10 σημεία χαρακτήρα του νοικοκυραίου –
Οι ιδέες της άρχουσας τάξης είναι σε κάθε εποχή, οι άρχουσες ιδέες, δηλαδή η τάξη, που είναι η άρχουσα υλική δύναμη της κοινωνίας, είναι συνάμα και η άρχουσα πνευματική δύναμη. Η τάξη, που έχει στη διάθεσή της τα μέσα της υλικής παραγωγής, διαθέτει για τούτο ταυτόχρονα και τα μέσα της πνευματικής παραγωγής, έτσι της είναι συνάμα υποταγμένη κατά μέσον όρο οι ιδέες όσων δεν έχουν τα μέσα της πνευματικής παραγωγής. Οι άρχουσες ιδέες απλώς και μόνο εκφράζουν ιδεατά τις κυρίαρχες υλικές συνθήκες, τις κυρίαρχες υλικές συνθήκες διατυπωμένες σε ιδέες- άρα τις συνθήκες, που κατασταίνουν ακριβώς κυρίαρχη τη μία τάξη, άρα τις συνθήκες της κυριαρχίας της.
Φονιάδες των λαών νοικοκυραίοι, φαντάζετε ωραίοι, πνιγμένοι μες στα χρέη.
Ο ναζισμός ήξερε πάντα να εκτιμά σωστά τη σημασία του μικροαστισμού. «Η μεσαία τάξη έχει καίρια σημασία για την ύπαρξη του κράτους», έγραφε μια προκήρυξη των γερμανών εθνικοσοσιαλιστών στις 8 Απριλίου του 1932. Και όντως, οι μικροαστοί έχουν κοινωνική ισχύ δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με την οικονομική τους δύναμη.
Σε αυτούς στηρίζεται η λειτουργία του κράτους.
Είναι αυτοί που εξυμνούν το Κράτος,
ως ρυθμιστή της κοινωνικής συνοχής και προστάτη. Βρίσκονται ανάμεσα σε δύο συμπληγάδες που τους τρομάζουν εξίσου. Από τη μία το μεγάλο κεφάλαιο που φθονούν και από την άλλη οι εξαθλιωμένοι, που μισούν, γιατί σ’ αυτούς βλέπουν τον φόβο της κατάληξής τους. Ο ρόλος που παίζει για τη μεγάλη βιομηχανία ο εθνικοσοσιαλισμός και το αντίθετο γεννούν μια σχέση πάθους. Κατ’ αναλογία και ο μικροαστός υπακούει δουλικά σε ένα κράτος ολοκληρωτικό που του υπόσχεται την επιβίωση και την ανέλιξη. Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση δεν είναι μόνο η ανικανότητά του να νιώσει αλληλεγγύη για τον πιο άτυχο απ’ αυτόν, που χαρακτηρίζει τον μικροαστό, αλλά ούτε με τον όμοιό του δεν μπορεί, αφού η σχέση τους είναι ανταγωνιστική.
Κάποιες φορές ένας εξειδικευμένος βιομηχανικός εργάτης αμoίβεται καλύτερα από έναν μέσο υπάλληλο, ή η οικονομική του σταθερότητα είναι μεγαλύτερη από έναν μικροεπιχειρηματία. Ωστόσο, ένας βιομηχανικός εργάτης που δεν έχει ειδική σχέση με την εργοδοσία του, γνωρίζει ότι η αλληλεγγύη και ο κοινός αγώνας θα του εξασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες. Η νοοτροπία του μικροαστού υπαλληλίσκου ή μικροεπιχειρηματία δεν τον αφήνουν να βιώσει την υλική ανάγκη να νοιαστεί για τον διπλανό στη βάση της κοινής τους μοίρας. Αυτός έχει να ελπίζει σε μια προοπτική ανέλιξης που του υπόσχεται το αφεντικό, το οποίο θέλει να ευχαριστεί. Ο μικροαστός ταυτίζεται με την κρατική εξουσία, με την τιμή του έθνους, όπως ο δουλικός υπάλληλος μίας επιχείρησης νοιάζεται για τα συμφέροντα του αφεντικού του περισσότερο από των συναδέλφων του. Νοιώθει ανώτερος από έναν κοινό εργάτη, τον οποίο μισεί, αφού σ’ αυτόν βλέπει ο, τι φοβάται πως θα γίνει. Ο μικροαστός διαλέγει να μισεί τον εργάτη, τον εξαθλιωμένο, τον μετανάστη. Ταυτόχρονα, χαίρεται όταν χάνουν τα προνόμιά τους άλλες ομάδες με τις οποίες βρίσκεται πάνω κάτω στην ίδια οικονομική κατάσταση. Χαίρεται αν οι δάσκαλοι των παιδιών του πληρώνονται με το βασικό μισθό, αν οι γιατροί δουλεύουν απλήρωτοι, αν απολυθούν οι μισοί δημόσιοι υπάλληλοι, αν κλείσει το μαγαζί του διπλανού, όσο αυτός μένει απ’ έξω. Όταν αγγίξει κανείς τα δικά του προνόμια, ο νοικοκυραίος θα αρχίσει την κλάψα. Βλέπει το όνειρό του να γίνει σαν το αφεντικό του να καταρρέει κι όμως είναι δύσκολο να το δεχτεί και να λάβει δράση εναντίον του. Αντίθετα, φταίνε οι πιο εξαθλιωμένοι για την κατάστασή του, ή κάποιος εσωτερικός ή εξωτερικός εχθρός που επιτίθεται στο έθνος.
Είναι αυτή η δειλία του μικροαστού να δει την κατάσταση του καθαρά και να συνειδητοποιήσει τον εφιαλτικό ρόλο που παίζει στην ιστορία, που τον κάνει να προσκολλάται στο θέαμα των πραγμάτων και να εξοβελίζει την ουσία. Ο μικροαστός καταλήγει σε μια χαρακτηροδομή, που περιγράφεται από τη λέξη νοικοκυραίος. Ο νοικοκυραίος είναι αυτός που θέλει την ησυχία του και κοιτάει τη δουλίτσα του ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη σφαγές. Είναι ο μίζερος, κακόμοιρος και κουτοπόνηρος χαφιές. Είναι αυτός που θρέφεται με τη διαπόμπευση τοξικοεξαρτημένων κοριτσιών από τον Λοβέρδο, από τα συντηρητικά ανέκδοτα του Θέμου Αναστασιάδη όταν συνοδεύονται από λίγο γυναικείο κρέας, από τις εκπομπές για τους τύπους της εγκληματικότητας των μεταναστών της Τατιάνας Στεφανίδου και του συζύγου της.
10 σημεία χαρακτήρα του νοικοκυραίου:
1. Ο νοικοκυραίος πιστεύει ότι όλοι τον ζηλεύουν. Βλέπει τον εαυτό του στο κέντρο συνομωσιών που θέλουν να τον βλάψουν επειδή είναι εκλεκτός. Είναι τυπικό για κάποιον που φθονεί την ευτυχία των άλλων, είτε αυτή παίρνει τη μορφή οικονομικής ευημερίας, είτε της κοινωνικής αποδοχής, είτε της προσωπικής ευτυχίας και δεν μπορεί να το δεχτεί, να το αντιστρέφει πιστεύοντας ότι είναι όλοι οι άλλοι που τον ζηλεύουν. Ο νοικοκυραίος θέλει να νοιώθει διαλεκτός, γι’ αυτό και είναι έτοιμος να ακολουθήσει όποιον τον κολακέψει, είτε ως κυρίαρχο λαό, είτε ως διαλεχτό έθνος, είτε ως στυλοβάτη της γλυκιάς πατρίδας.
2. Ο νοικοκυραίος φοβάται και τη σκιά του. Φοβάται τους ισχυρούς, φοβάται τους ανίσχυρους μήπως τους μοιάσει, φοβάται την αλλαγή, φοβάται να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη. Και ως γνήσιος δειλός στρέφει την οργή του για αυτή την κατάστασή του προς τον ανίσχυρο, το παιδί, τη γυναίκα, τον άνεργο, τον μετανάστη. Όταν ο Λοβέρδος δηλώνει πως τα κρούσματα ελονοσίας οφείλονται στους λαθρομετανάστες, είναι ο νοικοκυραίος που θα αγνοήσει τη βασική ιατρική γνώση αιώνων που λέει πως η ελονοσία δεν μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο και θα τον πιστέψει. Όταν η γιαγιά του Μιχαλολιάκου θα δηλώσει στο Πρώτο Θέμα ότι την παρενόχλησε Πακιστανός, ο νοικοκυραίος θα το πιστέψει και αυτό.
3. Ο νοικοκυραίος είναι υπέρμαχος της παραδοσιακής οικογένειας με τον πιο υποκριτικό τρόπο. Αποζητά τον πατέρα αυστηρό προστάτη, φιγούρα που θα τον τραβά σε όλη του τη ζωή σε ηγέτες και αφεντικά. Η μητέρα απαγορεύεται να είναι και γυναίκα με ερωτικές επιθυμίες. Μπορεί να δουλεύει για να βοηθά την οικογένεια, είναι όμως η μητρότητα που της δίνει την αξία στην οικογένεια και αυτή που υποκαθιστά την ερωτική της ζωή. Ο στερημένος νοικοκυραίος εξυψώνει την οικογενειακή ηθική και καταπιέζει τις κρυφές του επιθυμίες μέχρι αυτές να γίνουν διαστροφές. Καταφεύγει στα κρυφά σε ο, τι καταδικάζει με μένος στα φανερά, είτε αυτό είναι η πορνεία, η ομοφυλοφιλία, η πορνογραφία για τους λιγότερο τολμηρούς κ.ο.κ, ενώ διψά γεμάτος ενοχές για λίγο μπούτι στις διαφημίσεις εσωρούχων ή για μια τζούρα γυμνασμένους κοιλιακούς σε κάποια σαπουνόπερα.
4. Ο νοικοκυραίος φθονεί την ελευθερία και μισεί όσους αντιστέκονται, γιατί είναι κάτι που δεν μπορεί να βιώσει. Ταυτίζεται με τα ΜΑΤ ενάντια στον μαθητή, στον φοιτητή, στον εργάτη. Θέλει η βία να αποτελεί μονοπώλιο του κρατικού μηχανισμού, με εξαίρεση τη φυσική βία που ασκεί αυτός στους πιο αδύναμους από αυτόν (και τη βία που ασκεί στην αισθητική). Βρίζει την πόρνη και ταυτόχρονα την ποθεί. Κοροϊδεύει ο, τι δεν καταλαβαίνει. Διατείνεται ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, για να καλύψει την ανικανότητά του για οτιδήποτε δημιουργικό.
5. Ο νοικοκυραίος έχει ψηλά στον κώδικα αξιών του τη δουλειά. Η δουλειά είναι αυτή που μας κάνει ανθρώπους, θα πει. Είναι είτε η πειθαρχία αυτή που τον διεγείρει, η προσκόλληση στη μηχανή και η επιθυμία του για επιβράβευση από το αφεντικό του, είτε η εργασία των άλλων, όταν είναι σε θέση να ζει απ’ αυτή. Σε κάθε περίπτωση αυτή η διαδικασία που τον μετατρέπει εθελόδουλα σε γρανάζι μηχανής, του απομυζά σιγά σιγά κάθε σταγόνα ελεύθερης δημιουργικότητας που του έχει απομείνει.
6. Ο νοικοκυραίος δεν επιθυμεί την τάξη και την ασφάλεια ως επιβεβλημένη κατάσταση, παρά μόνο ως διαδικασία ενάντια στον συνάνθρωπο. Για παράδειγμα, το μεταναστευτικό δεν είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Είναι μια ευλογία από τη μία για τα αφεντικά που μπορούν να εκμεταλλεύονται κουφάρια ανθρώπων και ύστερα να τα ξεφορτώνονται και από την άλλη για τον φασίστα που έτσι μπορεί να εξασκήσει την ψυχανωμαλία του. Όταν βγάζει κηρύγματα για την τιμή του έθνους, ο φασίστας δεν έχει να προτείνει τίποτα που δεν εμπλέκει την επίθεση σε άλλα έθνη.
7. Η φασιστική μικροαστική τάξη είναι η ίδια η δημοκρατική, φιλελεύθερη τάξη, αλλά σε διαφορετική ιστορική περίοδο του κεφαλαιοκρατισμού. Αυτό συμβαίνει γιατί ο μικροαστός θέλει να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στην κανονικότητα που ορίζεται από την εκάστοτε οικονομική κατάσταση της παραγωγής. Από το ΠΑΣΟΚ του ‘81 μέχρι την σαμαρική ακροδεξιά και τη Χ.Α., ο νοικοκυραίος, εξαρτημένος από την επίδειξη δύναμης, ακολουθεί όποιον ηγέτη τον κάνει να νοιώθει σημαντικός και ασφαλής.
8. Η κουλτούρα του νοικοκυραίου είναι όσο πιο δυνατό κοντά στην κανονικότητα. Ένας μέσος τύπος θα ακολουθήσει ο, τι σκουπίδι του πετάξει η βιομηχανία μαζικής κουλτούρας και θα περάσει την ώρα του αναπαράγοντας ο, τι κλισέ απομνημονεύσει από την τηλεόραση. Η κύρια αυτή αρχή εξειδικεύεται ανάλογα με την ηλικία και τον κοινωνικό μικρόκοσμο. Ο νοικοκυραίος διψά για θέαμα, όπως ο βρικόλακας για αίμα. Είναι εξαρτημένος στο κουτσομπολιό, στην κλειδαρότρυπα, για να νοιώσει καλύτερα για τον εαυτό του. Η κοινώς αποδεκτή ως υψηλή τέχνη θα μπει μέσα στη μηχανή του κιμά και θα βγει σε σφηνάκια ημιμάθειας, που εξυπηρετούν την ανάγκη του να νοιώθει διαφορετικός. Οι ίδιες αρχές εξειδικεύονται και για τους λεγόμενους «εναλλακτικούς» μικροαστούς.
9. Ο νοικοκυραίος απέχει παρασάγγας από τα πρότυπά του. Δεν είναι ούτε άριος και υπεράνθρωπος, ούτε επιτυχημένος επιχειρηματίας, ούτε μορφωμένος, ούτε πλούσιος, ούτε καν καλός χριστιανός ή τίμιος. Ο νοικοκυραίος μισεί τον εαυτό του γι’ αυτό.
10. Ο φασίστας νοικοκυραίος δεν είναι εκτός του αστικού πολιτιστικού πλαισίου, όπως λένε οι αστοί επικριτές του νεοφασισμού. Είναι ακριβώς η αποκορύφωση αυτού του πολιτισμού. Είναι το αποτέλεσμα του πολιτισμού της εξατομίκευσης και αντικειμενοποίησης του ανθρώπου, της αποθέωσης του κρατικού μηχανισμού ως παντοδύναμου και αναγκαίου, της εξιδανίκευσης της εργαλειακής ορθολογικότητας, του στυγνού αντικειμενισμού, της αναγωγής των πάντων σε αριθμούς, της καταστροφής της φύσης ως αυτή να προοριζόταν για να υπηρετεί τον άνθρωπο, της μίμησης της δύναμης της φύσης για τη δικαιολόγηση της καταστροφικής μανίας του ανθρώπου, της δικαιολόγησης του σαδισμού προς χάριν της επιστημονικής εγκυρότητας. Ο νοικοκυραίος λατρεύει τον τρόπο που ο Πρετεντέρης εξηγεί ορθολογικά και με βάση αδιάσειστα οικονομικά στοιχεία, γιατί η απόλυση 2.000 δημοσίων υπαλλήλων είναι αναγκαία για την οικονομική ανάπτυξη και τη μελλοντική ευημερία.
Υπάρχει ελπίδα; Μέσα στον κοινωνικό κανιβαλισμό, όταν πλήττονται τα συμφέροντα της μικροαστικής τάξης, αυτή έχει δύο επιλογές. Ή θα συνεχίσει στον ατομικό αγώνα επιβίωσης, στην ξεφτίλα του χαφιέ και του δουλικού υπηκόου που γυρεύει ένα ξεροκόματο, ή θα δει την κοινή μοίρα που της επιφυλάσσει η εξίσωση με τα προλεταριακά στρώματα. Η δεύτερη επιλογή είναι ευπρόσδεκτη, πάντα πίσω από τις σημαίες της εργατικής πλειοψηφίας, για την κατάργηση της ιδιοκτησίας, της ετερόνομης εργασίας, την αυτοδιάθεση.
Όλοι έχουμε έναν μικροαστό μέσα μας, σε όλους κρύβεται ένας νοικοκυραίος που αγωνιά για ένα σπιτάκι και μια δουλίτσα, που δεν πολυσκοτίζεται για το θάνατο που βασιλεύει, αρκεί να διατηρήσει τη δική τη θλιβερή ζωούλα, μπροστά στην τηλεόραση. Όλα μίζερα και υποκοριστικά. Αυτόν τον μικροαστό μπορείς να τον μισήσεις και να τον αγνοήσεις ή ακόμα και να τον απωθήσεις, να φωνάξεις με οργή ενάντια στους προσκυνημένους που θα’ ναι όλοι οι άλλοι εκτός από σένα, να κοιτάξεις την προσωπική σου ελευθερία μέσα στην ψευδαίσθηση πως αγνοώντας τα, τα δεσμά θα εξαφανισθούν και τελικά να τα νομιμοποιήσεις. Μπορείς και να τον κοιτάξεις με συμπάθεια αυτόν τον μικροαστό, να τον αγαπήσεις και γι’ αυτό να τον αλλάξεις μέσα στον αγώνα για ζωή και αξιοπρέπεια, να τον γκρεμίσεις σιγά σιγά μες στον αγώνα για ελευθερία, για να μπει στη θέση του ο άνθρωπος απ’ την κοινωνία που θέλεις να χτίσεις. Η επιλογή είναι εδώ.
Οι ιδέες της άρχουσας τάξης είναι σε κάθε εποχή, οι άρχουσες ιδέες, δηλαδή η τάξη, που είναι η άρχουσα υλική δύναμη της κοινωνίας, είναι συνάμα και η άρχουσα πνευματική δύναμη. Η τάξη, που έχει στη διάθεσή της τα μέσα της υλικής παραγωγής, διαθέτει για τούτο ταυτόχρονα και τα μέσα της πνευματικής παραγωγής, έτσι της είναι συνάμα υποταγμένη κατά μέσον όρο οι ιδέες όσων δεν έχουν τα μέσα της πνευματικής παραγωγής. Οι άρχουσες ιδέες απλώς και μόνο εκφράζουν ιδεατά τις κυρίαρχες υλικές συνθήκες, τις κυρίαρχες υλικές συνθήκες διατυπωμένες σε ιδέες- άρα τις συνθήκες, που κατασταίνουν ακριβώς κυρίαρχη τη μία τάξη, άρα τις συνθήκες της κυριαρχίας της.
Κ. Μαρξ, Η γερμανική ιδεολογία
Σε αυτούς στηρίζεται η λειτουργία του κράτους.
Είναι αυτοί που εξυμνούν το Κράτος,
ως ρυθμιστή της κοινωνικής συνοχής και προστάτη. Βρίσκονται ανάμεσα σε δύο συμπληγάδες που τους τρομάζουν εξίσου. Από τη μία το μεγάλο κεφάλαιο που φθονούν και από την άλλη οι εξαθλιωμένοι, που μισούν, γιατί σ’ αυτούς βλέπουν τον φόβο της κατάληξής τους. Ο ρόλος που παίζει για τη μεγάλη βιομηχανία ο εθνικοσοσιαλισμός και το αντίθετο γεννούν μια σχέση πάθους. Κατ’ αναλογία και ο μικροαστός υπακούει δουλικά σε ένα κράτος ολοκληρωτικό που του υπόσχεται την επιβίωση και την ανέλιξη. Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση δεν είναι μόνο η ανικανότητά του να νιώσει αλληλεγγύη για τον πιο άτυχο απ’ αυτόν, που χαρακτηρίζει τον μικροαστό, αλλά ούτε με τον όμοιό του δεν μπορεί, αφού η σχέση τους είναι ανταγωνιστική.
Κάποιες φορές ένας εξειδικευμένος βιομηχανικός εργάτης αμoίβεται καλύτερα από έναν μέσο υπάλληλο, ή η οικονομική του σταθερότητα είναι μεγαλύτερη από έναν μικροεπιχειρηματία. Ωστόσο, ένας βιομηχανικός εργάτης που δεν έχει ειδική σχέση με την εργοδοσία του, γνωρίζει ότι η αλληλεγγύη και ο κοινός αγώνας θα του εξασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες. Η νοοτροπία του μικροαστού υπαλληλίσκου ή μικροεπιχειρηματία δεν τον αφήνουν να βιώσει την υλική ανάγκη να νοιαστεί για τον διπλανό στη βάση της κοινής τους μοίρας. Αυτός έχει να ελπίζει σε μια προοπτική ανέλιξης που του υπόσχεται το αφεντικό, το οποίο θέλει να ευχαριστεί. Ο μικροαστός ταυτίζεται με την κρατική εξουσία, με την τιμή του έθνους, όπως ο δουλικός υπάλληλος μίας επιχείρησης νοιάζεται για τα συμφέροντα του αφεντικού του περισσότερο από των συναδέλφων του. Νοιώθει ανώτερος από έναν κοινό εργάτη, τον οποίο μισεί, αφού σ’ αυτόν βλέπει ο, τι φοβάται πως θα γίνει. Ο μικροαστός διαλέγει να μισεί τον εργάτη, τον εξαθλιωμένο, τον μετανάστη. Ταυτόχρονα, χαίρεται όταν χάνουν τα προνόμιά τους άλλες ομάδες με τις οποίες βρίσκεται πάνω κάτω στην ίδια οικονομική κατάσταση. Χαίρεται αν οι δάσκαλοι των παιδιών του πληρώνονται με το βασικό μισθό, αν οι γιατροί δουλεύουν απλήρωτοι, αν απολυθούν οι μισοί δημόσιοι υπάλληλοι, αν κλείσει το μαγαζί του διπλανού, όσο αυτός μένει απ’ έξω. Όταν αγγίξει κανείς τα δικά του προνόμια, ο νοικοκυραίος θα αρχίσει την κλάψα. Βλέπει το όνειρό του να γίνει σαν το αφεντικό του να καταρρέει κι όμως είναι δύσκολο να το δεχτεί και να λάβει δράση εναντίον του. Αντίθετα, φταίνε οι πιο εξαθλιωμένοι για την κατάστασή του, ή κάποιος εσωτερικός ή εξωτερικός εχθρός που επιτίθεται στο έθνος.
Είναι αυτή η δειλία του μικροαστού να δει την κατάσταση του καθαρά και να συνειδητοποιήσει τον εφιαλτικό ρόλο που παίζει στην ιστορία, που τον κάνει να προσκολλάται στο θέαμα των πραγμάτων και να εξοβελίζει την ουσία. Ο μικροαστός καταλήγει σε μια χαρακτηροδομή, που περιγράφεται από τη λέξη νοικοκυραίος. Ο νοικοκυραίος είναι αυτός που θέλει την ησυχία του και κοιτάει τη δουλίτσα του ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη σφαγές. Είναι ο μίζερος, κακόμοιρος και κουτοπόνηρος χαφιές. Είναι αυτός που θρέφεται με τη διαπόμπευση τοξικοεξαρτημένων κοριτσιών από τον Λοβέρδο, από τα συντηρητικά ανέκδοτα του Θέμου Αναστασιάδη όταν συνοδεύονται από λίγο γυναικείο κρέας, από τις εκπομπές για τους τύπους της εγκληματικότητας των μεταναστών της Τατιάνας Στεφανίδου και του συζύγου της.
10 σημεία χαρακτήρα του νοικοκυραίου:
1. Ο νοικοκυραίος πιστεύει ότι όλοι τον ζηλεύουν. Βλέπει τον εαυτό του στο κέντρο συνομωσιών που θέλουν να τον βλάψουν επειδή είναι εκλεκτός. Είναι τυπικό για κάποιον που φθονεί την ευτυχία των άλλων, είτε αυτή παίρνει τη μορφή οικονομικής ευημερίας, είτε της κοινωνικής αποδοχής, είτε της προσωπικής ευτυχίας και δεν μπορεί να το δεχτεί, να το αντιστρέφει πιστεύοντας ότι είναι όλοι οι άλλοι που τον ζηλεύουν. Ο νοικοκυραίος θέλει να νοιώθει διαλεκτός, γι’ αυτό και είναι έτοιμος να ακολουθήσει όποιον τον κολακέψει, είτε ως κυρίαρχο λαό, είτε ως διαλεχτό έθνος, είτε ως στυλοβάτη της γλυκιάς πατρίδας.
2. Ο νοικοκυραίος φοβάται και τη σκιά του. Φοβάται τους ισχυρούς, φοβάται τους ανίσχυρους μήπως τους μοιάσει, φοβάται την αλλαγή, φοβάται να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη. Και ως γνήσιος δειλός στρέφει την οργή του για αυτή την κατάστασή του προς τον ανίσχυρο, το παιδί, τη γυναίκα, τον άνεργο, τον μετανάστη. Όταν ο Λοβέρδος δηλώνει πως τα κρούσματα ελονοσίας οφείλονται στους λαθρομετανάστες, είναι ο νοικοκυραίος που θα αγνοήσει τη βασική ιατρική γνώση αιώνων που λέει πως η ελονοσία δεν μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο και θα τον πιστέψει. Όταν η γιαγιά του Μιχαλολιάκου θα δηλώσει στο Πρώτο Θέμα ότι την παρενόχλησε Πακιστανός, ο νοικοκυραίος θα το πιστέψει και αυτό.
3. Ο νοικοκυραίος είναι υπέρμαχος της παραδοσιακής οικογένειας με τον πιο υποκριτικό τρόπο. Αποζητά τον πατέρα αυστηρό προστάτη, φιγούρα που θα τον τραβά σε όλη του τη ζωή σε ηγέτες και αφεντικά. Η μητέρα απαγορεύεται να είναι και γυναίκα με ερωτικές επιθυμίες. Μπορεί να δουλεύει για να βοηθά την οικογένεια, είναι όμως η μητρότητα που της δίνει την αξία στην οικογένεια και αυτή που υποκαθιστά την ερωτική της ζωή. Ο στερημένος νοικοκυραίος εξυψώνει την οικογενειακή ηθική και καταπιέζει τις κρυφές του επιθυμίες μέχρι αυτές να γίνουν διαστροφές. Καταφεύγει στα κρυφά σε ο, τι καταδικάζει με μένος στα φανερά, είτε αυτό είναι η πορνεία, η ομοφυλοφιλία, η πορνογραφία για τους λιγότερο τολμηρούς κ.ο.κ, ενώ διψά γεμάτος ενοχές για λίγο μπούτι στις διαφημίσεις εσωρούχων ή για μια τζούρα γυμνασμένους κοιλιακούς σε κάποια σαπουνόπερα.
4. Ο νοικοκυραίος φθονεί την ελευθερία και μισεί όσους αντιστέκονται, γιατί είναι κάτι που δεν μπορεί να βιώσει. Ταυτίζεται με τα ΜΑΤ ενάντια στον μαθητή, στον φοιτητή, στον εργάτη. Θέλει η βία να αποτελεί μονοπώλιο του κρατικού μηχανισμού, με εξαίρεση τη φυσική βία που ασκεί αυτός στους πιο αδύναμους από αυτόν (και τη βία που ασκεί στην αισθητική). Βρίζει την πόρνη και ταυτόχρονα την ποθεί. Κοροϊδεύει ο, τι δεν καταλαβαίνει. Διατείνεται ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, για να καλύψει την ανικανότητά του για οτιδήποτε δημιουργικό.
5. Ο νοικοκυραίος έχει ψηλά στον κώδικα αξιών του τη δουλειά. Η δουλειά είναι αυτή που μας κάνει ανθρώπους, θα πει. Είναι είτε η πειθαρχία αυτή που τον διεγείρει, η προσκόλληση στη μηχανή και η επιθυμία του για επιβράβευση από το αφεντικό του, είτε η εργασία των άλλων, όταν είναι σε θέση να ζει απ’ αυτή. Σε κάθε περίπτωση αυτή η διαδικασία που τον μετατρέπει εθελόδουλα σε γρανάζι μηχανής, του απομυζά σιγά σιγά κάθε σταγόνα ελεύθερης δημιουργικότητας που του έχει απομείνει.
6. Ο νοικοκυραίος δεν επιθυμεί την τάξη και την ασφάλεια ως επιβεβλημένη κατάσταση, παρά μόνο ως διαδικασία ενάντια στον συνάνθρωπο. Για παράδειγμα, το μεταναστευτικό δεν είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Είναι μια ευλογία από τη μία για τα αφεντικά που μπορούν να εκμεταλλεύονται κουφάρια ανθρώπων και ύστερα να τα ξεφορτώνονται και από την άλλη για τον φασίστα που έτσι μπορεί να εξασκήσει την ψυχανωμαλία του. Όταν βγάζει κηρύγματα για την τιμή του έθνους, ο φασίστας δεν έχει να προτείνει τίποτα που δεν εμπλέκει την επίθεση σε άλλα έθνη.
7. Η φασιστική μικροαστική τάξη είναι η ίδια η δημοκρατική, φιλελεύθερη τάξη, αλλά σε διαφορετική ιστορική περίοδο του κεφαλαιοκρατισμού. Αυτό συμβαίνει γιατί ο μικροαστός θέλει να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στην κανονικότητα που ορίζεται από την εκάστοτε οικονομική κατάσταση της παραγωγής. Από το ΠΑΣΟΚ του ‘81 μέχρι την σαμαρική ακροδεξιά και τη Χ.Α., ο νοικοκυραίος, εξαρτημένος από την επίδειξη δύναμης, ακολουθεί όποιον ηγέτη τον κάνει να νοιώθει σημαντικός και ασφαλής.
8. Η κουλτούρα του νοικοκυραίου είναι όσο πιο δυνατό κοντά στην κανονικότητα. Ένας μέσος τύπος θα ακολουθήσει ο, τι σκουπίδι του πετάξει η βιομηχανία μαζικής κουλτούρας και θα περάσει την ώρα του αναπαράγοντας ο, τι κλισέ απομνημονεύσει από την τηλεόραση. Η κύρια αυτή αρχή εξειδικεύεται ανάλογα με την ηλικία και τον κοινωνικό μικρόκοσμο. Ο νοικοκυραίος διψά για θέαμα, όπως ο βρικόλακας για αίμα. Είναι εξαρτημένος στο κουτσομπολιό, στην κλειδαρότρυπα, για να νοιώσει καλύτερα για τον εαυτό του. Η κοινώς αποδεκτή ως υψηλή τέχνη θα μπει μέσα στη μηχανή του κιμά και θα βγει σε σφηνάκια ημιμάθειας, που εξυπηρετούν την ανάγκη του να νοιώθει διαφορετικός. Οι ίδιες αρχές εξειδικεύονται και για τους λεγόμενους «εναλλακτικούς» μικροαστούς.
9. Ο νοικοκυραίος απέχει παρασάγγας από τα πρότυπά του. Δεν είναι ούτε άριος και υπεράνθρωπος, ούτε επιτυχημένος επιχειρηματίας, ούτε μορφωμένος, ούτε πλούσιος, ούτε καν καλός χριστιανός ή τίμιος. Ο νοικοκυραίος μισεί τον εαυτό του γι’ αυτό.
10. Ο φασίστας νοικοκυραίος δεν είναι εκτός του αστικού πολιτιστικού πλαισίου, όπως λένε οι αστοί επικριτές του νεοφασισμού. Είναι ακριβώς η αποκορύφωση αυτού του πολιτισμού. Είναι το αποτέλεσμα του πολιτισμού της εξατομίκευσης και αντικειμενοποίησης του ανθρώπου, της αποθέωσης του κρατικού μηχανισμού ως παντοδύναμου και αναγκαίου, της εξιδανίκευσης της εργαλειακής ορθολογικότητας, του στυγνού αντικειμενισμού, της αναγωγής των πάντων σε αριθμούς, της καταστροφής της φύσης ως αυτή να προοριζόταν για να υπηρετεί τον άνθρωπο, της μίμησης της δύναμης της φύσης για τη δικαιολόγηση της καταστροφικής μανίας του ανθρώπου, της δικαιολόγησης του σαδισμού προς χάριν της επιστημονικής εγκυρότητας. Ο νοικοκυραίος λατρεύει τον τρόπο που ο Πρετεντέρης εξηγεί ορθολογικά και με βάση αδιάσειστα οικονομικά στοιχεία, γιατί η απόλυση 2.000 δημοσίων υπαλλήλων είναι αναγκαία για την οικονομική ανάπτυξη και τη μελλοντική ευημερία.
Υπάρχει ελπίδα; Μέσα στον κοινωνικό κανιβαλισμό, όταν πλήττονται τα συμφέροντα της μικροαστικής τάξης, αυτή έχει δύο επιλογές. Ή θα συνεχίσει στον ατομικό αγώνα επιβίωσης, στην ξεφτίλα του χαφιέ και του δουλικού υπηκόου που γυρεύει ένα ξεροκόματο, ή θα δει την κοινή μοίρα που της επιφυλάσσει η εξίσωση με τα προλεταριακά στρώματα. Η δεύτερη επιλογή είναι ευπρόσδεκτη, πάντα πίσω από τις σημαίες της εργατικής πλειοψηφίας, για την κατάργηση της ιδιοκτησίας, της ετερόνομης εργασίας, την αυτοδιάθεση.
Όλοι έχουμε έναν μικροαστό μέσα μας, σε όλους κρύβεται ένας νοικοκυραίος που αγωνιά για ένα σπιτάκι και μια δουλίτσα, που δεν πολυσκοτίζεται για το θάνατο που βασιλεύει, αρκεί να διατηρήσει τη δική τη θλιβερή ζωούλα, μπροστά στην τηλεόραση. Όλα μίζερα και υποκοριστικά. Αυτόν τον μικροαστό μπορείς να τον μισήσεις και να τον αγνοήσεις ή ακόμα και να τον απωθήσεις, να φωνάξεις με οργή ενάντια στους προσκυνημένους που θα’ ναι όλοι οι άλλοι εκτός από σένα, να κοιτάξεις την προσωπική σου ελευθερία μέσα στην ψευδαίσθηση πως αγνοώντας τα, τα δεσμά θα εξαφανισθούν και τελικά να τα νομιμοποιήσεις. Μπορείς και να τον κοιτάξεις με συμπάθεια αυτόν τον μικροαστό, να τον αγαπήσεις και γι’ αυτό να τον αλλάξεις μέσα στον αγώνα για ζωή και αξιοπρέπεια, να τον γκρεμίσεις σιγά σιγά μες στον αγώνα για ελευθερία, για να μπει στη θέση του ο άνθρωπος απ’ την κοινωνία που θέλεις να χτίσεις. Η επιλογή είναι εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου