Οι συμμαχίες πρέπει να ανταποκρίνονται στους στόχους του αγώνα. Ο αγώνας μας είναι αντιιμπεριαλιστικός. Είναι αγώνας για μια ενεργά ουδέτερη Ελλάδα σε μια ουδέτερη Μεσόγειο.
Διακήρυξη ΠΑΚ- Ιούλιος 1972
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
Είναι εμπειρικά διαπιστωμένο ότι αρκετοί Νεοέλληνες αγνοούμε βασικά ιστορικά γεγονότα της μεταπολεμικής περιόδου. Αν εξαιρέσουμε κάποιους από τις προηγούμενες γενιές, στην πλειονότητά τους οι νεότεροι μισά πράγματα ξέρουμε για όσα συνέβησαν λ.χ. από το 1967 μέχρι σήμερα. Δημοσιεύουμε στη συνέχεια ένα πολιτικό ντοκουμέντο εξαιρετικής πολιτικής και ιστορικής σημασίας, πρόκειται για τη διακήρυξη του Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Μετώπου (ΠΑΚ), η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα το 1972, δύο χρόνια πριν την κατάρρευση της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα.
Ξέφραγο αμπέλι
Το Π.Α.Κ. ήταν μια αντιδικτατορική οργάνωση που ιδρύθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου στην Στοκχόλμη της Σουηδίας (1968), με κύριο στόχο την δυναμική και συντονισμένη αντίσταση στη δικτατορία που είχε επιβληθεί στην Ελλάδα στις 21 Απριλίου 1967. Στο κείμενο, ο ελληνικός απελευθερωτικός αγώνας συνδέεται με την προσπάθεια αποικιοποίησης των χωρών της Μεσογείου: ,
«Η μετατροπή της Ελλάδας σε φρούριο του ΝΑΤΟ και σε ξέφραγο αμπέλι για το δυτικό μονοπωλιακό κεφάλαιο πρέπει να τοποθετηθεί στο γενικότερο ιστορικό πλαίσιο αποικιοποίησης της Νότιας Ευρώπης. Και αυτή η τοποθέτηση απαιτεί να δούμε το ελληνικό απελευθερωτικό κίνημα στο πλαίσιο του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα των χωρών της Μεσογείου. Ένας τέτοιος αγώνας -κατά την περίοδο που διανύουμε- είναι σε παγκόσμια κλίμακα αγώνας ταξικός, αγώνας των τάξεων (της εργατικής τάξης, των αγροτών, των μικροεπαγγελματιών) που αποτελούν το αντικείμενο και το στόχο της εκμετάλλευσης του ξένου κεφαλαίου στο πλαίσιο νεοαποικιακών καθεστώτων.»
Στη διακήρυξη διαγράφονται καθαρά οι ιδεολογικές και πολιτικές κατευθύνσεις του ΠΑΚ. Ο συντάκτης -προφανώς ο Α. Παπανδρέου- εμφανίζεται σαφώς πιο ριζοσπαστικός, σε σχέση με την γραμμή της παραδοσιακής κομμουνιστικής αριστεράς και των δυνάμεων του λεγόμενου πολιτικού κέντρου. Κατά περίπτωση, και εφόσον συντρέχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις επιδοκιμάζει δυναμικές αντιστασιακές ενέργειες, ενώ αλλού κάνει λόγο και για «πολιτικοστρατιωτική» οργανωτική συγκρότηση του ΠΑΚ.:
«Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η ευθύνη της επίσημης Αριστεράς, γιατί με το «μίνιμουμ» πρόγραμμά της και με την επίμονη έκκλησή της για «ενότητα» -από τον Κωνσταντίνο μέχρι το ΚΚΕ- ουσιαστικά νομιμοποιεί το σύστημα δύναμης που κατέχει την πατρίδα μας. Και θα υπήρχε ίσως κάποια ιστορική δικαίωση της θέσης της αν η εξελικτική πολιτική πορεία προς την εθνική μας ανεξαρτησία, τη λαϊκή κυριαρχία και το σοσιαλισμό ήταν εφικτή. Το χιλιανό σχήμα ειρηνικής μετάβασης προς το σοσιαλισμό -έστω κι αν πιστέψει κανείς πως θα φτάσει στον τελικό του στόχο- δεν μπορεί να έχει καμία απολύτως σχέση με την πορεία του αγώνα στην Ελλάδα.»
Το σοβιετικό μπλοκ
Έστω και συμβολικά λοιπόν, ο Παπανδρέου υπερφαλαγγίζει από αριστερά το ΚΚΕ και τις υπόλοιπες δυνάμεις – πλην των αριστεριστών, οι οποίοι θεωρητικά τουλάχιστον τάσσονται υπέρ του σκληρού πολιτικού αγώνα, μέχρι την ανατροπή της δικτατορίας· στην πραγματικότητα, οι οργανωμένες δυνάμεις των αντιστασιακών ομάδων και του ΠΑΚ ήταν σχετικά μικρές στην Ελλάδα και ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν αξιόλογης έκτασης βομβιστικές ή άλλες δυναμικές ενέργειες. Τα δύο ΚΚΕ, «εσωτερικού» και «εξωτερικού», μετά την ιστορική διάσπαση του 1968 είναι επιφυλακτικά -έχει προηγηθεί άλλωστε η οδυνηρή ήττα της κομμουνιστικής αριστεράς στον εμφύλιο πόλεμο (1946-49). Η στάση του ΚΚΕ συνδέεται με την γενικότερη στρατηγική της ΕΣΣΔ στον μεσογειακό χώρο και την χλιαρή αντίδρασή της Μόσχας απέναντι στο καθεστώς των συνταγματαρχών: «Αλλά η εξήγηση για τη θέση της επίσημης Αριστεράς δε βρίσκεται στις μαρξιστικές της αρχές. Βρίσκεται στην πολιτική που ακολουθεί το σοβιετικό μπλοκ. Η διχοτόμηση της Ευρώπης σε δύο στρατιωτικούς συνασπισμούς αποτελεί το θεμέλιο λίθο της «ύφεσης» στην Ευρώπη και της Οστπολιτίκ του Μπραντ. Στο πλαίσιο αυτής της ύφεσης, οι δύο υπερδυνάμεις ενισχύουν τη θέση τους και επεκτείνουν τον έλεγχό τους πάνω στις χώρες των συνασπισμών τους. Κλείνουν, «παγώνουν» το θέμα «Ευρώπη» ενώ ταυτόχρονα εντείνουν τον ανταγωνισμό τους σε άλλες περιοχές του κόσμου – όπως στη Μεσόγειο.»
«Αποδίδουμε όμως ιδιαίτερη σημασία στο ρόλο της επίσημης Αριστεράς, γιατί και εκφράζει τμήμα του αγωνιζόμενου λαού και έχει παίξει πρωτοποριακό ρόλο στους αγώνες του για τη λαϊκή κυριαρχία. Στο σημερινό αγώνα του λαού μας, η ηγεσία της επίσημης Αριστεράς αρνείται το χαρακτηρισμό της χουντικής δικτατορίας ως «κατοχής», όπως αρνείται και το ότι ο χαρακτήρας αυτού του αγώνα είναι «εθνικοαπελευθερωτικός». Χαρακτηρίζει στην πράξη, αν όχι πάντα στα ντοκουμέντα της, τις δυναμικές πράξεις σαν πράξεις μικροαστικού οπορτουνισμού». Ταυτίζει τον αγώνα του λαού μας με διεκδικήσεις «ημερομισθίων» και «τιμών αγροτικών προϊόντων». Αποδέχεται, στο πλαίσιο του «μίνιμουμ» προγράμματος, έστω προσωρινά, την ουσία του συστήματος κατοχής της πατρίδας μας από τους πράκτορες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Δημιουργεί ελπίδες για «εξελικτικές» πορείες – όταν θα πρέπει να γνωρίζει πως μόνο η επαναστατική αναμέτρηση με τις δυνάμεις κατοχής προσφέρει την ελπίδα της λαϊκής νίκης.» Διακήρυξη ΠΑΚ- Ιούλιος 1972
Οι Ηνωμένες Πολιτείες
Ιδιαίτερη και εκτενής αναφορά γίνεται στον ρόλο του αμερικάνικου παράγοντα – αποφεύγονται ωστόσο ακραίες και δεσμευτικές διατυπώσεις: «Το δεύτερο ερώτημα έχει σχέση με τις τελευταίες εξελίξεις στην Αμερική, και ιδιαίτερα με την ανάδειξη του Μαγκάβερν ως υποψήφιου του Δημοκρατικού Κόμματος. Είναι γνωστό πως ο Μαγκάβερν και το Δημοκρατικό Κόμμα έχουν πάρει σαφή θέση πάνω στο ελληνικό θέμα. Δηλαδή, αν ο Μαγκάβερν γίνει πρόεδρος, προτίθεται να διακόψει αμέσως τη στρατιωτική βοήθεια προς τους συνταγματάρχες. Ούτε λίγο ούτε πολύ αυτό σημαίνει στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών στην αμυντική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών σε ό,τι αφορά τον ελληνικό τομέα. Μπορούμε να συμπεράνουμε λοιπόν ότι, αν σπάσει ο διάβολος το πόδι του και εκλεγεί ο Μαγκάβερν, θα επανέλθει η Αμερική στο παλιό σύστημα ελέγχου της Ελλάδας; Πώς ως εκ θαύματος θα γυρίσουμε στις 20 Απριλίου του 1967 και θα συνεχίσουμε τότε τον “Ανένδοτο”;»
Ουσιαστικά προβάλλεται η θέση για μια «ουδέτερη Μεσόγειο», για μια συμμαχία δηλαδή που θα διαμορφωθεί πάνω σε συγκεκριμένους άξονες και θα συνυπολογίσει την πολιτική των δύο υπερδυνάμεων και της Κίνας. Για το ενδεχόμενο αντίδρασης των ΗΠΑ διαβάζουμε: «Το μεγάλο ερώτημα όμως είναι: Τι θα κάνει τότε το Πεντάγωνο; Θα κινητοποιήσει τους πεζοναύτες, τον Έκτο Στόλο, την αεροπορία του να καταπνίξει το λαϊκό κίνημα; Αυτό θα σήμαινε ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση. Μια τέτοια επέμβαση θα προκαλούσε απρόβλεπτες αντιδράσεις στο δυτικοευρωπαϊκό χώρο. Όσο υποτελείς και να έχουν καταστεί οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στο αμερικανικό κατεστημένο, είναι δύσκολο να φανταστούμε πως δε θα αντιδράσουν σε μια ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση – τουλάχιστον στην παρούσα ιστορική φάση.»
Η ΕΣΣΔ πιθανότατα θα προχωρούσε σε αντίποινα, αν οι ΗΠΑ αναλάμβαναν στρατιωτική δράση εναντίον της Ελλάδας: «Αλλά πιο σημαντική, αποφασιστικής σημασίας, είναι σε μια τέτοια περίπτωση η στάση της Σοβιετικής Ένωσης. Παρά τις παραχωρήσεις που έχει κάνει η Σοβιετική Ένωση στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό για να αποφύγει την ένταση στις σχέσεις τους και να μειώσει τις πιθανότητες μιας παγκόσμιας σύρραξης, είναι πιθανότατο πως η αντίδρασή της σε ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών στο μεσογειακό χώρο -ακόμα και στην Ελλάδα, που ανήκει στη δυτική σφαίρα επιρροής- θα έπαιρνε δυναμική μορφή, δηλαδή μορφή αντίποινων, που είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε το γεγονός πως η στάση της στο Κυπριακό έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο για τη χούντα και το Πεντάγωνο. Και αυτό γιατί ο μεσογειακός χώρος είναι χώρος αναμέτρησης ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις.»
Εκ των υστέρων, γνωρίζουμε ότι ο Παπανδρέου -ως πρωθυπουργός- έκανε πολιτικό άνοιγμα ιστορικής σημασίας στον αραβικό κόσμο, εξασφαλίζοντας μια σειρά πολιτικά και οικονομικά ανταλλάγματα για την Ελλάδα. (Λ.χ., όσο κυβερνούσε το Πασόκ, τα τρομοκρατικά χτυπήματα ήταν ελάχιστα, αν τα συγκρίνουμε με όσα συνέβησαν την ίδια περίοδο σε άλλες δυτικές χώρες, έγιναν διμερείς συμφωνίες για σχετικά φτηνό αραβικό πετρέλαιο κ.α). Με άλλα λόγια, παραδοξολογώντας ίσως, μπορούμε να πούμε ότι το Πασόκ επιχείρησε να πολιτευθεί ως δυτικό κόμμα στις σχέσεις του με τους Αμερικάνους, ως κομμουνιστικό απέναντι στη Σοβιετική Ένωση και ως σοσιαλδημοκρατικό στις σχέσεις του Ευρωπαίους της Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Ταυτόχρονα, παρουσιάζεται ως σοβαρός συνομιλητής ισχυρών ένοπλων αντάρτικων οργανώσεων που είχαν χαρακτηριστεί ως τρομοκρατικές με επίσημες κρατικές ανακοινώσεις και συναντιέται με εμβληματικές μορφές του Κινήματος των Αδεσμεύτων*, όπως ο Γιουγκοσλάβος κομουνιστής Γιόσιπ Μπροζ Τίτο. Τα όποια αποτελέσματα αυτής της πολιτικής δεν μπορούμε να τα εξετάσουμε αναλυτικότερα εδώ. Θέλουμε απλώς να δείξουμε ότι -σε μια πρώτη μορφή τουλάχιστον- οι ιδεολογικές κατευθύνσεις που χαράσσει ο επικεφαλής του Πασόκ δηλώνονται ρητά στη διάρκεια της δικτατορίας. Για τις ενδεχόμενες γεωπολιτικές συμμαχίες της χώρας διαβάζουμε: «Φυσική συνέπεια είναι να επιδιώξουμε τη συμμαχία πρώτα απ’ όλα με τα απελευθερωτικά κινήματα της Νότιας Ευρώπης – της Τουρκίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Επίσης φυσική συνέπεια είναι να επιδιώξουμε συμμαχία με τα απελευθερωτικά κινήματα και τις κυβερνήσεις που τα εκφράζουν – στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή. Και πρέπει, τέλος, να καλλιεργήσουμε ενεργά, αλλά χωρίς συμβιβασμούς, τη δυνατότητα μιας νέας στάσης των σοσιαλιστικών χωρών.»
Στις 18 σοσιαλισμός!
Όπως συμβαίνει πολύ συχνά στην ιστορία, η πολιτική ρητορική προσαρμόστηκε στα νέα (κυβερνητικά) δεδομένα και προτεραιότητα είχαν πλέον άλλα (πρακτικά) προβλήματα που έπρεπε να λύσει άμεσα το κυβερνητικό σχήμα που προέκυψε από τις εκλογές του 1981. Κατά την προσωπική μου εκτίμηση, ο ηγέτης του Πασόκ γνώριζε σε βάθος την ψυχοσύνθεση του ελληνικού λαού, εκτίμησε γενικώς σωστά την πολιτική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί μετά την κατάρρευση της χούντας και ουδέποτε πίστεψε πραγματικά σε ένα «μη ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό», έστω και σε συνθήκες στρατιωτικής δικτατορίας ή κατοχής. Είδε ορθά ότι η εκλογική συντριβή του μεταπολεμικού καθεστώτος ήταν εν πολλοίς ζήτημα χρόνου, όπως έδειξε η αλματώδης αύξηση των ποσοστών του από το 1974 μέχρι το 1981. Ο πολιτικός ριζοσπαστισμός της Μεταπολίτευσης ξήλωνε σιγά σιγά το μετεμφυλιακό καθεστώς στην πράξη, ήταν όμως ιστορικά αδύνατο να πραγματοποιήσει μια ένοπλη επανάσταση λενινιστικού ή γκεβαρικού τύπου. Ο Παπανδρέου, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, κέρδισε την ιδεολογική ηγεμονία στο επίπεδο της κοινωνικής δικαιοσύνης από την παραδοσιακή αριστερά (Στις 18 σοσιαλισμός!) και ταυτόχρονα – με σαφείς αναφορές στην ηρωική εαμική αντίσταση – σήκωσε αποφασιστικά τη σημαία του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία. Μετά την τραγωδία της Κύπρου τον Αύγουστο του 1974, εκ των πραγμάτων, η λεγόμενη εθνικόφρονη δεξιά ταυτίστηκε με την εθνική μειοδοσία, τους Αμερικανούς και το παλάτι. (Η χούντα είχε ανακαλέσει ικανά ελληνικά στρατεύματα από το νησί, πολύ πριν την τουρκική εισβολή). Το Κίνημα συνδύασε το εθνικό με το κοινωνικό ζήτημα, κι αφού η πρόταση για εκλογική συντριβή της δεξιάς ήταν η μόνη χειροπιαστή και ρεαλιστική διέξοδος για σημαντικό κομμάτι του ελληνικού λαού, το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα κέρδισε άνετα τις εκλογές του 1981 με ποσοστό 48,5%. και με το γνωστό σύνθημα Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες.
* Το Κίνημα των Αδεσμεύτων, ή Κίνηση των Αδεσμεύτων ιδρύθηκε το 1961 στο Βελιγράδι και βασικοί συντελεστές για την δημιουργία του ήταν ο Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, ο Γιαβαχαρλάλ Νεχρού και ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ. Σκοπός του κινήματος, σύμφωνα με τη διακήρυξη της Αβάνας (1978) είναι να διασφαλίσει «την εθνική ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την ασφάλεια των αδέσμευτων χωρών στον αγώνα τους ενάντια στον ιμπεριαλισμό, την αποικιοκρατία, το ρατσισμό και όλες τις μορφές ξένης επιθετικότητας, κατοχής, κυριαρχίας, ανάμειξης ή ηγεμονίας, καθως και εναντίον των μεγάλων δυνάμεων και των συνασπισμών ισχύος.
Ακολουθεί αυτούσιο ολόκληρο το κείμενο, με δικές μας επισημάνσεις:
Ύστερα από πέντε χρόνια κατοχής (1)
(Το κείμενο της διακήρυξης του Εθνικού Συμβουλίου – Ιούλιος 1972)
Διερχόμαστε ξανά μια περίοδο που περικλείει σοβαρούς κινδύνους αποπροσανατολισμού του αγώνα του ελληνικού λαού ενάντια στη στρατιωτική κατοχή της πατρίδας μας. Οι κίνδυνοι ξεπηδούν από το συνδυασμό και «αντικειμενικών» και «υποκειμενικών» εξελίξεων.
Οι αντικειμενικές εξελίξεις αφορούν κατά κύριο λόγο τη στάση της Δυτικής Ευρώπης απέναντι στη στρατιωτική κατοχή. Με καλπάζοντα πια ρυθμό ανταγωνίζονται οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για την «ομαλοποίηση» των σχέσεών τους με τους τοποτηρητές του Πενταγώνου στην Ελλάδα. Ούτε και αυτή ακόμα η σοσιαλδημοκρατική Σκανδιναβία αποτελεί εξαίρεση. Δε θα έπρεπε να μας εκπλήσσει αυτή η πορεία της Δύσης προς την Αθήνα του Τάσκα και του Τομ Πάπας. Γιατί η Δυτική Ευρώπη είναι ενταγμένη στο σύστημα δύναμης που ελέγχεται από το ιμπεριαλιστικό κατεστημένο των Ηνωμένων Πολιτειών. Όταν σοσιαλδημοκρατικές ακόμα κυβερνήσεις επαιτούν από τον Λευκό Οίκο να μην αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα κατοχής από τις χώρες τους, πώς είναι δυνατό να έχουν αντίρρηση στη μετατροπή της Ελλάδας σε φρούριο του ΝΑΤΟ στην ανατολική Μεσόγειο; Και πώς είναι δυνατό να αντιμετωπίσουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις τις πιέσεις των δικών τους ντόπιων κεφαλαιοκρατών για να συμμετάσχουν κι αυτοί στο «πλιάτσικο» – στην ασύδοτη μονοπωλιακή εκμετάλλευση του ιδρώτα του ελληνικού λαού;
Θα ήταν όμως ιστορικό λάθος πρώτου μεγέθους να περιορίσουμε τις διαπιστώσεις αυτές στον ελληνικό χώρο. Γιατί ανάλογη και παράλληλη είναι η στάση των κυβερνήσεων της Βόρειας (Δυτικής) Ευρώπης προς όλα τα φασιστικά ή νεοφασιστικά καθεστώτα της ευρωπαϊκής Μεσογείου: Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα, Τουρκία. Και -κάτω από συνδυασμένη αμερικανοχουντική καθοδήγηση- το νεο-φασιστικό κίνημα της Ιταλίας ετοιμάζει τη «μεταμόρφωση» και αυτής ακόμα της τελευταίας νοτιοευρωπαϊκής αστικής δημοκρατίας στα καλούπια του αποικιακού νεοφασισμού. Είναι η περίοδος που διανύουμε περίοδος ταχύτατης πόλωσης ανάμεσα στη Βόρεια και στη Νότια Ευρώπη του δυτικού χώρου. Πόλωσης που συνίσταται στην αποικιοποίηση της Νότιας Ευρώπης από το κεφάλαιο της Βόρειας Ευρώπης – στο πλαίσιο πάντα της ηγεμονίας του αμερικανικού κεφαλαίου.
Και είναι λάθος επίσης μεγάλο να ερμηνεύονται η επέκταση της Ευρωπαϊκής Κοινής Αγοράς καθώς και η ευρωπαϊκή νομισματική κρίση ως ενδείξεις είτε της αποφασιστικής αποδυνάμωσης της αμερικανικής ηγεμονίας είτε της δημιουργίας ευρωπαϊκού αντίβαρου στον επεκτατικό αμερικανικό καπιταλισμό. Η οικονομική, στρατιωτική και πολιτική διείσδυση του αμερικανικού κεφαλαίου στο δυτικοευρωπαϊκό χώρο είναι τόσο βαθιά, ώστε τέτοιες εξελίξεις είναι μάλλον απίθανες σ’ αυτή την ιστορική φάση.
Η μετατροπή της Ελλάδας σε φρούριο του ΝΑΤΟ και σε ξέφραγο αμπέλι για το δυτικό μονοπωλιακό κεφάλαιο πρέπει να τοποθετηθεί στο γενικότερο ιστορικό πλαίσιο αποικιοποίησης της Νότιας Ευρώπης. Και αυτή η τοποθέτηση απαιτεί να δούμε το ελληνικό απελευθερωτικό κίνημα στο πλαίσιο του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα των χωρών της Μεσογείου. Ένας τέτοιος αγώνας -κατά την περίοδο που διανύουμε- είναι σε παγκόσμια κλίμακα αγώνας ταξικός, αγώνας των τάξεων (της εργατικής τάξης, των αγροτών, των μικροεπαγγελματιών) που αποτελούν το αντικείμενο και το στόχο της εκμετάλλευσης του ξένου κεφαλαίου στο πλαίσιο νεοαποικιακών καθεστώτων. Το ντόπιο κεφάλαιο -σε όλες τις περιπτώσεις, μα ιδιαίτερα στην Ελλάδα- είναι κομπραδόρικο, παρασιτικό και εξαρτημένο. Δεν έχει ούτε την πρόθεση ούτε τη δυνατότητα να αναμετρηθεί με το ξένο κεφάλαιο. Και απαιτεί αυτή η διαπίστωση να εννοήσουμε μια για πάντα ότι ο εθνικοαπελευθερωτικός μας αγώνας δεν μπορεί να βρει συμμάχους ανάμεσα σ’ αυτούς που εκφράζουν το ντόπιο κεφάλαιο. Γι’ αυτό οι ενότητες που στηρίζονται στην ελπίδα συμμετοχής των εκπροσώπων του ντόπιου κεφαλαίου είναι καταδικασμένες ιστορικά σε πλήρη αποτυχία. Εκτός βέβαια αν η «ενότητα» είναι μανδύας για τη διαστροφή του χαρακτήρα του αγώνα, για τη μετατροπή του από εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα σε σχήμα ουσιαστικής αποδοχής της αποικιοποίησης της πατρίδας μας.
Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η ευθύνη της επίσημης Αριστεράς, γιατί με το «μίνιμουμ» πρόγραμμά της και με την επίμονη έκκλησή της για «ενότητα» -από τον Κωνσταντίνο μέχρι το ΚΚΕ- ουσιαστικά νομιμοποιεί το σύστημα δύναμης που κατέχει την πατρίδα μας. Και θα υπήρχε ίσως κάποια ιστορική δικαίωση της θέσης της αν η εξελικτική πολιτική πορεία προς την εθνική μας ανεξαρτησία, τη λαϊκή κυριαρχία και το σοσιαλισμό ήταν εφικτή. Το χιλιανό σχήμα ειρηνικής μετάβασης προς το σοσιαλισμό -έστω κι αν πιστέψει κανείς πως θα φτάσει στον τελικό του στόχο- δεν μπορεί να έχει καμία απολύτως σχέση με την πορεία του αγώνα στην Ελλάδα. Γιατί η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα κάτω από ξένη στρατιωτική κατοχή, με άμεσα όργανα Έλληνες πράκτορες-αξιωματικούς. Το σχήμα κατοχής που επιβλήθηκε στην Ελλάδα δεν αφήνει κανένα περιθώριο εξελικτικής πορείας πέρα από την προκαθορισμένη διάρθρωση δύναμης που μας έχει επιβάλει η υπερδύναμη της Δύσης. Τούτο ασφαλώς δεν ισχύει για τη Χιλή, κάτι που μαρξιστικά κόμματα θα έπρεπε να έχουν εννοήσει πολύ καιρό τώρα.
Αλλά η εξήγηση για τη θέση της επίσημης Αριστεράς δε βρίσκεται στις μαρξιστικές της αρχές. Βρίσκεται στην πολιτική που ακολουθεί το σοβιετικό μπλοκ. Η διχοτόμηση της Ευρώπης σε δύο στρατιωτικούς συνασπισμούς αποτελεί το θεμέλιο λίθο της «ύφεσης» στην Ευρώπη και της Οστπολιτίκ του Μπραντ. Στο πλαίσιο αυτής της ύφεσης, οι δύο υπερδυνάμεις ενισχύουν τη θέση τους και επεκτείνουν τον έλεγχό τους πάνω στις χώρες των συνασπισμών τους. Κλείνουν, «παγώνουν» το θέμα «Ευρώπη» ενώ ταυτόχρονα εντείνουν τον ανταγωνισμό τους σε άλλες περιοχές του κόσμου – όπως στη Μεσόγειο. Η «ύφεση» επιτρέπει και στους δύο συνασπισμούς να μονιμοποιήσουν τον έλεγχό τους πάνω στις χώρες του Βορρά και του κέντρου της ευρωπαϊκής ηπείρου στο πλαίσιο ελεγχόμενων οικονομικών και πολιτιστικών «επαφών» ανάμεσα στις χώρες-μέλη των συνασπισμών. Σ’ αυτή την περιοχή της Ευρώπης η επέκταση και το βάθεμα του ελέγχου από τις δύο υπερδυνάμεις συμβαδίζει με κλίμα προσέγγισης ανάμεσα στα κατεστημένα των χωρών-μελών που ανήκουν στους δύο συνασπισμούς. Συμβαδίζει επίσης ταυτόχρονα και με κλίμα ανοχής προς την επίσημη Αριστερά στη Δύση και προς τους γνήσιους εκπροσώπους του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην Ανατολή.
Είναι γεγονός πως στο πλαίσιο της νέας αυτής «τάξης πραγμάτων» στην Ευρώπη οι κυβερνήσεις στρέφονται ολοένα και περισσότερο ενάντια στη «νέα Αριστερά», στους «ριζοσπαστικούς», στους «αναρχικούς» και στους «εξτρεμιστές» – ενάντια σε όλες εκείνες τις δυνάμεις που αρνούνται να αποδεχτούν το σύστημα δύναμης που προωθείται σε βάρος της αυτοδιάθεσης των ευρωπαϊκών λαών. Και αυτό ακριβώς εξηγεί τα ολοκληρωτικά μέτρα που νομοθετούνται και εφαρμόζονται σε αυξανόμενη κλίμακα ενάντια στα προοδευτικά κινήματα του ευρωπαϊκού χώρου – τον ολοκληρωτικό τόνο που αρχίζει να δεσπόζει στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Βέβαια, θα ήταν λάθος να εξισώσουμε το ρόλο της Σοβιετικής Ένωσης με το ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών. Τέτοια πρόθεση δεν έχουμε. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι γνήσια επεκτατική, ιμπεριαλιστική χώρα. Η Σοβιετική Ένωση δεν είναι. Έχει μπει στο παιχνίδι των υπερδυνάμεων -και έχει υποτάξει τη σοσιαλιστική επανάσταση στο βωμό των άμεσων εθνικών συμφερόντων της- «ανακλαστικά», ως αποτέλεσμα της επιθετικής, επεκτατικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η Λαϊκή Κίνα, μετά τα σημαδιακά γεγονότα του καλοκαιριού του 1971, μπήκε κι αυτή στο σκάκι των υπερδυνάμεων. Βαθιά ανήσυχη για τις προθέσεις της Σοβιετικής Ένωσης, βάλθηκε να ενισχύσει την αμερικάνικη επιρροή στην Ευρώπη και στη Μεσόγειο. Με πράξεις (Αλβανία – Ελλάδα) και με λόγια προτρέπει τους Δυτικοευρωπαίους να προσκολληθούν στο άρμα των Ηνωμένων Πολιτειών – σαν αντίβαρο προς την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης στον ευρωπαϊκό χώρο.
Στο μεσογειακό χώρο η αναμέτρηση ανάμεσα στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και στη Σοβιετική Ένωση προχωράει με αυξανόμενη ένταση. Και θα πρέπει να αναμένει κανείς η στάση της Σοβιετικής Ένωσης σ’ αυτό το χώρο να πάρει τελικά ποιοτικά διαφορετική μορφή από τη στάση της στη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη. Με τις δηλώσεις της για την Κύπρο και για τα αγκυροβόλια του Έκτου Στόλου έδωσε η Σοβιετική Ένωση την πρώτη ένδειξη πως η αναγνώριση της κυριαρχίας των Ηνωμένων Πολιτειών πάνω στον ελληνικό χώρο δε σημαίνει ταυτόχρονα και carte blanche (σ.σ. εν λευκώ) για την οποιαδήποτε στρατηγική αξιοποίηση αυτού του χώρου. Στο σημείο αυτό θα επανέλθουμε.
Βέβαια, στη φάση της Ιστορίας που διανύουμε η πιο κρίσιμη αναμέτρηση είναι η αναμέτρηση των λαών της Ινδοκίνας με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Η έκβαση αυτού του αγώνα θα κρίνει την τύχη και άλλων λαών – και για πολύ χρόνο. Και είναι γι’ αυτό μεγάλη η ευθύνη και της Λαϊκής Κίνας και της Σοβιετικής Ένωσης. Αν δε συνεχίσουν την ενίσχυση -έστω και με κίνδυνο γενικότερης σύρραξης- του αγώνα των λαών της Ινδοκίνας, στο μέτρο που είναι απαραίτητο για την ανάσχεση του Πενταγώνου, θα έχουν τελικά υπογράψει και τη δική τους καταδίκη.
Στη Μεσόγειο, στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή υπάρχει μια σειρά από κυβερνήσεις που, άσχετα από το γεγονός πως είναι μακριά ακόμα από την επίτευξη της γνήσιας λαϊκής κυριαρχίας και του γνήσιου σοσιαλισμού, ταυτίζονται με τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα, και αυτό επειδή προέρχονται από εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά τους ταυτίζονται με μια Μεσόγειο ουδέτερη – και αναγκαστικά με μια Ελλάδα κυρίαρχη και ουδέτερη. Η έως τώρα σχετική τους αδιαφορία για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του ελληνικού λαού οφείλεται σε τρεις λόγους. Πρώτον, στο μέτρο που εξαρτώνται από σοβιετική στρατιωτική βοήθεια, είναι υποχρεωμένες να ακολουθούν τακτική που εγκρίνεται από τη Μόσχα. Και η τακτική αυτή, μέχρι τώρα τουλάχιστον, οδηγεί στην αποδοχή του χουντικού καθεστώτος στην Ελλάδα. Δεύτερον, υπάρχει ακόμα σύγχυση -όσο παράξενο κι αν μας φαίνεται- στον πολιτικό αυτό χώρο πάνω στον αληθινό χαρακτήρα του ελληνικού καθεστώτος. Γιατί με εξυπνάδα οι «μηχανισμοί διαφώτισης» των υπηρεσιών των Ηνωμένων Πολιτειών εμφανίζουν τη χούντα σαν «εθνικό» στρατιωτικό καθεστώς, κάτι που συμβιβάζεται με τις ιδεολογικές θέσεις πολλών μεσογειακών χωρών. Τρίτον, η σύγχυση που έχει προκαλέσει στις τάξεις μας η στάση της επίσημης Αριστεράς και το γεγονός πως το απελευθερωτικό μας κίνημα δεν έχει ακόμα ανδρωθεί δεν έχουν αποδείξει ακόμα τη δύναμή του στο πεδίο της μάχης και δημιουργούν την αίσθηση ότι δε διαθέτει αξιόλογες λαϊκές δυνάμεις – έστω κι αν αυτό είναι απόλυτα εσφαλμένο.
Οι πιο θετικές πραγματικά «αντικειμενικές» εξελίξεις ταυτίζονται με την πραγματικότητα στο εσωτερικό. Γιατί είναι γεγονός πως η χούντα δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει καμία λαϊκή βάση. Ο λαός μας -στη συντριπτική του πλειονότητα- παραμένει αδιάλλακτος. Όπως είναι γεγονός και ότι ο λαός μας, έχοντας κατανοήσει πλήρως το χαρακτήρα του καθεστώτος, το ότι δηλαδή αποτελεί προσωπείο αμερικανικής κατοχής, έχει καταλήξει στο αναπόφευκτο συμπέρασμα πως η εθνική μας ανεξαρτησία και η λαϊκή κυριαρχία προϋποθέτουν την έξωση του κατακτητή – δηλαδή των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ. Η αδιάλλακτη αυτή στάση του λαού μας κατέστησε αδύνατο μέχρι τώρα τον εξωραϊσμό της κατοχής με την εφαρμογή του νεοφασιστικού Συντάγματος του 1968 – και έχει διατηρήσει στο ακέραιο τον παράνομο χαρακτήρα του καθεστώτος. Πλάι σ’ αυτή τη μαζική αδιαλλαξία αναπτύσσονται, με σιγανό αλλά ισχυρό ρυθμό, μια σειρά από μαχητικές αναμετρήσεις ανάμεσα στις δυνάμεις κατοχής και στις πρωτοποριακές δυνάμεις του ελληνικού λαού – με φωτεινό παράδειγμα τις φοιτητικές εκδηλώσεις. Και συνεχίζονται, έστω σποραδικά και χωρίς κλιμάκωση, αξιόλογες δυναμικές πράξεις της αντίστασης που αναχαιτίζουν την πορεία προς τον εξωραϊσμό της κατοχής και την πορτογαλοποίηση της πατρίδας μας.
Οι «υποκειμενικές» εξελίξεις συνδέονται στενά με τις «αντικειμενικές». Η βαθιά κατανόηση από το λαό μας του χαρακτήρα της «δικτατορίας» -του γεγονότος πως δεν είναι παρά το προσωπείο αμερικανικής κατοχής- έχει σ’ αυτή τη φάση του αγώνα και ανασταλτικές επιπτώσεις. Γιατί μπαίνει στο ερώτημα: Με τέτοιο αντίπαλο πώς θα τα βγάλουμε πέρα; Και πού είναι οι σύμμαχοι που θα στηρίξουν έναν τέτοιο δύσκολο και μακροχρόνιο απελευθερωτικό αγώνα; Οι ερωτήσεις είναι αναμφίβολα απόλυτα ορθές. Το γεγονός όμως ότι μπορεί αυτές οι διαπιστώσεις να οδηγήσουν τμήματα του ελληνικού λαού στη μοιρολατρία, στον αποπροσανατολισμό, στην αδιαφορία οφείλεται και σε λάθη της ηγεσίας.
Ασφαλώς κανείς δεν είναι αλάνθαστος. Και θα πρέπει όλοι μας να είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε τα σφάλματά μας. Αποδίδουμε όμως ιδιαίτερη σημασία στο ρόλο της επίσημης Αριστεράς, γιατί και εκφράζει τμήμα του αγωνιζόμενου λαού και έχει παίξει πρωτοποριακό ρόλο στους αγώνες του για τη λαϊκή κυριαρχία. Στο σημερινό αγώνα του λαού μας, η ηγεσία της επίσημης Αριστεράς αρνείται το χαρακτηρισμό της χουντικής δικτατορίας ως «κατοχής», όπως αρνείται και το ότι ο χαρακτήρας αυτού του αγώνα είναι «εθνικοαπελευθερωτικός». Χαρακτηρίζει στην πράξη, αν όχι πάντα στα ντοκουμέντα της, τις δυναμικές πράξεις σαν πράξεις μικροαστικού οπορτουνισμού». Ταυτίζει τον αγώνα του λαού μας με διεκδικήσεις «ημερομισθίων» και «τιμών αγροτικών προϊόντων». Αποδέχεται, στο πλαίσιο του «μίνιμουμ» προγράμματος, έστω προσωρινά, την ουσία του συστήματος κατοχής της πατρίδας μας από τους πράκτορες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Δημιουργεί ελπίδες για «εξελικτικές» πορείες – όταν θα πρέπει να γνωρίζει πως μόνο η επαναστατική αναμέτρηση με τις δυνάμεις κατοχής προσφέρει την ελπίδα της λαϊκής νίκης.
Είμαστε σύμφωνοι στο ότι δυναμικές αντιστασιακές πράξεις που είναι αποκομμένες από τη μάζα του λαού, που δε συμβαδίζουν με τη λαϊκή συνείδηση και τους αγώνες ενός λαού σε όλα τα επίπεδα, αποτελούν πράξεις «προβοκάτσιας» – όποια κι αν είναι τα κίνητρα εκείνων που τις αναλαμβάνουν και άσχετα από το θαυμασμό με τον οποίο πρέπει να περιβάλλουμε τους ήρωες της αντίστασης. Αλλά είναι απαράδεκτο να υποθέτουμε πως η δυναμική αντίσταση στην Ελλάδα κάτω από τις σημερινές συνθήκες δεν έχει πλατιά ανταπόκριση στη μάζα του λαού, πως δε συμβαδίζει και με τη λαϊκή συνείδηση και με τους αγώνες του λαού μας σε άλλα επίπεδα. Η δυναμική αντίσταση -στο πλαίσιο του απελευθερωτικού αγώνα- είναι όχι απλώς ώριμη ιστορικά στην Ελλάδα αλλά, θα έλεγε κανείς, υπερώριμη. Αν δεν αναπτύχθηκε με επιτυχία ως τώρα, αυτό οφείλεται και σε αντικειμενικούς και σε υποκειμενικούς λόγους. Ο αγώνας ενάντια στο σύγχρονο νεοαποικιακό κράτος -που αντλεί τεχνικές γνώσεις και μέσα από τη μητρόπολη της καταπίεσης- απαιτεί και νέα σχήματα οργάνωσης, σχήματα άκρως αποκεντρωτικά, καθώς και εκπαίδευση και τεχνικά μέσα πολύ πιο πολύπλοκα απ’ ό,τι είχαμε φανταστεί. Η δυναμική δράση καθεαυτή σ’ αυτή τη φάση δεν απαιτεί μαζική οργάνωση. Απαιτεί καλά εκπαιδευμένη στελεχιακή οργάνωση. Στόχος βραχυπρόθεσμες είναι να κλονίζει με αυξανόμενο ρυθμό την ισορροπία της κατοχής. Να δημιουργεί το απαραίτητο κλίμα αναμέτρησης που θα επιτρέψει και θα προωθήσει τη μαζικοποίηση της μαχητικής πολιτικής δράσης σε όλα τα άλλα επίπεδα. Στόχος της μακροπρόθεσμος είναι η κινητοποίηση των μαζών σε γενικευμένη δυναμική αναμέτρηση, με τη συμπαράσταση και των στρατευμένων παιδιών του λαού μας.
Η ανάπτυξη δυναμικής αντίστασης σ’ αυτά τα μέτρα είναι αντικειμενικά δύσκολη δουλειά. Αλλά είναι εφικτή. Έχει όμως και υποκειμενικές προϋποθέσεις. Η πρώτη βασική προϋπόθεση είναι πως ηγεσίες που είναι ιστορικά ταυτισμένες με τους αγώνες του καταπιεζόμενου λαού πρέπει οι ίδιες να δώσουν το παράδειγμα, πρέπει οι ίδιες να διακηρύξουν και με πράξεις και με λόγια την πίστη τους στο ρόλο της δυναμικής αντίστασης.
Ταυτόχρονα θα πρέπει να είναι σαφές ότι «ενότητες» που διαστρεβλώνουν το χαρακτήρα του αγώνα, που συμπεριλαμβάνουν τον Κωνσταντίνο πλάι στο ΚΚΕ, δεν μπορεί παρά να υπονομεύουν κάθε προσπάθεια για δυναμική αντιστασιακή δράση. Ακριβώς γιατί η δυναμική αντιστασιακή δράση δεν μπορεί να είναι αποκομμένη από το πλατύτερο κίνημα – που είναι εθνικοαπελευθερωτικό και αντιιμπεριαλιστικό. Ποιος είναι τόσο αφελής που θα πιστέψει πως ένα σχήμα που περιλαμβάνει «λακέδες» του αμερικανικού ιμπεριαλισμού μπορεί να προωθήσει δυναμική αντίσταση – δυναμική αντίσταση που στόχο έχει την απελευθέρωση της πατρίδας από κάθε μορφής κατοχή;
Άλλος υποκειμενικός ανασταλτικός παράγοντας είναι η «καραμέλα» της αναμονής «λύσης» από το εξωτερικό – και ιδιαίτερα από τις φιλελεύθερες δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Και είναι φυσικό για τα κόμματα που ιστορικά πρακτόρευαν την «εξωραϊσμένη» κατοχή της πατρίδας μας από το ξένο κεφάλαιο να εναποθέτουν όλες τις ελπίδες τους σε αλλαγές στην πολιτική ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλαγές που θα οδηγήσουν -σύμφωνα με το γνωστό ευχολόγιο- στον παραμερισμό της χούντας και στην αντικατάστασή της από άλλα, εξίσου πειθήνια όργανα του Πενταγώνου, στο πλαίσιο όμως «κοινοβουλευτικής δημοκρατίας». Τέτοια ευχολόγια -άσχετα από το γεγονός ότι δεν υπόσχονται καμία λύση του ελληνικού προβλήματος- στηρίζονται σε βαθιά άγνοια της Ιστορίας. Γιατί η επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα από τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αποτέλεσμα ιστορικών διαδικασιών που δεν επιτρέπουν επάνοδο στο παρελθόν. Ο κοινοβουλευτισμός στην Ελλάδα καταργήθηκε επειδή ο ώριμος ελληνικός λαός άρχιζε να τον αξιοποιεί σε μια πορεία που υπονόμευε τα σχέδια των Ηνωμένων Πολιτειών για μια Ελλάδα-φρούριο του ΝΑΤΟ, για μια Ελλάδα -ξέφραγο αμπέλι στα μονοπωλιακά συμφέροντα της δυτικής ολιγαρχίας. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο αντικαταστάθηκε το παλιό πολιτικό κατεστημένο παρακράτους που ελεγχόταν πλήρως από τις αμερικανικές υπηρεσίες. Έχουν καμιά εγγύηση οι Ηνωμένες Πολιτείες πως αύριο, αν επανέλθει η Ελλάδα στο κοινοβουλευτικό σχήμα του παρελθόντος, ο λαός μας θα αλλάξει τακτική; Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει. Ο λαός μας, μετά το πραξικόπημα του 1967, έχει πλήρως πολιτικοποιηθεί και ριζοσπαστικοποιηθεί. Είναι αδύνατο να περιμένουν έλεος από τον ελληνικό λαό οι κατακτητές του αν διαθέτει τα οποιαδήποτε μέσα για να τους αντιμετωπίσει. Γι’ αυτό, το κατεστημένο των Ηνωμένων Πολιτειών δεν προτίθεται να επιτρέψει, εφόσον του περνάει απ’ το χέρι, κοινοβουλευτικές διαδικασίες στην Ελλάδα όπως τις ξέραμε.
Υπάρχουν όμως δύο ερωτήματα. Το πρώτο έχει σχέση με το νεο-φασιστικό Σύνταγμα του 1968, που είναι γνήσιο κατασκεύασμα του Πενταγώνου: Μήπως αυτό το Σύνταγμα παρέχει ίσως μια κάποια δυνατότητα εξελικτικής πορείας; Μόνο αφελείς μπορούν να το πιστεύουν. Το ιδιότυπο αυτό Σύνταγμα κατασκευάστηκε στα μέτρα των αναγκών του Πενταγώνου. Παρέχει το νομικό πλαίσιο για την απρόσκοπτη λειτουργία μιας Πολιτείας που ελέγχεται από το στρατό – που με τη σειρά του ελέγχεται από το Πεντάγωνο. Δεν προβλέπει καμία απολύτως δυνατότητα, ή οποιαδήποτε εκλεγμένη κυβέρνηση, να θίξει τη διάρθρωση δύναμης στην οποία θα στηρίζεται ο στρατιωτικός έλεγχος πάνω στην πολιτική ζωή του τόπου. Και είναι γι’ αυτό τεράστια η ευθύνη όλων των πολιτικών ηγεσιών που μέχρι τώρα δεν κατήγγειλαν το Σύνταγμα του 1968 – και δεν κατέστησαν απόλυτα σαφές προς όλους πως δεν πρόκειται, κάτω από οποιουσδήποτε όρους, να συμμετάσχουν στην πολιτική ζωή του τόπου στο πλαίσιο της μεγάλης αυτής απάτης.
Το δεύτερο ερώτημα έχει σχέση με τις τελευταίες εξελίξεις στην Αμερική, και ιδιαίτερα με την ανάδειξη του Μαγκάβερν ως υποψήφιου του Δημοκρατικού Κόμματος. Είναι γνωστό πως ο Μαγκάβερν και το Δημοκρατικό Κόμμα έχουν πάρει σαφή θέση πάνω στο ελληνικό θέμα. Δηλαδή, αν ο Μαγκάβερν γίνει πρόεδρος, προτίθεται να διακόψει αμέσως τη στρατιωτική βοήθεια προς τους συνταγματάρχες. Ούτε λίγο ούτε πολύ αυτό σημαίνει στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών στην αμυντική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών σε ό,τι αφορά τον ελληνικό τομέα. Μπορούμε να συμπεράνουμε λοιπόν ότι, αν σπάσει ο διάβολος το πόδι του και εκλεγεί ο Μαγκάβερν, θα επανέλθει η Αμερική στο παλιό σύστημα ελέγχου της Ελλάδας; Πώς ως εκ θαύματος θα γυρίσουμε στις 20 Απριλίου του 1967 και θα συνεχίσουμε τότε τον «Ανένδοτο»;
Η απάντησή μας είναι αρνητική. Μ’ αυτό δεν εννοούμε πως ψεύδεται ο Μαγκάβερν. Η προσωπική του ευθύτητα δεν είναι το θέμα που πρέπει να μας απασχολεί. Αντίθετα, εκείνο που έχει σημασία είναι να εκτιμήσουμε τις ιστορικές δυνατότητες μιας τέτοιας εξέλιξης. Η επεκτατική, ιμπεριαλιστική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών δεν είναι αποτέλεσμα κακών υπολογισμών των υπηρεσιών της. Είναι απαύγασμα της δυναμικής του κοινωνικοοικονομικού της συστήματος σιο σύνολό του. Και για να αλλάξει η πορεία των Ηνωμένων Πολιτειών θα πρέπει πρώτα να πραγματοποιηθεί γνήσια κοινωνική, πολιτική επανάσταση. Ο Μαγκάβερν δεν είναι επαναστάτης -δεν επιδιώκει επαναστατικές αλλαγές στη διάρθρωση δυνάμεων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι γνήσια φιλελεύθερος εκπρόσωπος του ίδιου συστήματος. Δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τον παγκόσμια κυριαρχικό ρόλο της Αμερικής ούτε προτίθεται να την αποδυναμώσει σε σχέση με τις άλλες υπερδυνάμεις. Το πρόγραμμά του, σε πολλά σημεία προοδευτικό, όπως ήταν και το πρόγραμμα της Ένωσης Κέντρου στην Ελλάδα, προσφέρει αλλαγές στο πλαίσιο πάντα του ίδιου του συστήματος. Μερικές από τις αλλαγές αυτές όμως -και μια τέτοια είναι και η αλλαγή γραμμής σε σχέση με την Ελλάδα- θίγουν καίρια συμφέροντα του συστήματος, είτε αυτά αναφέρονται στα οικονομικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης είτε στα στρατιωτικά συμφέροντα της Αμερικής, όπως αυτά ερμηνεύονται από το Πεντάγωνο και την CIA. Για την ακρίβεια επομένως, το πρόγραμμά του περιέχει αντιφάσεις, αντιφάσεις ανάμεσα στην προσπάθεια να μην αποδυναμωθεί το σύστημα ελέγχου των Ηνωμένων Πολιτειών και ταυτόχρονα στο να αλλάξει η πολιτική της σε κρίσιμους τομείς. Τέτοιες αντιφάσεις ασφαλώς είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες για την εξέλιξη της πολιτικής συνείδησης των Αμερικανών, καθώς και για τη δημιουργία, έστω σταδιακά, ενός προοδευτικού κινήματος στην Αμερική. Ταυτόχρονα όμως το γεγονός πως το πρόγραμμα του Μαγκάβερν περιέχει αντιφάσεις προδικάζει την αποτυχία του ακριβώς στα σημεία εκείνα όπου αντιστρατεύεται τη γενική πορεία του συστήματος – για πα-παράδειγμα, πώς είναι δυνατόν το πρόγραμμα του Μαγκάβερν να ικανοποιήσει ταυτόχρονα τη «μεγαλύτερη δυνατή ενίσχυση του Ισραήλ» (απέναντι στους Άραβες και στη Σοβιετική Ένωση) και να υπονομεύει στην Ελλάδα ένα στρατιωτικό καθεστώς που μετέβαλε τη χώρα σε φρούριο του ΝΑΤΟ και εξυπηρετεί τους ίδιους ακριβώς σκοπούς;
Είναι δύσκολο να εκτιμηθούν σήμερα οι πιθανότητες εκλογικής νίκης του Μαγκάβερν. Το ιμπεριαλιστικό κατεστημένο θα κάνει ό,τι περνάει απ’ το χέρι του για να τον σταματήσει. Και αυτό γιατί -άσχετα από το πρόγραμμα του Μαγκάβερν- η άνοδός του στις ανώτατες βαθμίδες του πολιτικού προσκήνιου των Ηνωμένων Πολιτειών εκφράζει και στηρίζεται σε ένα κίνημα που, με αμερικανικά μέτρα, αποτελεί «άνοιγμα προς τα αριστερά». Και πρέπει να σημειωθεί πως το άνοιγμα αυτό ξεπερνάει το Νιου Ντίαλ του Φραγκλίνου Ρούζβελτ. Σε περίπτωση όμως είτε επικίνδυνης κλιμάκωσης του πολέμου στο Βιετνάμ είτε επιτυχίας του Βόρειου Βιετνάμ στο πεδίο της μάχης ή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, το κατεστημένο δε θα κατόρθωνε να σταματήσει τον Μαγκάβερν.
Αναμφίβολα μια νίκη του Μαγκάβερν θα δημιουργήσει προβλήματα για τη χούντα και το Πεντάγωνο. Και αυτό άσχετα από το αν θα μπορέσει ή όχι ο Μαγκάβερν να πραγματοποιήσει την προγραμματική του θέση για διακοπή βοήθειας. Η παρουσία στο Λευκό Οίκο πολιτικού που έχει σε πολλές ευκαιρίες όχι μόνο καταδικάσει ανοιχτά τη χούντα αλλά και επισημάνει σωστά το ρόλο της αμερικανικής κυβέρνησης στην «επανάσταση του 1967 δεν μπορεί παρά να συνιστά αρνητικό κλίμα για τους κολονέλους. Σημαίνει όμως αυτό πως θα τεθεί τέρμα στην αμερικανική κατοχή της πατρίδας μας; Και, πιο συγκεκριμένα, μήπως σημαίνει ότι θα καταργηθεί το σημερινό σχήμα κατοχής; Για μας μια τέτοια εξέλιξη είναι ιστορικά εντελώς απίθανη.
Και αυτό γιατί το αμερικανικό κατεστημένο έχει ήδη πάρει τα μέτρα του για όλες τις εξελίξεις. Έτσι εξηγείται η καμπάνια του Ρότζερς, του Λερντ και άλλων να πείσουν τους Ευρωπαίους να ομαλοποιήσουν τις σχέσεις τους με τη χούντα. Όπως εξηγείται και το γεγονός ότι προωθείται στην Ελλάδα ένας πιο γρήγορος ρυθμός εφαρμογής του Συντάγματος του 1968 – δηλαδή νομιμοποίησης του καθεστώτος. Γιατί φυσικά, αν η χούντα εξαγγείλει την πορεία προς πλήρη εφαρμογή του Συντάγματος 1968, κανένα λόγο δε θα έχει ο Μαγκάβερν να διακόψει τη βοήθεια προς ένα στρατιωτικό καθεστώς που έχει αναγγείλει την «αυτοκατάργησή» του και την πορεία προς την «γνήσια δημοκρατία».
Ήδη οι διαδικασίες είναι υπ’ ατμόν. Αναμφίβολα δημιουργούν προβλήματα για τη χούντα και τους πάτρονές της. Υπάρχουν στις τάξεις της χούντας στελέχη που δεν προσβλέπουν με χαρά στη μείωση της τέλεια ανεξέλεγκτης εξουσίας τους. Ταυτόχρονα υπάρχει και το θέμα του «ανωτάτου άρχοντος» ή του «αρχηγού του κράτους». Ο μηχανισμός κατοχής στην Ελλάδα στηρίζεται σε μια στρατιωτική συμμορία που ελέγχει το στρατό – και μέσω του στρατού ελέγχει τη χώρα. Το μηχανισμό αυτόν εκφράζει σήμερα ο Παπαδόπουλος. Υπάρχουν και άλλοι φυσικά που μπορούν να τον αντικαταστήσουν όταν το αποφασίσουν το Πεντάγωνο και η CIA. Αλλά προς τι; Τους έχει εξυπηρετήσει σαν φτηνός «λακές». Καλύτερο δε βρίσκουν. Και η μεγάλη συγκέντρωση εξουσιών στο πρόσωπό του έχει γίνει με έγκριση των πατρόνων του – για την προετοιμασία των αλλαγών που είναι απαραίτητες για την πραγμάτωση της πορείας προς το Σύνταγμα 1968. Άσχετα από το τελικό σχήμα που θα επιλεγεί, η πραγματική εξουσία θα μείνει στα χέρια του Παπαδόπουλου ή του οποιουδήποτε Παπαδόπουλου που εκφράζει τη χουντοκρατία. Στο μεταξύ πρέπει να πειστεί όσο το δυνατό μεγαλύτερο τμήμα του πολιτικού κόσμου να συμμετάσχει στην «απάτη» του 1968. Για να ικανοποιηθούν όλα τα προσχήματα και να καθησυχάσει η συνείδηση των «φιλελεύθερων» και των «προοδευτικών» της Δύσης. Αυτές ακριβώς οι διαδικασίες χαρακτηρίζουν σήμερα το παρασκήνιο των Αθηνών.
Για τον ελληνικό λαό, για όλες τις πρωτοποριακές του δυνάμεις, που έχουν καθήκον να θεμελιώσουν τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, όλες αυτές οι εξελίξεις είναι χωρίς σημασία. Ή μάλλον έχουν μόνο μία σημασία: ότι περιέχουν τον κίνδυνο δημιουργίας ψευδαισθήσεων και ψεύτικων ελπίδων που απομακρύνουν την ώρα σοβαρής δουλειάς.
Πρέπει να αντιμετωπίσουμε όμως το κρίσιμο, αναπόφευκτο ερώτημα: «Σοβαρή δουλειά» προς τι; Πως είναι δυνατόν ο ελληνικός λαός να αναμετρηθεί δυναμικά με την υπερδύναμη της Δύσης; Μήπως πρέπει να συμπεράνουμε πως η επιλογή του λαού μας είναι ανάμεσα στο ραγιαδισμό και στο ρομαντικό δονκιχοτισμό;
Το ΠΑΚ πιστεύει χωρίς κανέναν ενδοιασμό πως ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας όχι μόνο αποτελεί το μοναδικό αντίλογο στο ραγιαδισμό αλλά ταυτόχρονα είναι και ιστορικά εφικτός. Γιατί; Όλοι δέχονται πως το σύστημα ελέγχου πάνω στον ελληνικό χώρο είναι επιφανειακό. Η χούντα πράκτορας του αμερικανικού ιμπεριαλισμού- δεν κατάφερε να δημιουργήσει λαϊκό έρεισμα, λαϊκή βάση. Δεν κατόρθωσε δηλαδή να μεταβληθεί σε γνήσιο ντόπιο φασισμό. Αν για μια στιγμή αφαιρέσει κανείς την υποστήριξη που της παρέχει το Πεντάγωνο, δε θα είναι καθόλου δύσκολο να καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο ελληνικός λαός, κάτω από συγκεκριμένες αλλά προσιτές προϋποθέσεις, μπορεί να αναμετρηθεί επιτυχώς με τη χούντα και να καταλάβει την εξουσία – με τη συμπαράσταση και των στρατευμένων παιδιών του. Το μεγάλο ερώτημα όμως είναι: Τι θα κάνει τότε το Πεντάγωνο; Θα κινητοποιήσει τους πεζοναύτες, τον Έκτο Στόλο, την αεροπορία του να καταπνίξει το λαϊκό κίνημα; Αυτό θα σήμαινε ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση. Μια τέτοια επέμβαση θα προκαλούσε απρόβλεπτες αντιδράσεις στο δυτικοευρωπαϊκό χώρο. Όσο υποτελείς και να έχουν καταστεί οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στο αμερικανικό κατεστημένο, είναι δύσκολο να φανταστούμε πως δε θα αντιδράσουν σε μια ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση – τουλάχιστον στην παρούσα ιστορική φάση. Και αυτό γιατί υπάρχει μεγάλη και αυξανόμενη αντίφαση ανάμεσα στο διακηρυγμένο ιδεολογικό τους πιστεύω και στην καθημερινή τους πράξη, αντίφαση που οδηγεί σε εντεινόμενες συγκρούσεις ανάμεσα στις ηγεσίες των «προοδευτικών» κομμάτων που κυβερνούν σήμερα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και της λαϊκής τους «βάσης» – ιδιαίτερα της νεολαίας τους. Αλλά πιο σημαντική, αποφασιστικής σημασίας, είναι σε μια τέτοια περίπτωση η στάση της Σοβιετικής Ένωσης. Παρά τις παραχωρήσεις που έχει κάνει η Σοβιετική Ένωση στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό για να αποφύγει την ένταση στις σχέσεις τους και να μειώσει τις πιθανότητες μιας παγκόσμιας σύρραξης, είναι πιθανότατο πως η αντίδρασή της σε ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών στο μεσογειακό χώρο -ακόμα και στην Ελλάδα, που ανήκει στη δυτική σφαίρα επιρροής- θα έπαιρνε δυναμική μορφή, δηλαδή μορφή αντιποίνων, που είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε το γεγονός πως η στάση της στο Κυπριακό έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο για τη χούντα και το Πεντάγωνο. Και αυτό γιατί ο μεσογειακός χώρος είναι χώρος αναμέτρησης ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις.
Ακόμα και η Κίνα, παρά τη νέα της πολιτικής «υπερδύναμης», θα είναι δύσκολο να παραμείνει αδιάφορη σε ένα πραγματικά ζωντανό και γνήσια εθνικοαπελευθερωτικό ελληνικό κίνημα. Αλλιώς, θα διακινδυνεύσει το ρόλο της ως «ηγέτιδος δυνάμεως» στο χώρο του Τρίτου Κόσμου.
Η εμπειρία των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ινδοκίνα θα πρέπει να τους έχει πείσει ότι ένα ευρωπαϊκό Βιετνάμ θα είχε καταλυτικές ίσως συνέπειες για την ηγεμονία τους. Γι’ αυτό οι Ηνωμένες Πολιτείες ανησυχούν βαθιά για την πορεία του ελληνικού θέματος. Με κάθε τρόπο επιθυμούν να αποφύγουν αναμέτρηση με τον ελληνικό λαό. Και να τον πείσουν ότι ο εθνικοαπελευθερωτικός του αγώνας είναι καταδικασμένος σε αποτυχία.
Κανείς βέβαια δεν μπορεί να προεξοφλήσει έναν εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα τέτοιων διαστάσεων. Αλλά κανένας λαός που πιστεύει στο δικαίωμά του να κατευθύνει ο ίδιος την τύχη του δε ζητά προεξόφληση της νίκης πριν αναλάβει τον αγώνα. Γι’ αυτό, επανερχόμαστε στην επιταγή της ιστορικής περιόδου που διανύουμε. Πρέπει να δοθούμε ολόψυχα στο βασικό έργο της θεμελίωσης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Και αυτό σημαίνει πως πρέπει να αντιμετωπίσουμε αποφασιστικά μια σειρά από προβλήματα.
Πρώτο θέμα είναι το θέμα της «ενότητας». Η «ενότητα» έχει γίνει μύθος, περίπου αυτοσκοπός. Ταυτόχρονα και παγίδα. Γιατί δεν αναζητιέται μονάχα η «ενότητα». Αναζητιέται η «ενότητα» στο πλαίσιο ενός «μίνιμουμ» προγράμματος που ευνουχίζει εξ υπαρχής τον αγώνα. Πραγματικά, η ενότητα των πρωτοποριακών δυνάμεων του ελληνικού λαού -τη δύσκολη αυτή ώρα- είναι όρος βασικός για την επιτυχία του αγώνα, αλλά ενότητα που να στηρίζεται όχι στον ευνουχισμό του αγώνα αλλά σε συσπείρωση των γνήσια επαναστατικών δυνάμεων του ελληνικού λαού. Σ’ αυτή την ενότητα καλούμε όλες τις δυνάμεις που ταυτίζονται με τον πόνο του Έλληνα για κυριαρχία, αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία. Καλούμε ιδιαίτερα την επίσημη Αριστερά – που είναι απαραίτητο να ξεπεράσει τη σημερινή της ιδεολογική και οργανωτική κρίση. Καλούμε όλες τις γνήσιες αντιστασιακές δυναμικές οργανώσεις, και ιδιαίτερα αυτές που εκφράζουν το όραμα της νέας γενιάς. Καλούμε τα στρατευμένα παιδιά του λαού μας, όλους τους αξιωματικούς και άντρες που αρνούνται να υπηρετήσουν τις ξένες δυνάμεις κατοχής της πατρίδας μας.
Η ενότητα πρέπει να στηρίζεται σε σωστές διαπιστώσεις πάνω στο χαρακτήρα του αγώνα, πρέπει να γνωρίζει ότι η χούντα δεν είναι παρά προσωπείο αμερικανικής κατοχής. Και πως κατά συνέπεια ο αγώνας μας είναι εθνικοαπελευθερωτικός.
Η ενότητα πρέπει να διακηρύξει ως μίνιμουμ πρόγραμμα -μετά τη νίκη- τη χωρίς περιορισμούς λαϊκή κυριαρχία, αδέσμευτα ο λαός να αποφασίσει τη μορφή του πολιτεύματος, του κοινωνικού συστήματος, καθώς και τον προσανατολισμό της χώρας στο διεθνή χώρο.
Η ενότητα πρέπει να υιοθετήσει στρατηγική που να ανταποκρίνεται στις αντικειμενικές συνθήκες, που να αναγνωρίζει ότι μόνο ο μαχητικός, ο δυναμικός αγώνας, η σύγκρουση με τις δυνάμεις κατοχής, οδηγεί στη λευτεριά, στην ανεξαρτησία, στη λαϊκή κυριαρχία.
Αυτοί είναι οι ελάχιστοι όροι γύρω από τους οποίους μπορεί να εδραιωθεί μια ενότητα που εξυπηρετεί τον αγώνα του λαού μας.
Επαναλαμβάνουμε πως σ’ αυτή την ενότητα το ΠΑΚ καλεί όλους τους Έλληνες που ταυτίζονται με τον πόνο του λαού μας, όλες τις πρωτοποριακές δυνάμεις που συγκλίνουν στο μεγάλο στόχο: η Ελλάδα να ανήκει στους Έλληνες.
Δεύτερο είναι το θέμα της σχέσης εσωτερικού και εξωτερικού στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Χωρίς αμφιβολία, η ηγεσία, η τιμή, η δόξα ανήκουν στο εσωτερικό. Το εσωτερικό θα αναδείξει τους αγωνιστές και τη νέα ηγεσία που θα θεμελιώσει την Ελλάδα του αύριο. Όμως θα ήταν λάθος να ελαχιστοποιήσουμε το ρόλο του εξωτερικού. Κάτω από τις συνθήκες του αγώνα –σ’ αυτή τουλάχιστον τη φάση του- το εξωτερικό μπορεί και πρέπει να προσφέρει όχι την ηγεσία αλλά την επιτελική δουλειά του αγώνα. Επιτελικό κέντρο, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, δε νοείται μέσα στην Ελλάδα. Κατ’ ανάγκην πρέπει να βρίσκεται στο εξωτερικό. Πάντοτε όμως με αίσθηση του ρόλου του. Γιατί οι αγωνιστές του εξωτερικού είναι φύσει και θέσει βοηθητικοί – βοηθητικοί στη θεμελίωση ενός απελευθερωτικού κινήματος που εκφράζει το λαό μας και την ηγεσία του στο εσωτερικό.
Τρίτο θέμα, η σχέση της πολιτικής δουλειάς με τη δυναμική αντίσταση στο εσωτερικό• να είναι σε όλους σαφές πως δυναμική αντίσταση χωρίς πολιτική συνείδηση, πολιτική οργάνωση, πολιτικό στήριγμα είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Όπως θα πρέπει να είναι επίσης σαφές πως πολιτική δράση που δεν οδηγεί στη μαχητική αναμέτρηση, στην ανοιχτή σύγκρουση, υπονομεύει τον αγώνα του λαού μας. Τα δύο μαχητικά δίκτυα -το πολιτικό και το αντιστασιακό-, αν και πρέπει να βρίσκονται σε άμεση αλληλεξάρτηση, σ’ αυτή τη φάση του αγώνα πρέπει να είναι ξεχωριστά. Για να μην προσφέρουμε περισσότερα θύματα στους βασανιστές της χούντας. Για να διαφυλάξουμε τις δυνάμεις μας για τη μεγάλη ώρα της τελικής αναμέτρησης.
Το τέταρτο θέμα αφορά τη δουλειά των αγωνιστών στο εξωτερικό. Ποια είναι τα καθήκοντά τους; Το πρώτο ασφαλώς είναι η διαφώτιση, η πολιτικοποίηση και η οργάνωση των ξενιτεμένων εργατιών και φοιτητών. Για να δημιουργηθεί η αποφασιστική εφεδρεία και του μαχητικού πολιτικού αγώνα και της δυναμικής αντίστασης. Το δεύτερο είναι η εξεύρεση των πόρων για την αποφασιστική κλιμάκωση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Το τρίτο είναι η ανάπτυξη σε άρτια κλίμακα επαφών με το εσωτερικό – πάντα σε αποκεντρωμένο πλαίσιο. Το τέταρτο -και αυτό αφορά ιδιαίτερα τους Έλληνες που ζουν στο δυτικοευρωπαϊκό χώρο- αφορά τη συνεργασία με όλες τις προοδευτικές δυνάμεις «βάσης» -και ιδιαίτερα τις νεολαιίστικες δυνάμεις-, οι οποίες θα δημιουργούν κλίμα «άγχους» στα κυβερνητικά ή κομματικά κατεστημένα για κάθε «ιδεολογικό συμβιβασμό» που κάνουν κάτω από αμερικανικές ή επιχειρηματικές πιέσεις.
Πέμπτο είναι το θέμα των συμμαχιών. Οι συμμαχίες πρέπει να ανταποκρίνονται στους στόχους του αγώνα. Ο αγώνας μας είναι αντιιμπεριαλιστικός. Είναι αγώνας για μια ενεργά ουδέτερη Ελλάδα σε μια ουδέτερη Μεσόγειο. Φυσική συνέπεια είναι να επιδιώξουμε τη συμμαχία πρώτα απ’ όλα με τα απελευθερωτικά κινήματα της Νότιας Ευρώπης – της Τουρκίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Επίσης φυσική συνέπεια είναι να επιδιώξουμε συμμαχία με τα απελευθερωτικά κινήματα και τις κυβερνήσεις που τα εκφράζουν – στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή. Και πρέπει, τέλος, να καλλιεργήσουμε ενεργά, αλλά χωρίς συμβιβασμούς, τη δυνατότητα μιας νέας στάσης των σοσιαλιστικών χωρών. Ιστορικά τα συμφέροντά τους τα μακροπρόθεσμα ταυτίζονται με μια ουδέτερη Μεσόγειο – όσο κι αν το παιχνίδι των υπερδυνάμεων τις έχει παρασύρει κι αυτές «ανακλαστικά» σε συμμετοχή στις διαδικασίες επέκτασης του έλεγχου τους στο χώρο τους και της εντεινόμενης στρατιωτικής παρουσίας τους όπου αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Και πρέπει ταυτόχρονα να επιδιώξουμε στο μέτρο του δυνατού την εξασφάλιση του βέτο των σοσιαλιστικών χωρών στην απίθανη περίπτωση ανοιχτής στρατιωτικής επέμβασης των Ηνωμένων Πολιτειών για την καταστολή του λαϊκού κινήματος στη χώρα μας.
Γνωρίζουμε πως ο αγώνας, όπως τον προσδιορίζουμε, είναι ανηφορικός και δύσκολος. Αλλά η μόνη εναλλακτική δυνατότητα είναι η υποταγή, ο ραγιαδισμός, η δουλεία.
Γι’ αυτό και η κλιμάκωση του εθνικοαπελευθερωτικού μας αγώνα και η επιτυχία του είναι ιστορικά αναπόφευκτες. Ο λαός θα προχωρήσει. Θα προχωρήσει με ωριμότητα. Με θάρρος, με πλήρη γνώση του κόστους. Με πλήρη συνείδηση πως μόνο ένας τέτοιος αγώνας εξασφαλίζει το μέλλον της φυλής. Με πίστη πως έχει τη δύναμη να συντρίψει τα ανδρείκελα του Πενταγώνου στην πατρίδα μας, με όραμα τη νέα, ανεξάρτητη, κυρίαρχη, σοσιαλιστική και δημοκρατική Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου