Η ιστορία παρακολούθησης των τηλεφωνικών συνομιλιών του Νίκου Ανδρουλάκη είναι από μόνη της μία τεράστια υπόθεση λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών της Πολιτείας αλλά και του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας του Κράτους και όλων των θεσμικών οργάνων.
Συζητήσεις έχουν γίνει πολλές για το θέμα, επίκειται δε και προ ημερησίας διάταξης συζήτηση στη Βουλή.
Η εικόνα που προσπάθησε να παρουσιάσει ο Πρωθυπουργός και η Κυβέρνηση είναι αυτή ενός «λάθους» ή μίας «κακής εφαρμογής» πραγμάτων που προβλέπει το ισχύον νομικό πλαίσιο και τα οποία μπορούν εύκολα να διορθωθούν με κάποιες αλλαγές που θα γίνουν.
Για μένα όμως, αυτά που κατά καιρούς ζούμε σαν «αστοχίες» του κρατικού μηχανισμού είναι στην πραγματικότητα η κορυφή ενός παγόβουνου που από κάτω του κρύβει ιδεολογικές και θεσμικές νομοτέλειες.
Στην μακρά επαγγελματική μου σταδιοδρομία έμαθα να αναζητώ σε κάθε πράγμα που συμβαίνει,
πέρα από τα προφανή «άμεσα αίτια», και τα λεγόμενα «βαθύτερα αίτια», δηλαδή την πραγματική πηγή του κακού.Είναι γεγονός ότι αυτή η Κυβέρνηση εκλέχτηκε από τον ελληνικό λαό με ένα πολύ συγκεκριμένο ιδεολογικό πρόσημο, το οποίο έλεγε ότι το Κράτος που είχαν δημιουργήσει προηγούμενες κυβερνήσεις, ακόμη και του ίδιου πολιτικού χώρου, ήταν απόλυτα αναποτελεσματικό και γι’ αυτό έπρεπε να αλλάξει ριζικά.
Θα θυμούνται όλοι ότι το πρώτο νομοσχέδιο που έφερε στη Βουλή η Κυβέρνηση ήταν αυτό του «επιτελικού κράτους». Και τότε, πολλοί είχαν πει ότι το μόνο για το οποίο δεν μιλούσε αυτό το νομοσχέδιο ήταν για έναν πραγματικά επιτελικό σχεδιασμό της λειτουργίας του Κράτους, καθώς το μόνο που έκανε ήταν μία αναδιοργάνωση της δομής του, χωρίς καμία επέμβαση στις βασικές αρχές λειτουργίας, σύμφωνα με επιστημονικά μοντέλα που είναι παγκοσμίως αναγνωρισμένα.
Στη συνέχεια, εκείνο που φάνηκε πολύ καθαρά ήταν ότι αυτό το διατυμπανιζόμενο μοντέλο δεν ήταν παρά η λεοντή, κάτω από την οποία κρυβόταν η πραγματική ιδεολογική επιλογή του απόλυτου συγκεντρωτισμού. Και δεν υπήρχε ούτε μία δημόσια τοποθέτηση Υπουργού ή κυβερνητικού στελέχους που να μην αναφέρει ότι κάθε τι που γινόταν ήταν αυτό που ο Πρωθυπουργός προσωπικά είχε σχεδιάσει και είχε δώσει τις εντολές να υλοποιηθεί.
Αρκετοί έδειχναν να προσπερνούν αυτό το παραπάνω, θεωρώντας ότι εκείνο που μέτραγε ήταν το αποτέλεσμα. Έτσι, η ευφορία μίας υποτιθέμενης καλής πορείας της οικονομίας (ας ήταν καλά ο ΣΥΡΙΖΑ και τα χρήματα που μάζεψε, στύβοντας μία πολύ μεγάλη μερίδα πολιτών) ή η αρκετά πετυχημένη αντιμετώπιση της πρώτης φάσης της πανδημίας, μαζί και με άλλα, αντικειμενικά θετικά της διακυβέρνησης, όπως η διαχείριση της τουρκικής επιθετικότητας, έβαλαν εκ των πραγμάτων σε δεύτερη μοίρα θέματα όπως η λειτουργία των θεσμών, η αξιοκρατία, ο σεβασμός στα δικαιώματα του πολίτη και άλλα παρόμοια.
Ήρθε όμως το πλήρωμα του χρόνου και άρχισαν να «σκάνε» τα ιδεολογήματα και να αποκαλύπτεται η ένδεια σε θέματα αρχών.
Θα μπορούσα να γράψω πολλά γύρω από τα θέματα αυτά, όμως θα ήθελα, αντί αυτού, να παραθέσω δύο άρθρα, επώνυμων ανθρώπων, τα οποία διάβασα πρόσφατα και τα οποία με βρίσκουν στα περισσότερα σημεία τους απόλυτα σύμφωνο.
Πρόκειται για το άρθρο «Το μαύρο κουτί ενός διορισμού» του Χαρίδημου Τσούκα και το άρθρο «Έλεγχος και συγκέντρωση εξουσίας» του Δημήτρη Παπαδημητρίου, τα οποία και παραθέτω.
ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΟΥΤΙ ΕΝΟΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ
Στο
διάγγελμά του για την υπόθεση της παρακολούθησης τηλεφωνικών
συνομιλιών του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Ν.
Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ, ο πρωθυπουργός
αναφέρθηκε στην «αυτοκριτική» διάθεση
που, όπως είπε, τον χαρακτηρίζει.
Αναζήτησα
την «αυτοκριτική» στο διάγγελμά του, αλλά δεν τη βρήκα. Σαν τον πιστό που διακηρύσσει τη φιλαλληλία αλλά δεν την αποδεικνύει, ο κ. Μητσοτάκης ισχυρίστηκε ότι επιδίδεται σε αυτοκριτική αλλά, απέφυγε, εν προκειμένω, να την ασκήσει. Ναι μεν, αξιέπαινα, παραδέχθηκε το λάθος της ΕΥΠ, αλλά η παραδοχή σφάλματος δεν συνιστά αυτοκριτική. Αυτοκριτική Θα πει: εξετάζω πού έκανα λάθος και γιατί. Αν είχα τη δυνατότητα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, τι θα έπραττα διαφορετικά;
Αν ο πρωθυπουργός ήταν πράγματι αυτοκριτικός, Θα έπρεπε να πάρει τα πράγματα από την αρχή. Γιατί επέμενε να διορίσει διοικητή τηs ΕΥΠ τον κ. Κοντολέοντα, ένα στέλεχος εταιρείας παροχής
υπηρεσιών ασφάλεια με μηδαμινή πείρα σε
Θέματα εθνικά ασφάλεια; Γιατί άλλαξε φωτογραφικά τον νόμο περί τυπικών προσόντων, προσθέτοντας την ασαφή διαζευκτική φράση «ή δεκαετής τουλάχιστον αποδεδειγμένη επαγγελματική απασχόληση», προκειμένου να διοριστεί ο κ. Κοντολέων; Γιατί αυτή η εμμονή στην επιλοyή του συγκεκριμένου προσώπου, στην εταιρεία του οποίου είχε επιβληθεί πρόστιμο για «συμμετοχή σε συμφωνία/εναρμονισμένη πρακτική» από την Επιτροπή Ανταγωνισμού το 2015 και η οποία είχε καταγγελθεί για παραβίαση της εργατικής νομοθεσία το 2009 (βλ. «Κ»,13/6/2009);
Όταν υπάρχουν σκιές σε έναν
επικείμενο δημόσιο διορισμό, οι οποίες
τεκμηριώνονται σε σχετική συζήτηση
στη Βουλή, γιατί μια κυβέρνηση
που διακηρύσσει ότι επιδιώκει τη
συναίνεση για εθνικά Θέματα δεν μεταπείθεται αλλά ενεργεί μονοκόμματα και μονοκομματικά; Γατί να μη θεωρηθεί προσχηματική η τωρινή διακήρυξη του πρωθυπουργού ότι «θα είναι ανοιχτός σε κάθε
δημιουργική ιδέα» για την αναδιοργάνωση της ΕΥΠ, όταν είχε κλειστά τα αυτιά του στις εμπεριστατωμένες αντιρρήσεις για την επιλογή του κ. Κοντολέοντος;
Τέλος,
όταν ο πρωθυπουργός υπάγει, με συγκεντρωτικό ζήλο, την ΕΥΠ στι αρμοδιότητές του, δεν είναι εύλογο να χρεώνεται ο ίδιο την πολιτική ευθύνη
για σημαντικά σφάλματά τηs; Αν ναι, πώs
εξιλεώνεται πολιτικά; Γιατί φέρει «αντικειμενική πολιτική ευθύνη» ο γενικός γραμματέα του Γραφείου του Πρωθυπουργού, ένας μετακλητός διοικητικός υπάλληλος, και όχι ο πολιτικός του προϊστάμενος;
Η
παρεκτροπή της ΕΥΠ —στην καλύτερη
εκδοχή, απόρροια τηs ακρισίας του
επικεφαλής της— δεν είναι απλώς
ένα «ολίσθημα», όπως είπε ο
πρωθυπουργός. Είναι κάτι χειρότερο,
το οποίο προέκυψε από τη διασταύρωση δύο αντιλήψεων για τη λειτουργία του κράτους: μία συγκυριακή (η δογματικώς αγοραία αντίληψη περί «επιτελικού κράτους», από την οποία εμφορείται η σημερινή κυβέρνηση) και μία διαχρονικά (η ιδιοκτησιακή αντίληψη του κράτους, που καλλιέργησαν όλες οι κυβερνήσεις).
Εξηγούμαι:
Όταν
διορίστηκε ο κ. Κοντολέων, η
κυβέρνηση χαιρέτισε την επιλογή του
ως εταιρικού στελέχους «απαλλαγμένου από γραφειοκρατικές αγκυλώσεις που χαρακτήριζαν άλλες εποχές». Προσέξτε πως απαξιώνεται ω «γραφειοκρατική αγκύλωση» η σταδιοδρομία στον
κρατικό μηχανισμό και η εξ αυτής γνώση της
λειτουργίας του! Ενα στέλεχος του
ιδιωτικού τομέα θεωρείται εκ
προοιμίου κατάλληλο να διοικήσει μια
μυστική υπηρεσία. Δεν είναι σίγουρο τι προηγείται : η ιδεοληψία περί διοικητικής ανωτερότητας του ιδιωτικού τομέα και η εν συνεχεία επιλογή στελέχους από αυτόν ή η επιλογή
συγκεκριμένου προσώπου και η εκ των
υστέρων ιδεολογική κατασκευή για τη
δικαιολόγησή της; Ο,τι κι αν ισχύει, υιοθετείται το αδόκιμο ιδεολόγημα ότι ο πυρήνας του κράτους διοικείται απαραιτήτως καλύτερα αν προσωρινά μεταφυτευτούν σε αυτό στελέχη της αγοράς, όχι αν το κράτος
αναπτύξει ενδογενώς τα δικά του
στελέχη, όπως συμβαίνει σε θεσμικώς
ανεπτυγμένες χώρες της κεντρικής και
βόρειας Ευρώπης. Αν ο πρωθυπουργός ενδιαφερόταν για διεθνώς «βέλτιστες πρακτικές», όπως είπε, Θα επιδίωκε να
μάθει από τη μακρά παράδοση δημόσιας διοικητικής αριστείας αυτών των
χωρών.
Τα
θεσμικά αντίβαρα στην κυβερνητική εξουσία είναι αναιμικά και ανεπιθύμητα από την εκάστοτε κυβέρνηση. Στην κοινοβουλευτική συζήτηση για τον διορισμό του κ. Κοντολέοντοs, το 2019, ο υπουργό κ. Γεραπετρίτης είπε: «ΕΥΠ σημαίνει να έχει τη δυνατότητα η κυβέρνηση να διορίζει τα πρόσωπα και να ορίζει τα προσόντα για να εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον». Με άλλα λόγια: Η κυβέρνηση θέλει να κόβει και να ράβει κατά το δοκούν — να προσαρμόζει καιροσκοπικά τα προσόντα σε προεπιλεγέντα πρόσωπα και να επιλέγει ετσιθελικά όποιον επιθυμεί. Το έκαναν διακομματικά όλοι — από του διορισμούς των Ψυχάρη (στη θέση διοικητή του Αγίου Opouς) και Μίχα (στη θέση προέδρου
του ΕΦΕΤ) μέχρι
χαριστικούς διορισμούς στη διοίκηση
νοσοκομείων. Όταν το κράτος το
βλέπεις σαν λάφυρο, το
μεταχειρίζεσαι σαν ιδιοκτησία. Ο
προβληματισμός περί θεσμικής διακυβέρνησης
(goveιnance) (π.χ. πως εποπτεύεται καλύτερα η ΕΥΠ σε ένα κράτος δικαίου;) υποβαθμίζεται. Αυτό που μετράει είναι να διοικεί τον κρατικό φορέα κάποιος «δικός μας».
Το
πραγματικό ερώτημα, τελικά, δεν είναι
γιατί και πως προέκυψε η παρεκτροπή
της ΕΥΠ, αλλά πως (και για πόσο ακόμη) αυτή η χώρα θα καταφέρνει να στέκεται
όρθια.
* 0 κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com)
είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και
ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο
Warwίck.
ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Η υπόθεση παρακολούθησης Ανδρουλάκη επανάφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για το επιτελικό κράτος.
Ο Ευάγyελος Βενιζέλος κατέληξε πως «παρακολουθούμε ένα ολόκληρο μοντέλο συγκεντρωτικής άσκησης της εξουσίας να φτάνει με πολύ θόρυβο στα όριά του». Στιs διαπιστώσεις Βενιζέλου αντανακλάται η σαφώς πλειοψηφούσα yνώμη του νομικού κόσμου ότι η Ελλάδα πάσχει από «πρωθυπουργοκεντρισμό».
Στο
τελευταίο μου βιβλίο με τον Κέβιν
Φέδερστοουν για τους Έλληνες πρωθυπουργούς επισημάναμε τα χρόνια προβλήματα συντονισμού και καθοδήγησης της κυβέρνησης. Μιλήσαμε για ένα «παράδοξο δύναμης», αντιπαραβάλλοντας τις εκτεταμένες
συνταγματικές εξουσίες του Έλληνα
πρωθυπουργού, με τους εξαιρετικά
«ρηχούς» θεσμούς υποβοήθησης του
έργου της κυβέρνησης που στερούνται
συνέχειας, τεχνογνωσίας και σύνδεσης με την υπόλοιπη διοίκηση. Καταλήξαμε ότι ο «Αυτοκράτορας» είναι στην ουσία «γυμνός» και το μοντέλο
διακυβέρνησης ακραία «υπουργοκεντρικό».
Με
την άποψή μας φαίνεται να
συντάχθηκε και ο τωρινός
πρωθυπουργός. Γι' αυτό, αμέσως μετά
την εκλογική του νίκη το 2019, δημιούργησε την Προεδρία της Κυβέρνησης,
με εκατοντάδες υπαλλήλους και
νέες αρμοδιότητες, συμπεριλαμβανομένης και της υπαγωγής της ΕΥΠ στον πρωθυπουργό.
Με το νέο σύστημα η θέση του πρωθυπουργού τυπικά ενδυναμώθηκε.
Όμως ο συγκεντρωτισμός στη λήψη αποφάσεων
δεν σημαίνει κατ' ανάγκη και καλύτερο
έλεγχο. Φαίνεται πως η επιτυχής διαχείριση της αρχικής φάσης της πανδημίας —που οργανώθηκε κεντρικά από το
Μαξίμου— δημιούργησε υπεραισιοδοξία.
Όμως οι αστοχίες του κρατικού μηχανισμού στις πυρκαγιές του 2021 ή κατά τη διάρκεια της ύστερης φάσης της πανδημίας
δεν λειτούργησαν όσο διδακτικά θα έπρεπε.
Η
επιτελικότητα του κράτους είναι
θέμα θεσμών και διαδικασιών, όχι προσώπων. Το
σύστημα διακυβέρνησης Μητσοτάκη,
παρά τις μεμονωμένες επιτυχίες του, είναι εξαιρετικά
προσωποπαγές και γι' αυτό
ευάλωτο. Το διοικητήριο της
κυβέρνησης μοιάζει περισσότερο με
ένα δίκτυο φίλων, χωρίς χαρακτηριστικά μιας μόνιμης, διατηρήσιμης διοικητικής δομής. Η συντριπτική πλειονότητα των συνεργατών του
πρωθυπουργού είναι μετακλητοί υπάλληλοι.
Το αποτύπωμά τους είναι παροδικό και
δεν συνεισφέρει στη δημιουργία θεσμικής μνήμης. Η σχέση απόλυτης εξάρτησης δημιουργεί μια εκατέρωθεν αυταπάτη ασφάλειας, χωρίς τους
περιορισμούς μιας ανεξάρτητης διοίκησης.
Όμως η υπόθεση της ΕΥΠ αποδεικνύει περίτρανα πως οι προσωπικές και συλλογικές
αδυναμίες του συστήματος διακυβέρνησης
χρεώνονται τελικά στον ίδιο τον
πρωθυπουργό. Όσο πιο συγκεντρωτικό
(και ανεξέλεγκτο) το σύστημα, τόσο μεγαλύτερη η ζημιά για τον πολιτικό
προϊστάμενο.
Η
ελληνική κυβέρνηση χρειάζεται
καλύτερο κεντρικό συντονισμό.
Όποτε αυτό δεν κατέστη δυνατό, η χώρα πλήρωσε
μεγάλο τίμημα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι
ο πρωθυπουργός μπορεί να δρα, θεσμικά και διοικητικά, με ανεξέλεγκτο τρόπο. Τα ανώτερα στελέχη της κυβερνητικής γραφειοκρατίας πρέπει να είναι μόνιμοι υπάλληλοι
και να λειτουργούν μέσα σε ένα σταθερό
διοικητικό σύστημα. Όσο αυτό δεν
γίνεται πράξη, ο τωρινός πρωθυπουργός θα συνεχίσει να πληρώνει το κόστος που
πλήρωσαν όλοι σχεδόν οι προκάτοχοί
του. Το κόστος της «εμπιστοσύνης».
* 0 Κ. Δημήτρης Παπαδημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου