του Σαράντη Μιχαλόπουλου Κατοίκου Ιτέας
Συχνές είναι οι συζητήσεις μεταξύ των συμπολιτών για την ανάπτυξη του τόπου και πολλές οι απόψεις που διατυπώνονται. Άλλοι μιλούν για κάποιο είδος «βιομηχανικής» ανάπτυξης με δημιουργία κάποιων παραγωγικών μονάδων, άλλοι για τουριστική ανάπτυξη, άλλοι για αγροτική ανάπτυξη και κάποιοι για ανάπτυξη στηριγμένη στις σύγχρονες τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών.
Φυσικά, η καλύτερη λύση είναι ένα «μίγμα» όλων αυτών των οικονομικών δραστηριοτήτων, στο βαθμό που η κάθε μία έχει πραγματικές δυνατότητες να αναπτυχθεί. Και βέβαια, μιλάμε για δραστηριότητες που δεν θα αφορούν στενά στην πόλη της Ιτέας αλλά της ευρύτερης περιοχής, δηλαδή όλου του Νομού, αφού εκ των πραγμάτων όλες είναι αλληλοσυμπληρούμενες και αλληλοτροφοδοτούμενες.
Κάποια από τα σχόλια που έχω ακούσει λένε ότι,
«η περιοχή έχει χαρακτηριστεί σαν βιομηχανική και γι’ αυτό δεν δίνονται κονδύλια για τον τουρισμό», χωρίς όμως να τεκμηριώνεται το από ποιον και με ποιο τρόπο έχει γίνει αυτός ο χαρακτηρισμός, αλλά και πως συνδέεται λογικά αυτό με την, ας πούμε, παράλληλη ανάπτυξη του τουρισμού.Κάποια άλλα λένε ότι «στην Ιτέα υπάρχει ανάπτυξη, καθώς γίνονται νέες οικοδομές», αλλά δεν εξηγούν, ούτε από ποιον άλλο τομέα της τοπικής οικονομίας προέρχονται τα κεφάλαια που επενδύονται στις οικοδομές, ούτε το πώς συμβαίνει να υπάρχουν παντού αγγελίες για ενοικίαση σπιτιών.
Θα επιχειρήσω μία, πολύ απλουστευτική μεν, αλλά και απαραίτητη για την περαιτέρω συζήτηση περί ανάπτυξης, καταγραφή. Οι βασικοί τομείς της οικονομίας οποιασδήποτε οντότητας (κράτος, περιφέρεια, νομός, πόλη, κοινότητα) είναι ο πρωτογενής τομέας (κυρίως ο αγροτικός), ο δευτερογενής τομέας ή τομέας μεταποίησης και ο τριτογενής τομέας, δηλαδή ο τομέας των υπηρεσιών.
Στην Ιτέα, ο πρωτογενής τομέας είναι σημαντικός, διότι υπάρχει ο πλούτος της ελιάς. Στον δευτερογενή τομέα υπάρχουν πολύ λίγες μεταποιητικές επιχειρήσεις, σχετιζόμενες οι περισσότερες επίσης με την ελιά. Στον τομέα των υπηρεσιών υπάρχουν κάποιες, μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού, ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, υπάρχουν ελάχιστες δημόσιες ή δημοτικές επιχειρήσεις, τρία καταστήματα τροφίμων (σουπερμάρκετ), μία πλέον τράπεζα και ένας κάποιος αριθμός μικρομεσαίων επιχειρήσεων ή αυτοαπασχολούμενων ατόμων, όπως επιχειρήσεις εστίασης, εμπορικά καταστήματα, γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί και άλλοι επαγγελματίες διαφόρων ειδικοτήτων.
Αν θεωρήσουμε την τοπική οικονομία σαν ένα «κλειστό σύστημα», δηλαδή ένα «κουτί», όλες οι σχετιζόμενες με την οικονομία δραστηριότητες μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε «εισροές» και «εκροές». Μία παραγωγική επιχείρηση, έχει σαν εισροές τις πρώτες ύλες και σαν εκροές τα παραγόμενα προϊόντα. Για να υπάρχει θετικό ισοζύγιο («πλεόνασμα»), πρέπει τα χρήματα που εισπράττονται από την πώληση των προϊόντων να είναι περισσότερα του αθροίσματος «αγορά πρώτων υλών» + «έξοδα παραγωγής και διακίνησης». Μόνο τότε μένουν «λεφτά» στον τόπο. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τις μεταποιητικές επιχειρήσεις. Αν βέβαια οι «πρώτες ύλες» προέρχονται από τοπική παραγωγή, όπως π.χ. οι ελιές, το μέλι ή άλλα αγροτικά προϊόντα, τότε το όφελος στο προαναφερθέν ισοζύγιο είναι πολύ μεγαλύτερο.
Για τις υπηρεσίες, γενικά οι αμοιβές των προσώπων που τις παρέχουν είναι «εισροές» μόνο αν προέρχονται από πηγές εκτός του «συστήματος», όπως π.χ. ο μισθός ενός υπαλλήλου του Δημοσίου, ή μίας τράπεζας, ή ενός σουπερμάρκετ. Οι αμοιβές των επαγγελματιών είναι στην ουσία μία «εσωτερική διακίνηση», που τροφοδοτείται από το «περίσσευμα» του κάθε νοικοκυριού. Αντίστοιχα, είναι «εκροές» το μέρος των αμοιβών που διατίθεται για δαπάνες που οδεύουν εκτός συστήματος, όπως η πληρωμή λογαριασμών ηλεκτρισμού ή τηλεφωνίας, οι διάφοροι φόροι (ΦΠΑ, ΕΝΦΙΑ, φόρος εισοδήματος, κλπ.), οι αγορές προϊόντων από πηγές εκτός των τοπικών, κλπ.
Με άλλα λόγια, εγώ που είμαι, ας πούμε, συνταξιούχος, προσφέρω στην τοπική κοινωνία όχι όλη τη σύνταξή μου, αλλά αυτό που θεωρητικά περισσεύει μετά την αφαίρεση των υποχρεώσεών μου για φόρους, λογαριασμούς ρεύματος και τηλεφωνίας, κλπ., δηλαδή τα χρήματα που μου μένουν για να αγοράσω τρόφιμα, να φάω σε ένα εστιατόριο, να αγοράσω ρούχα, εφόσον αυτό γίνεται από κατάστημα της περιοχής, να αγοράσω ένα δώρο για τα παιδιά μου ή τα εγγόνια μου και άλλες παρόμοιες δαπάνες που κατευθύνονται στην τοπική αγορά.
Από πού λοιπόν θα προέλθει η ανάπτυξη της Ιτέας ; Προφανώς από τη μεγιστοποίηση των εισροών και την ελαχιστοποίηση των εκροών. Αύξηση, για παράδειγμα, των παραγόμενων τοπικά προϊόντων που κατευθύνονται σε αγορές εκτός της περιοχής συμβάλλει στην ανάπτυξη της περιοχής. Αντίστοιχα, αύξηση των παρεχόμενων υπηρεσιών προς αποδέκτες εκτός της περιοχής (π.χ. επισκέπτες που έρχονται στην πόλη και ξοδεύουν κάποια χρήματα για φαγητό ή αγορές), συμβάλλουν επίσης στην ανάπτυξη. Το ίδιο επίσης βλέπουμε και σε περιπτώσεις που δεν είναι άμεσα παροχή υπηρεσιών, αλλά τελικά οδηγούν σε αύξηση των «εισροών» στον τόπο, όπως π.χ. η περίπτωση λειτουργίας ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος στην περιοχή, όπου οι φοιτητές ή σπουδαστές του προέρχονται από άλλες περιοχές έχουν δαπάνες διαμονής και διαβίωσης, οι οποίες προέρχονται από «εμβάσματα» των γονιών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλες πόλεις.
Σε αυτό το τελευταίο χρειάζεται να υπολογιστεί και η αντίστοιχη «εκροή» των εξόδων διαβίωσης ντόπιων μαθητών που πηγαίνουν για σπουδές σε άλλες πόλεις. Αυτό τελικά σημαίνει ότι το «ισοζύγιο» είναι θετικό μόνο αν οι Ιτιώτες μαθητές (ή, γενικότερα οι μαθητές από την Φωκίδα) είναι λιγότεροι από τους αντίστοιχους που έρχονται να σπουδάσουν εδώ. Φυσικά, επειδή η «εκροή» εξόδων σπουδών των δικών μας παιδιών σε άλλες πόλεις είναι δεδομένη, εκείνο που πρέπει να επιδιωχθεί είναι να αντισταθμιστεί αυτή η «εκροή» στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό με δημιουργία εκπαιδευτικών μονάδων στην περιοχή, που εκ των πραγμάτων συνεπάγεται «εισροές», όπως εξηγήθηκε παραπάνω.
Ο,τιδήποτε λοιπόν φέρνει χρήμα στην περιοχή δεν είναι απλώς ευπρόσδεκτο αλλά και αναγκαίο για να μπορεί να βελτιωθεί το επίπεδο ζωής των κατοίκων, καθώς, αφενός δημιουργεί θέσεις εργασίας, αφετέρου προσπορίζει πλούτο στον τοπικό πληθυσμό. Για παράδειγμα, η οργάνωση εκδηλώσεων όπως οι αγώνες κολύμβησης, οι αγώνες αυτοκινήτου, οι αγώνες καγιάκ, οι αποκριάτικες παρελάσεις, οι συναντήσεις χορευτικών ή χορωδιακών συγκροτημάτων, συνέδρια, ομιλίες, κλπ. έχουν πολλαπλά θετικά αποτελέσματα.
Επομένως, για να ενισχύσουμε την ανάπτυξη της περιοχής, πρέπει να σκεφθούμε και να διαμορφώσουμε προτάσεις για όλους τους παραπάνω τομείς οικονομικής δραστηριότητας. Για κάποιες από αυτές τις προτάσεις χρειάζονται κρατικές παρεμβάσεις, κυρίως με επενδύσεις, άλλοτε σχετικά μικρές και άλλες μεγαλύτερες. Για κάποιες άλλες, χρειάζεται να υπάρξουν κίνητρα για την ιδιωτική πρωτοβουλία, που και αυτά θα αφορούν, είτε το καθεστώς ανάπτυξης επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, είτε τη δημιουργία υποδομών. Για όλες όμως, το σημαντικότερο στοιχείο είναι η αξιοποίηση ευκαιριών και κυρίως το ανοιχτό μυαλό για εφαρμογή έξυπνων λύσεων.
Η επιχειρηματικότητα παγκοσμίως έχει να επιδείξει πετυχημένα μοντέλα, τα οποία είναι εύκολο να εφαρμόσει κανείς και στη δική του περίπτωση. Και θα αναφέρω εδώ ένα προσωπικό παράδειγμα από έναν Αγροτικό Συνεταιρισμό στον οποίο ευτύχησα να βρεθώ σαν Διευθυντής του πριν κάμποσα χρόνια. Κύριο προϊόν που διαχειριζόταν ο Συνεταιρισμός ήταν οι ελιές, τις οποίες συγκέντρωνε από τους παραγωγούς, τις επεξεργαζόταν και τις προωθούσε σαν βρώσιμη ελιά σε αγορές του εξωτερικού.
Εντελώς ενδεικτικά να αναφέρω ότι, αν η τιμή αγοράς από τους παραγωγούς ήταν εκείνη την εποχή 1 € το κιλό, η τιμή πώλησης σε μεγάλες συσκευασίες (δοχεία) ήταν 3 € το κιλό. Μέσω ενός προγράμματος, ο Συνεταιρισμός πήρε ένα μεγάλο ποσό για τη δημιουργία μίας γραμμής «μικροσυσκευασίας», δηλαδή συσκευασίας των ελιών σε μικρά βαζάκια. Η τιμή πώλησης των ίδιων ελιών διαμορφώθηκε σε 6 € το κιλό, χωρίς να προστεθεί σημαντικό κόστος από τη συσκευασία στα βαζάκια.
Αυτή η αρχή της δημιουργίας «προστιθέμενης αξίας» δεν είναι ανακάλυψη, αλλά κλασσική επιχειρηματική μέθοδος. Επομένως, η εφαρμογή τέτοιων μεθόδων μπορεί και αυτή να συμβάλει στην ανάπτυξη μίας περιοχής.
Αρκεί όμως μία ιδιωτική πρωτοβουλία για να γίνουν άλματα στην ανάπτυξη ; Αν ρωτηθούν αυτοί οι ιδιώτες, είναι σίγουρο ότι θα αναφέρουν χίλιους λόγους, για τους οποίους η ανάπτυξη ανταγωνιστικής επιχειρηματικής δραστηριότητας βρίσκει πολλές φορές μεγάλες δυσκολίες ή κάποιες φορές και ανυπέρβλητα εμπόδια.
Και εδώ έρχεται ο ρόλος των πολιτών, που πρέπει να σχεδιάσουν οι ίδιοι τι θέλουν για τον τόπο τους και στη συνέχεια να «πιέσουν» τους πολιτικούς για να προχωρήσουν σε σχετικές ρυθμίσεις ή επενδύσεις. Αν, για παράδειγμα, θέλουμε να προσελκύσουμε επισκέπτες, ίσως πρέπει να βάλουμε σαν προτεραιότητα, όχι τον Διαγώνιο Άξονα Αντιρρίου – Λαμίας, αλλά την κατασκευή αυτοκινητόδρομου Κάστρου – Αράχοβας - Δελφών – Άμφισσας.
Αλλά ο ρόλος των πολιτών δεν εξαντλείται με την άσκηση πιέσεων προς την Πολιτεία. Λαμβανομένων υπόψη των δυσκολιών χρηματοδότησης μεγάλων έργων, πρέπει οι πολίτες να απαιτήσουν από τις αρχές τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης να υλοποιήσουν έξυπνες λύσεις που δεν απαιτούν μεγάλες και δυσβάσταχτες δαπάνες, παίρνοντας και σαν παράδειγμα τις καλές πρακτικές άλλων περιοχών. Δυστυχώς, όμως, σε πολλές περιπτώσεις είναι αυτές οι αρχές τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης που είναι δυσκίνητες και αναποφασιστικές. Και εδώ, η παρέμβαση των πολιτών είναι πολύ πιο σημαντική, αλλά και πιο εύκολη, θα έλεγα, καθώς υπάρχει μεγαλύτερη αμεσότητα και κυρίως δυνατότητα άσκησης μεγαλύτερης πίεσης, καθώς οι τοπικοί άρχοντες ψηφίζονται από αυτούς τους πολίτες.
Να λοιπόν πεδίο δράσης λαμπρό για όσους ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη του τόπου τους. Βέβαια, πολλοί ίσως σκεφθούν ότι όλα όσα παραπάνω αναφέρω κινούνται στη σφαίρα της θεωρίας και του ιδεατού, ενώ ο πραγματικός κόσμος είναι διαφορετικός και τα εμπόδια και οι δυσκολίες είναι τεράστια. Δεν θα πω όχι. Όμως σε πάρα πολλές περιπτώσεις υπάρχουν εύκολες λύσεις, μπροστά στα μάτια μας, που δεν τις βλέπουμε, όχι διότι δεν είμαστε επαρκώς έξυπνοι, αλλά διότι δεν έχουμε εκπαιδευτεί να σκεφτόμαστε δημιουργικά.
Για μένα λύσεις υπάρχουν. Το μόνο που χρειάζεται είναι θέληση, πίστη και προσπάθεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου