Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2021

H ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΩΡΑΙΟΤΕΡΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Το αγαπημένο λαϊκό τραγούδι σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, μουσική Μίμη Πλέσσα κι ερμηνεία της αξέχαστης Πόλυ Πάνου. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος γεννήθηκε στις 14 Νοεμβρίου του 1935.

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είναι ένας από τους πιο χαρισματικούς Έλληνες δημοσιογράφους, ποιητές και στιχουργούς.

`Έχει γράψει περί τα 1.200 τραγούδια με τους πιο σημαντικούς Έλληνες συνθέτες και τραγουδιστές, έχει μεταφράσει ποίηση του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, του Πάμπλο Νερούδα, του Ναζίμ Χικμέτ και ο  δίσκος του "Ο Δρόμος", με αντίτυπα άνω του 1.000.000, κατέχει το ελληνικό ρεκόρ πωλήσεων.

"Τι σου`κανα και πίνεις..." ένα τραγούδι που αν και έχει ερμηνευτεί από πολλούς καλλιτέχνες, νομίζω ότι έχει ταυτιστεί με μια σπουδαία  λαϊκή φωνή. Αυτή της αξέχαστης Πόλυ Πάνου.

Στιχουργός του είναι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος σε μουσική Μίμη Πλέσσα,

  πρωτοακούστηκε από την Πόλυ Πάνου το 1968 στην ταινία της Φίνος Φιλμς «Ολγα αγάπη μου» σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη.

"Οι πόνοι που σε σφάζουν, πόνοι διπλοί για μένα

σταλάζουν στην καρδιά μου τα δάκρυα που κλαις" ... λένε κάποιοι από τους σπαρακτικούς στίχους του. Πόσο όμορφο είναι να σε αγαπάει κάποιος τόσο πολύ που να πονάει διπλά για εσένα; Nα θέλει μάλιστα "με  δυο φιλιά να πάρει απ’ τα θολά σου μάτια τη μαύρη συννεφιά"...  Και ποιος δε θα ήθελε να το ακούσει αυτό από το σύντροφό του και να είναι αληθινό...

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, έχει πει γι`αυτό το τραγούδι:

"Η Υακίνθη, η κόρη μου, μόλις είχε έρθει από τη θάλασσα και τριγυρνούσε στο σπίτι με το μαγιό και το παρεό της. Δεν τριγυρνούσε, όμως, μονάχα. Τραγουδούσε κιόλας. Το ίδιο τραγούδι συνεχώς. Την ώρα που εγώ, ο καταραμένος, προσπαθούσα να γράψω το χρονογράφημά μου για την εφημερίδα. «Υακίνθη, σε παρακαλώ, κόφ` το!». Αλλά η Υακίνθη, κοπελίτσα στα ντουζένια της, «με έγραψε» κανονικά. «Βρε Υακίνθη, σε παρακαλώ, άσε με λίγο να δουλέψω», ούρλιαξα. Αλλά και πάλι τίποτα. «Τι σου `κανα και πίνεις τσιγάρο στο τσιγάρο...».

Είχα κοκκινίσει από την τσατίλα. Η κόρη μου είδε την κοκκινίλα και φαίνεται πως φοβήθηκε για κάνα... εγκεφαλικό! Ηρθε κοντά μου. Με μαλαγάνεψε αμέσως: «Βρε μπαμπά, μου αρέσει πολύ αυτό το τραγούδι και δεν μου φεύγει από το μυαλό». Ηρέμησα κάπως. «Δικό μου είναι αυτό το τραγούδι», της είπα ανόρεχτα. Τινάχτηκε πάνω κι άρχισε τα γέλια. «Γιατί λες ψέματα;», με αποπήρε. Ψιλοθύμωσα. «Πήγαινε στο ράφι απέναντι και πιάσε τον τόμο με τα τραγούδια μου να δεις αν λέω ψέματα», της είπα.

Πήγε. Είδε ότι έλεγα την αλήθεια, χαμογέλασε ευχαριστημένη και μ` άφησε να κάνω τη δουλειά μου. Το βράδυ, όμως, πάλι τα ίδια... «Πότε το `γραψες αυτό το τραγούδι;»«Πολλά χρόνια προτού γεννηθείς. Το 1968, νομίζω». «Ποια το τραγουδούσε;». «Μια πολύ σπουδαία λαϊκή τραγουδίστρια. Η Πόλυ Πάνου. Εσύ από το ραδιόφωνο το άκουσες;». «Οχι. Στο λιμάνι. Στο μαγαζί του Χατζηδιάκου, του Μυτιληνιού. Στους Γατελούζους. Το λέει μια νεαρή τραγουδίστρια, καινούργια φίλη μου. Η Ελένη. Ελα, αν δεν βαριέσαι, να την ακούσεις και συ».

Βαριόμουνα. Και άλλωστε με περίμενε η παρέα στου Μπαμπάκου για ψαρομεζέδες και κρασί. Δεν πήγα, λοιπόν, στους Γατελούζους. Πήγα, όμως, την επομένη. Τραγουδούσε φυσικά η Ελένη. Μια εντυπωσιακή νέα γυναίκα. Ελεγε πολλά λαϊκά τραγούδια. Είπε κι αυτό. Ικανοποιητικά. Τη ρώτησα πού το `μαθε. «Στη Θεσσαλονίκη. Το τραγουδάει ένα συγκροτηματάκι. Οι Απέναντι. Με μια τραγουδίστρια πολύ καλή, αλλά άγνωστη. Τη Μελίνα Ασλανίδου».

Την άλλη μέρα, περπατώντας με τη γυναίκα μου στην παραλία, γιατί μου το είχαν επιβάλει οι γιατροί λόγω εμφράγματος, τη ρώτησα: «Πώς σου φάνηκε αυτό το τραγούδι;». Με κοίταξε αγριωπά: «Οταν έχεις γράψει την "Καισαριανή", με ρωτάς για τέτοια τραγουδάκια;». Δεν είπα τίποτα. Στο μυαλό μου, επειδή το τραγούδι μού είχε φανεί μικρό, γυρόφερναν κάποιοι καινούργιοι στίχοι για τσοντάρισμα. Μόλις τους τελείωσα, γύρισα και τους είπα στη Ράια: «Αμίλητό μου στόμα, φεγγάρι μου σβησμένο / ανάθεμα την ώρα και τη βαριά στιγμή / όλα για σε τα δίνω, τα δίνω και πεθαίνω / για να μη σε αγγίξουν ξανά οι στεναγμοί». Εκείνη δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. «Εντάξει», έκανε και τάχυνε το βήμα της.

Υπάρχουν όμως στο τραγούδι κάποιοι αστάθμητοι παράγοντες που παίζουν έναν ρόλο, συχνά, πολύ αποφασιστικό. Δηλαδή: εκείνο τον καιρό παιζόταν στην τηλεόραση το «Μπιγκ Μπράδερ». Μια εκπομπή με τεράστια τηλεθέαση. Στο τελευταίο επεισόδιο αυτής της σειράς, ο πρωταγωνιστής χόρεψε ένα δυνατό ζεϊμπέκικο πάνω στο «Τι σου `κανα και πίνεις»! Εγινε χαλασμός από το ίδιο βράδυ! Ηρθαν και μου πήραν σειρά από συνεντεύξεις και είπα ότι το τραγούδι δεν ήταν σπουδαίο, αλλά, σίγουρα, θα κάνει τώρα πια επιτυχία.

Και πράγματι. Πριν περάσει ένα εικοσιτετράωρο, ένα σωρό τηλεοπτικά συνεργεία πήγαν στη Θεσσαλονίκη στο κέντρο Βεντέτα, όπου εμφανιζόταν, να βρουν την Ελένη (Φωτιάδου) για την οποία είχα μιλήσει, ο Μάτσας τής έκλεισε συμβόλαιο και της εξασφάλισε συμμετοχή στο πρόγραμμα του Μητροπάνου, ενώ, ταυτόχρονα, η Ασλανίδου καθιερωνόταν και οι περισσότεροι συνθέτες έτρεχαν να της γράψουν τραγούδια για να επωφεληθούν από τον ντόρο.

Η Ασλανίδου προχώρησε, έχοντας αυτό το τραγούδι σημαία στην καριέρα της. Η Ελένη όμως, στο μεγάλο πάλκο του Μητροπάνου, πέρασε μάλλον απαρατήρητη και ξαναγύρισε στη Θεσσαλονίκη. Τέλος, η κλασική Πόλυ Πάνου που τραγούδησε το τραγούδι αυτό στο φιλμ «Ολγα αγάπη μου», ένιωσε δικαιολογημένη πικρία, γιατί μια καινούργια τραγουδίστρια, με ένα δικό της τραγούδι, από τα παλιά, κατέκτησε μια θέση ανάμεσα στις πιο καλές ερμηνεύτριες.

Χρειάζεται, όμως, να πω εδώ ότι το τραγούδι, με την ερμηνεία της Ασλανίδου και την ενορχήστρωση των Απέναντι, απέκτησε μια νεανικότητα, μια φρεσκάδα, που δεν την είχε στην πρώτη εκτέλεση. Και βέβαια βοήθησε πολύ και το «Μπιγκ Μπράδερ»... Δεν θέλω να πω, φυσικά, ότι ο συνθέτης του τραγουδιού, ο Μίμης Πλέσσας, δεν είχε κάνει τη σωστή ενορχήστρωση για την παλιά εκτέλεση με την Πόλυ Πάνου. Απλώς, η εκτέλεση αυτή ήταν η ιδεώδης για την εποχή που έγινε. Υστερα από δεκαετίες, όμως, τα πράγματα είχαν αλλάξει: οι Απέναντι βάλανε την Ασλανίδου να λέει το τραγούδι α καπέλα, όπως λένε, με το ρεφρέν στην αρχή, ενώ στη σύνθεση του Πλέσσα υπήρχε η εκδοχή τού κουπλέ - ρεφρέν - κουπλέ - ρεφρέν, που ήταν εκείνη που έπρεπε όταν γράφτηκε το τραγούδι.

Τι σου `κανα και πίνεις, τσιγάρο στο τσιγάρο

 

κι είν’ τα πικρά σου μάτια στο πάτωμα καρφιά

 

Πες μου για δε μ’ αφήνεις με δυο φιλιά να πάρω

απ’ τα θολά σου μάτια τη μαύρη συννεφιά

Πες μου για δε μ’ αφήνεις με δυο φιλιά να πάρω

απ’ τα θολά σου μάτια τη μαύρη συννεφιά 

 

Οι πόνοι που σε σφάζουν, πόνοι διπλοί για μένα

σταλάζουν στην καρδιά μου τα δάκρυα που κλαις

 

Να `ξερες πως σπαράζουν τα μέσα μου για σένα

που στέκεσαι μακριά μου και λόγο δε μου λες

Να `ξερες πως σπαράζουν τα μέσα μου για σένα

που στέκεσαι μακριά μου και λόγο δε μου λες

 

Αμίλητό μου στόμα, φεγγάρι μου σβησμένο

ανάθεμα την ώρα και τη βαριά στιγμή

Όλα για σε τα δίνω, τα δίνω και πεθαίνω

για να μη σε αγγίξουν ξανά οι στεναγμοί


Δεν υπάρχουν σχόλια: