Αν ο ζυγός, με τον οποίον ζυγίζεται το δίκαιο, έχει τις πλάστιγγες ισόρροπες, και δεν είναι βαρύτερη η ζυγαριά όταν μπαίνει το αντίποινο. Αν η επιβάρυνσις της ποινής δεν σβήνει το φταίξιμο, κι αν δεν στρέφει το πράγμα προς το αντίθετο μέρος, βάζοντας, στη θέση του εγκλήματος του ενόχου, το έγκλημα του τιμωρού, μεταβάλλοντας τον ένοχο σε θύμα, τον οφειλέτη σε δανειστή, και στρέφοντας οριστικά το δίκαιο μάλλον προς το μέρος εκείνου που το παραβίασε.
Αν αυτή η ποινή, που επιβαρύνεται σε κάθε απόπειρα δραπετεύσεως, δεν καταντά στο τέλος κατάχρησις του ισχυροτάτου εις βάρος του ασθενεστέρου, έγκλημα της κοινωνίας κατά του ατόμου, έγκλημα που επαναλαμβάνεται κάθε μέρα και που βάσταξε δεκαεννιά χρόνια. Αναρωτήθηκε αν η ανθρώπινη κοινωνία έχει το δικαίωμα να εξαναγκάζει τα μέλη της να υπομένουν, στη μια περίπτωση την παράλογη απρονοησία της, στην άλλη δε την άσπλαγχνη πρόνοιά της, και να φυλακίζει για πάντα ένα φτωχόν άνθρωπο, ανάμεσα σε μιαν έλλειψή της και σε μιαν υπερβολή της· έλλειψη μεν δουλειάς γι’ αυτόν, υπερβολής δε τιμωρίας εναντίον του.

Αν δεν είναι πολύ κακό το να φέρνεται έτσι η κοινωνία προς εκείνα μάλιστα τα μέλη της που τους έτυχε ο μικρότερος κλήρος στην από τύχη γενόμενη μοιρασιά των αγαθών, κι επομένως είναι πιο πολύ άξια επιεικείας.  Σκεπτόμενος αυτά τα ζητήματα και λύνοντάς τα, έκρινε κι αυτός την κοινωνία και την κατεδίκασε. Την κατεδίκασε σε τι; Στο μίσος του. Την κατέστησε υπεύθυνη για την τύχη του, και είπε βαθιά στην καρδιά του ότι ίσως δεν θα εδίσταζε μια μέρα να της ζητήσει το λόγο. Είπε βαθιά στην καρδιά του ότι δεν υπήρχε ισορροπία ανάμεσα στη ζημιά που έκαμε αυτός και στη ζημιά που του έκαμαν. Έβγαλε τέλος πάντων το συμπέρασμα ότι η τιμωρία του δεν ήτανε μεν αδικία, αλλ’ ήταν βέβαια απανθρωπιά»…

Αλεξάνδρα Τσόλκα

Δεν υπάρχουν σχόλια: