O Aριστοτέλης Ωνάσης επέστρεψε στη Σμύρνη το 1955.
Η οικογενειακή έπαυλη είχε καταληφθεί από μια οικογένεια Τούρκων οι οποίοι τον προσκάλεσαν να περάσει μέσα.
Ο Ωνάσης έμεινε άναυδος βρίσκοντας τα δωμάτια ακόμη επιπλωμένα με τα αντικείμενα της παιδικής του ηλικίας.
Η οικογενειακή έπαυλη είχε καταληφθεί από μια οικογένεια Τούρκων οι οποίοι τον προσκάλεσαν να περάσει μέσα.
Ο Ωνάσης έμεινε άναυδος βρίσκοντας τα δωμάτια ακόμη επιπλωμένα με τα αντικείμενα της παιδικής του ηλικίας.
"Όταν εγκατέλειπα τη φλεγόμενη Σμύρνη ένιωθα σαν τον κόμη
Μοντεκρίστο...Ήθελα να βρω ένα θησαυρό αμύθητης αξίας και να επιστρέψω
παντοδύναμος να εκδικηθώ αυτούς που κρέμασαν τον θείο μου, σκότωσαν τους
Έλληνες, έκαψαν τα σπίτια μας... Αυτόν τον θησαυρό τον δημιούργησα
μόνος μου και είδα δυνατούς της Γης, πολιτικούς, πρίγκιπες, καλλιτέχνες,
να υποκλίνονται μπροστά μου, όπως και όμορφες και διάσημες γυναίκες...
Έχω τη ψευδαίσθηση ότι κυβερνάω από το γραφείο μου ωκεανούς και
ουρανούς, αλλά συχνά πατώντας στο χώμα, που το νιώθω πιό οικείο και
δυνατό από άσφαλτο, τσιμέντο, μάρμαρο, συνειδητοποιώ ότι δεν είμαι παρά
κόκκος άμμου του σύμπαντος... Το ίδιο ένιωσα κι΄όταν ξαναπάτησα το χώμα
της γενέθλιας πόλης μου..."
Καθώς η θαλαμηγός πλησιάζει στη Σμύρνη, ο Σμυρνιός νιώθει να πεταρίζει η καρδιά του. Φέρνει στο νου τους τις εικόνες της φωτιάς, της καταστροφής, του θανάτου, του ξεριζωμού αυτών που γλίτωσαν από τη Μικρασιατική λαίλαπα.
Ο Αρίστος, έχει κανονίσει να βγει στη προκυμαία με τη βενζινάκατό του,
με άνωθεν διαταγή το Λιμενικό να τον προστατεύει διακριτικά. Με τη συνοδεία δυο ναυτών του, πατάει τη γενέθλια γη αργά τη νύχτα, μέσα στο σκοτάδι και στη σιωπή. Συγκινημένος περπατάει στη γη που είχε εγκαταλείψει μια χαώδη νύχτα του 1922, ενώ είχαν κρεμάσει το θείο του Αλέξανδρο και ο πατέρας του βρισκόταν στη φυλακή... Τότε μύριζε κάπνα, με τα αποκαΐδια στον αέρα, άκουγε τουφεκιές και οιμωγές και πατούσε στα αίματα σφαγμένων. Τώρα όλα είναι ήσυχα, όλοι κοιμούνται και το πρωί θα διαβάσουν στις εφημερίδες ότι ο πλουσιότερος Σμυρνιός του κόσμου βρίσκεται στη γενέθλια πόλη του...
... Βρίσκει εύκολα, αν κι όλα έχουν αλλάξει, την περιοχή του παλιού κτιρίου το Χάνι του Βεζύρη, όπου ο πατέρας του διατηρούσε γραφείο και αποθήκες για τα εμπόρια του... Περνάει έξω από την Ευαγγελική Σχολή, όπου έμαθε γράμματα... Στέκεται στην ξεριζωμένη ελληνική γειτονιά... Αναμνήσεις συνταράσσουν τη σκέψη του... Εικόνες που δεν έχουν σβήσει στις αναμνήσεις ενός ανθρώπου που από κυνηγημένος πρόσφυγας, στέριωσε δικές του ρίζες, γιγάντιες περιουσίες στα τέσσερα σημεία της γης και στόλο σούπερ τάνκερ σε θάλασσες κι΄ωκεανούς! Κοντά ξημέρωμα επιστρέφει στη θαλαμηγό του εξουθενωμένος ψυχικά, αλλά και υπερήφανος που οι αρχές της πόλης τον προστατεύουν ως κόρη οφθαλμού... Ως που να μπεί στη βενζινάκατο, βλέπει σκιές ένστολων να τον παρακολουθούν διακριτικά, αλλά μόλις στρέφει το κεφάλι κατά κει, στέκονται σούζα και φέρνουν το χέρι στο γείσο του καπέλου τους... Του τό χε πει ευγενικά και ο πρωθυπουργός της χώρας: Πασά μου εφέντη Ωνάση, καλωσήρθες στη γενέθλια γη σου... Ανεβαίνει στη γέφυρα... Παίρνει ένα μπουκάλι ουίσκι... Πατάει και το κουμπί στο μαγνητόφωνο με τη φωνή της Ρόζας Εσκενάζι, που κι αυτή δεν ξέρει τί ακριβώς είναι... Οβριά, Τούρκα, Ρωμιά; Τελικά όταν κάποτε του είχε τραγουδήσει το "γελεκάκι" κι΄ήπιαν τη τζούρα τους, το είχε ξεκαθαρίσει: Σμυρνιά είμαι μπρε Αρίστο, Σμυρνιά με κεφαλαία γράμματα, όπως κι΄εσύ Σμυρνιός μάτια μου! Το τραγούδι του καίει τα σωθικά: Στο΄ πα και στο ξαναλέω στο γιαλό μην κατεβείς ο γιαλός φέρνει φουρτούνα θα σε πάρει να χαθείς... και μη μου στέλνεις γράμματα, γιατί γράμματα δεν ξέρω και με πιάνουνε τα κλάματα..
Κείμενο από άρθρο του Δημήτρη Λυμπερόπουλου
Φωτογραφία: Διαδίκτυο
Καθώς η θαλαμηγός πλησιάζει στη Σμύρνη, ο Σμυρνιός νιώθει να πεταρίζει η καρδιά του. Φέρνει στο νου τους τις εικόνες της φωτιάς, της καταστροφής, του θανάτου, του ξεριζωμού αυτών που γλίτωσαν από τη Μικρασιατική λαίλαπα.
Ο Αρίστος, έχει κανονίσει να βγει στη προκυμαία με τη βενζινάκατό του,
με άνωθεν διαταγή το Λιμενικό να τον προστατεύει διακριτικά. Με τη συνοδεία δυο ναυτών του, πατάει τη γενέθλια γη αργά τη νύχτα, μέσα στο σκοτάδι και στη σιωπή. Συγκινημένος περπατάει στη γη που είχε εγκαταλείψει μια χαώδη νύχτα του 1922, ενώ είχαν κρεμάσει το θείο του Αλέξανδρο και ο πατέρας του βρισκόταν στη φυλακή... Τότε μύριζε κάπνα, με τα αποκαΐδια στον αέρα, άκουγε τουφεκιές και οιμωγές και πατούσε στα αίματα σφαγμένων. Τώρα όλα είναι ήσυχα, όλοι κοιμούνται και το πρωί θα διαβάσουν στις εφημερίδες ότι ο πλουσιότερος Σμυρνιός του κόσμου βρίσκεται στη γενέθλια πόλη του...
... Βρίσκει εύκολα, αν κι όλα έχουν αλλάξει, την περιοχή του παλιού κτιρίου το Χάνι του Βεζύρη, όπου ο πατέρας του διατηρούσε γραφείο και αποθήκες για τα εμπόρια του... Περνάει έξω από την Ευαγγελική Σχολή, όπου έμαθε γράμματα... Στέκεται στην ξεριζωμένη ελληνική γειτονιά... Αναμνήσεις συνταράσσουν τη σκέψη του... Εικόνες που δεν έχουν σβήσει στις αναμνήσεις ενός ανθρώπου που από κυνηγημένος πρόσφυγας, στέριωσε δικές του ρίζες, γιγάντιες περιουσίες στα τέσσερα σημεία της γης και στόλο σούπερ τάνκερ σε θάλασσες κι΄ωκεανούς! Κοντά ξημέρωμα επιστρέφει στη θαλαμηγό του εξουθενωμένος ψυχικά, αλλά και υπερήφανος που οι αρχές της πόλης τον προστατεύουν ως κόρη οφθαλμού... Ως που να μπεί στη βενζινάκατο, βλέπει σκιές ένστολων να τον παρακολουθούν διακριτικά, αλλά μόλις στρέφει το κεφάλι κατά κει, στέκονται σούζα και φέρνουν το χέρι στο γείσο του καπέλου τους... Του τό χε πει ευγενικά και ο πρωθυπουργός της χώρας: Πασά μου εφέντη Ωνάση, καλωσήρθες στη γενέθλια γη σου... Ανεβαίνει στη γέφυρα... Παίρνει ένα μπουκάλι ουίσκι... Πατάει και το κουμπί στο μαγνητόφωνο με τη φωνή της Ρόζας Εσκενάζι, που κι αυτή δεν ξέρει τί ακριβώς είναι... Οβριά, Τούρκα, Ρωμιά; Τελικά όταν κάποτε του είχε τραγουδήσει το "γελεκάκι" κι΄ήπιαν τη τζούρα τους, το είχε ξεκαθαρίσει: Σμυρνιά είμαι μπρε Αρίστο, Σμυρνιά με κεφαλαία γράμματα, όπως κι΄εσύ Σμυρνιός μάτια μου! Το τραγούδι του καίει τα σωθικά: Στο΄ πα και στο ξαναλέω στο γιαλό μην κατεβείς ο γιαλός φέρνει φουρτούνα θα σε πάρει να χαθείς... και μη μου στέλνεις γράμματα, γιατί γράμματα δεν ξέρω και με πιάνουνε τα κλάματα..
Κείμενο από άρθρο του Δημήτρη Λυμπερόπουλου
Φωτογραφία: Διαδίκτυο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου