Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης, μέλος ΔΣ. ΕΝΔΕ
Το
να είναι κάποιος δικαστής ακούγεται ενδιαφέρον. Ο δικαστής καλείται να ακούσει
ή να διαβάσει ιστορίες, να μελετήσει ισχυρισμούς, να βγάλει συμπεράσματα και η
άποψη στην οποία καταλήγει γίνεται αποδεκτή από το κοινωνικό σύνολο. Δε λύνει
διαφορικές εξισώσεις, δε στέλνει ανθρώπους στο διάστημα, δε σώζει καν ζωές.
Πότε πότε μάλιστα, το Σύνταγμα δίνει τη δυνατότητα σε κάθε πολίτη που έχει
κάποια βασικά προσόντα να μπορεί να γίνει κι εκείνος– χωρίς εκπαίδευση ή
προετοιμασία - για λίγες μέρες δικαστής. Αυτό που κάνει ο δικαστής
φαίνεται στον πολίτη απλό, προσβάσιμο, κάποτε αυτονόητο. Άλλωστε οι κρίσεις και
οι αποφάσεις είναι στοιχείο της καθημερινότητας όλων των ανθρώπων. Και για το
λόγο αυτό καθένας νιώθει και λίγο δικαστής.
Το να είναι κάποιος δικαστής δεν τον ξεκόβει από την κοινωνία. Τις αποφάσεις τις λαμβάνουν πρόσωπα που προέρχονται από το λαό,
αφού η κοινωνική σύνθεση του Δικαστικού Σώματος έχει ποικιλομορφία ανάλογη του συνόλου της κοινωνίας μας. Θεωρητικά καθένας μπορεί να γίνει δικαστής, αρκεί να είναι νομικός, δικηγόρος και να επιτύχει στις ιδιαίτερα απαιτητικές εξετάσεις που γίνονται κάθε χρόνο. Ο δικαστής προέρχεται από την κοινωνία, λειτουργεί εντός αυτής και της μοιάζει. Όσοι γνωρίζουν κάποιον, γνωρίζουν ότι είναι ένας κανονικός άνθρωπος, με τα ίδια προβλήματα, ενδιαφέροντα και ανησυχίες με τους υπόλοιπους πολίτες. Ένας άνθρωπος περίπου σαν και τους ίδιους. Και για το λόγο αυτό καθένας νιώθει και λίγο δικαστής. Το
να είναι κάποιος δικαστής συνεπάγεται ανεξαρτησία. Το πλέγμα κανόνων και
εγγυήσεων που περιβάλει τους δικαστικούς λειτουργούς, τους δίνει τη δυνατότητα
να εκτελέσουν το καθήκον τους χωρίς φόβο για την ελεύθερη εκφορά της κρίσης
τους. Είναι μια δυνατότητα εντελώς άγνωστη στο χώρο της πολιτικής και των ΜΜΕ,
η ύπαρξη της οποίας θωρακίζει το κράτος Δικαίου και καθημερινά εκθέτει εκείνους
που το επιβουλεύονται. Η ανεξαρτησία του δικαστή έχει ως ιδανικούς εχθρούς,
ανθρώπους που την υπονομεύουν ομνύοντας στο όνομά της και ταυτίζοντάς την με τα
δικά τους πολιτικά ή οικονομικά συμφέροντα. Κατά καιρούς πρωθυπουργοί,
υπουργοί, δημοσιογράφοι και επιχειρηματίες τη στοχοποιούν, αμφισβητούν την αξία
της ύπαρξής της, τη συνδέουν με την αυθαιρεσία και την κρίνουν προβάλλοντας σε
εκείνη το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένη η δική τους εξουσία. Και για το
λόγο αυτό, καθένας τους νιώθει και λίγο δικαστής.
Το
να είναι κάποιος δικαστής συνεπάγεται εξουσία. Η δικαστική απόφαση αλλάζει
ζωές, επηρεάζει περιουσίες, διαμορφώνει ανθρώπινες σχέσεις. Η αίσθηση αυτή
είναι μάλλον ελκυστική στην γενική της εικόνα. Και οι πολίτες, στερημένοι από
ουσιαστική πρόσβαση στα κέντρα λήψης των κρίσιμων αποφάσεων για τη δική τους
ζωή, αποκτούν τώρα, μέσα από τηλεοπτικούς δέκτες και social media, πρόσβαση στις υποθέσεις και τις ζωές
«των άλλων». Η συστηματική και στοχευμένη διοχέτευση υλικού δικογραφιών κυρίως
από διαδίκους προς ΜΜΕ, κάνει να φαίνεται ακόμα πιο προσιτό στον πολίτη το τι
έχει ενώπιόν του ο δικαστής, όταν αποφασίζει. Η διαμεσολάβηση μεταξύ της ζώσας
δικαστικής διαδικασίας και του τρόπου που αυτή μεταφέρεται στο δικαστικό
ρεπορτάζ, αποτυπώνεται στη συνείδηση και την αντίληψη του φιλοθεάμονος κοινού,
που γνωρίζει πλέον τόσα για μία υπόθεση, ώστε να νιώθει ότι μπορεί εύλογα να
διαμορφώνει γνώμη και κρίση. Και για το λόγο αυτό καθένας τους
νιώθει και λίγο δικαστής.
Το να
είναι κάποιος δικαστής σημαίνει ότι αντέχει την πίεση. Οι δικαστικές αποφάσεις
και ιδίως στις «μεγάλες» δίκες, αυτές που έχουν, για διάφορους λόγους, πάνω
τους τα φώτα της δημοσιότητας, ήταν είναι και θα είναι αμφιλεγόμενες, γιατί η
Δικαιοσύνη βρίσκεται πάντα στο μάτι ενός κυκλώνα αντικρουόμενων συμφερόντων. Η
ισχύς της Δικαιοσύνης αρχίζει και τελειώνει εντός της δικαστικής αίθουσας, αλλά
είναι δυσανάλογα ανίσχυρη να υπερασπιστεί το έργο της στην κοινωνία. Η ηθική
και κοινωνική νομιμοποίηση του δικαστή έναντι του λαού, περιλαμβάνεται στην
αιτιολογία των αποφάσεών του, αυτή είναι που τον δικαιώνει και τον προστατεύει
από κάθε είδους ισχυρούς. Ασφαλώς και δεν είναι όλες οι δικαστικές αποφάσεις
ορθές. Το ότι το δικονομικό μας σύστημα αποδέχεται πως σε μία δίκη μπορεί να
υπάρχει π.χ. διαφορετική εισαγγελική πρόταση, διαφορετική μειοψηφία και
διαφορετική πλειοψηφία του δικαστηρίου, δεν σημαίνει φυσικά ότι όλοι έχουν
ταυτόχρονα δίκιο. Αντιθέτως: το σύστημά μας αναζητεί την αλήθεια μέσα από την
ελεύθερη έκφραση της δικαιοδοτικής κρίσης σε συνδυασμό με την αρχή της πλειοψηφίας,
αλλά η αλήθεια παραμένει αναμφίβολα μόνο μία ανά περίπτωση. Για την προσέγγισή
της, έχει δικλείδες ασφαλείας, ένδικα μέσα και διαδικασίες που απομειώνουν
σημαντικά τον κίνδυνο του λάθους και αυτές μπορούμε βεβαίως να τις βελτιώσουμε.
Αλλά σίγουρα δε βελτιώνεται με δημόσιες κυβερνητικές παρεμβάσεις ή με καταφυγή
σε εργαλεία όπως το «κοινό περί δικαίου αίσθημα», που απρόσεκτα επικαλούνται
πολλοί και παραλλάσσει σε περιεχόμενο, ανάλογα με εκείνον που το επικαλείται.
Για αυτό, αναγκαία και σταθερή προϋπόθεση είναι η κοινωνική εμπίστευση στους
δικαστές της ελευθερίας να ασκούν την εξουσία τους με επιστήμη και αιτιολογία.
Γιατί εκεί βρίσκεται η διαφορά του να νιώθεις από το να είσαι
δικαστής.
Σε
πείσμα εκείνων που θέλουν να θέσουν τη Δικαιοσύνη απέναντι από την κοινωνία και
τις επιφυλάξεις της, εμείς οφείλουμε να απευθυνθούμε στους ανήσυχους πολίτες
και να τους ζητήσουμε να δείξουν εμπιστοσύνη, ότι τα παιδιά που μεγάλωσαν στις
ίδιες γειτονιές με εκείνους, με τις ίδιες αξίες και παραστάσεις με εκείνους, θα
εκπληρώσουν το κοινωνικό καθήκον που τους ανατέθηκε για αντικειμενική και
αμερόληπτη απονομή Δικαιοσύνης. Να ανησυχούν και να επαγρυπνούν όταν βλέπουν
την εκτελεστική εξουσία να κρίνει δημόσια τις δικαστικές αποφάσεις, γιατί είναι
ένα δικαίωμα που έχουν μόνο οι πολίτες και όχι εκείνη. Να αναζητούν την
αιτιολογία της κάθε απόφασης και να αποκρούουν τις ολιστικές και εύκολες
απαντήσεις που τους προσφέρονται. Να ασκούν κριτική ζητώντας διαρκώς και
επιτακτικά τη βελτίωση του συστήματος Δικαιοσύνης, χωρίς όμως να πριονίζουν το
κλαδί στο οποίο όλοι καθόμαστε. Η δικαιοσύνη είναι οχυρό της δημοκρατίας.
Αξίζει να το προστατεύσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου