Ο γνωστός δημοσιογράφος Paul Mason, αφήνει για λίγο τις οικονομικές αναλύσεις και προτείνει με άρθρο του στον Guardian «λύση» για τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Ο (φιλέλληνας) δημοσιογράφος Πολ Μέισον, γνωστός για τις οικονομικές αναλύσεις του, προτείνει σε άρθρο του στον Guardian, «λύση» για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, μία λύση που προσγειώνει το επίμαχο ζήτημα στον 21ο αιώνα.
Ο Πολ Μέισον θεωρεί ότι, η δημιουργία ενός νέου τύπου μουσείου, με τη βοήθεια της τεχνολογίας -εικονική πραγματικότητα και 3D εκτύπωση- μπορεί να λύσει το θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα, υπό την έννοια ότι μπορεί να καταστήσει τη «φυσική θέση» των αρχαίων αριστουργημάτων λιγότερο σημαντική,
Κάνει λόγο για ρέπλικες -αντίγραφα με 3D εκτύπωση- για τους Βρετανούς και τα πρωτότυπα στην Αθήνα.
«Οι εργάτες του Ελγιν αρχικά ζήτησαν άδεια για να σχεδιάσουν, να μετρήσουν και να φτιάξουν καλούπια για τα αριστουργήματα του Παρθενώνα. Αυτό ήταν σωστό αφού εκείνη την εποχή ήταν ένα ερείπιο. Όμως πέρα από την επιθυμία να μετρήσουν και να καταγράψουν, υποθέτω ότι ήθελαν και να το αγγίξουν, να δημιουργήσουν φυσική επαφή με τον εξιδανικευμένο Ελληνικό κόσμο. Δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να νιώθουμε άσχημα - κι όμως τα σύγχρονα μουσεία ακόμη και σήμερα, δεν το επιτρέπουν».
Ο (φιλέλληνας) δημοσιογράφος Πολ Μέισον, γνωστός για τις οικονομικές αναλύσεις του, προτείνει σε άρθρο του στον Guardian, «λύση» για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, μία λύση που προσγειώνει το επίμαχο ζήτημα στον 21ο αιώνα.
Ο Πολ Μέισον θεωρεί ότι, η δημιουργία ενός νέου τύπου μουσείου, με τη βοήθεια της τεχνολογίας -εικονική πραγματικότητα και 3D εκτύπωση- μπορεί να λύσει το θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα, υπό την έννοια ότι μπορεί να καταστήσει τη «φυσική θέση» των αρχαίων αριστουργημάτων λιγότερο σημαντική,
Κάνει λόγο για ρέπλικες -αντίγραφα με 3D εκτύπωση- για τους Βρετανούς και τα πρωτότυπα στην Αθήνα.
Μπορείς να σκανάρεις τον θεό Ιλισσό και να τον τυπώσεις σε κάθε πόλη σε όλο τον κόσμο. Δεν θα είναι το ίδιο με το αυθεντικό, αλλά θα μπορείς να τον αγγίξεις...
Το άρθρο ξεκινά με τον δανεισμό του ποτάμιου θεού Ιλισσού στο Μουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης, το γεγονός δηλαδή, που πυροδότησε εκ νέου το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα, αφού επρόκειτο για την πρώτη φορά σε 200 χρόνια, που το Βρετανικό Μουσείο «μετακίνησε» τα Παρθενώνεια Γλυπτά και προχώρησε σε δανεισμό. Στην εισαγωγή του ο Μέισον κάνει ένα «ολιστικό» δημοσιογραφικό πέρασμα από τις σχέσεις Ρωσίας, Ε.Ε., ΗΠΑ, Ελλάδας και τις κυρώσεις για την Ουκρανία μέχρι την αδυναμία των ελλήνων αγροτών να εξάγουν ροδάκινα...Θέλω να αγγίξω το Γλυπτό
«Θέλω να ξέρω πολλά περισσότερα για τον Ιλισσό απ' όσα αναφέρει η ενημερωτική πινακίδα μπροστά του στο Ερμιτάζ. Θέλω να ξέρω πληροφορίες για τις ικανότητες των ανθρώπων που τον δημιούργησαν. Θέλω να καταλάβω τι λέει το μυϊκό του σύστημα για το ανθρώπινο σώμα και την ψυχή. Επιπλέον, θέλω να αγγίξω το γλυπτό» γράφει ο Μέισον.«Οι εργάτες του Ελγιν αρχικά ζήτησαν άδεια για να σχεδιάσουν, να μετρήσουν και να φτιάξουν καλούπια για τα αριστουργήματα του Παρθενώνα. Αυτό ήταν σωστό αφού εκείνη την εποχή ήταν ένα ερείπιο. Όμως πέρα από την επιθυμία να μετρήσουν και να καταγράψουν, υποθέτω ότι ήθελαν και να το αγγίξουν, να δημιουργήσουν φυσική επαφή με τον εξιδανικευμένο Ελληνικό κόσμο. Δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να νιώθουμε άσχημα - κι όμως τα σύγχρονα μουσεία ακόμη και σήμερα, δεν το επιτρέπουν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου