του Σαράντη Μιχαλόπουλου Κατοίκου Ιτέας
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει εξελιχθεί σε ένα τεράστιο πρόβλημα, όχι μόνο για την Ευρώπη, αλλά και για την παγκόσμια κοινότητα, καθώς, εκτός από το καθαρά στρατιωτικό σκέλος, υπάρχουν σοβαρές επιπτώσεις και σε οικονομικό επίπεδο.
Πολλοί βλέπουν αυτό τον πόλεμο σαν απλώς μία διένεξη μεταξύ δύο κρατών, ή, έστω και μεταξύ δύο συνασπισμών, του ΝΑΤΟ και της Ρωσικής Ομοσπονδίας, αντίστοιχη με άλλες παρόμοιες που έχουμε ζήσει στο παρελθόν, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (Βιετνάμ, Ιράκ, Γιουγκοσλαβία, Συρία, Λιβύη, κλπ.).
Το ερώτημα όμως που πρέπει να απαντήσουμε είναι, αν αυτοί οι περιφερειακοί πόλεμοι οφείλονται μόνο σε διαφορές κρατών ή μήπως πίσω από αυτούς υπάρχουν βαθύτερα αίτια τα οποία λειτουργούν νομοτελειακά και τα οποία σχετίζονται με την λειτουργία του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος.
Όπως όλοι οι οικονομολόγοι αναγνωρίζουν, το οικονομικό σύστημα που στηρίζεται στην «αγορά» (προσφορά – ζήτηση αγαθών), έχει την «έμφυτη» αδυναμία της δημιουργίας «πλεονασμάτων» τα οποία πρέπει με κάποιον τρόπο να «απορροφηθούν»,
διότι διαφορετικά θα οδηγήσουν σε κρίσεις ανάλογες με αυτή του Κραχ του 1928-29 στις ΗΠΑ.Μία αρκετά απλοϊκή προσέγγιση
είναι ότι ο
άνθρωπος θέλει ολοένα και περισσότερα πράγματα, διότι έχει συνδέσει την έννοια
της «καλύτερης ζωής» με την απόκτηση περισσότερων υλικών αγαθών. Μάλιστα, δεν
είναι λίγες οι περιπτώσεις που κατακρίνεται σαν «άπληστος» ή και
«αυτοκαταστροφικός», καθώς αυτά τα «περισσότερα πράγματα» σε αρκετές
περιπτώσεις είναι περιττά, τουλάχιστον από τη σκοπιά ικανοποίησης «αναγκών»
που, αντί να απευθύνονται στο 1ο και 2ο επίπεδο της
πυραμίδας του Masslow
(επιβίωση, ασφάλεια,), στοχεύουν μάλλον στο 4ο επίπεδο, αυτό του
«εγώ».
Είναι όμως έτσι τα πράγματα ; Εκείνο
που κατά την άποψή μου φαίνεται να παραγνωρίζεται είναι το γεγονός ότι η
παγκόσμια οικονομία στηρίζεται πλέον σε ένα και μόνο μοντέλο, το μοντέλο της
κατανάλωσης. Σύμφωνα με αυτό, για να αναπτύσσονται οι οικονομίες, πρέπει οι
καταναλωτές να αγοράζουν συνεχώς προϊόντα και υπηρεσίες, χωρίς κατ’ ανάγκη αυτά
να καλύπτουν πραγματικές ανάγκες. Ο μηχανισμός που επιβάλλει αυτή την συνεχώς
αυξανόμενη κατανάλωση είναι η ίδια η λειτουργία της οικονομίας. Οι επιχειρήσεις
επιδιώκουν μία συνεχή αύξηση κερδών, διότι μόνο έτσι θα συγκρατήσουν τους μετόχους
ή θα προσελκύσουν και νέους. Και η αύξηση των κερδών περνά, όχι μόνο μέσα από
την βελτίωση της αποδοτικότητας αλλά και μέσα από την αύξηση των πωλήσεών τους
(σε όγκο ή και μόνο σε αξία). Επομένως, είναι γι’ αυτές αδήριτη ανάγκη, είτε να
βρίσκουν νέους πελάτες, είτε να προσφέρουν «νέα» προϊόντα που θα προκαλέσουν
στους πελάτες την «ανάγκη» να πετάξουν τα παλαιά, έστω και αν δεν είναι
άχρηστα, και να αγοράσουν τα καινούργια.
Ας σκεφθούμε προς στιγμή το αυτοκίνητο
και ας φαντασθούμε μία υποθετική περίπτωση που οι καταναλωτές όλου του κόσμου
συμφωνούν να μην αγοράσουν καινούργιο αυτοκίνητο για ένα ολόκληρο χρόνο, καθώς
υπάρχουν αρκετά μεταχειρισμένα που μπορούν να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των
ανθρώπων, στη χειρότερη δε περίπτωση, και όσοι δεν έχουν και δεν μπορούν να
βρουν αυτοκίνητο, μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες τους για ένα χρόνο με τον
όποιο τρόπο το κάνουν σήμερα. Τι θα γινόταν λοιπόν σε μία τέτοια περίπτωση ; Όλες
οι αυτοκινητοβιομηχανίες θα έκλειναν και οι εργαζόμενοι σε αυτές θα έχαναν τη
δουλειά τους. Μαζί όμως με τις αυτοκινητοβιομηχανίες πιθανότατα θα έκλειναν και
χιλιάδες άλλες επιχειρήσεις που η λειτουργία τους είναι συνδεδεμένη με τις
πρώτες (προμηθευτές, υπεργολάβοι, κλπ.). Και τις τελευταίες ίσως ακολουθούσαν
και άλλες που θα επηρεάζονταν εμμέσως από την μείωση της δυνατότητας αυτών που
θα έχαναν τη δουλειά τους, άρα και το εισόδημά τους, να αγοράσουν άλλα προϊόντα
(αν δεν κάνω λάθος, αυτό ονομάζεται «ύφεση της οικονομίας»).
Επομένως οι καταναλωτές πρέπει να
συνεχίσουν να αγοράζουν προϊόντα που πιθανότατα δεν τους είναι αναγκαία, μόνο
και μόνο για να συντηρήσουν τη λειτουργία της οικονομίας. Και βέβαια, η
συνέχιση αυτής της κατανάλωσης συνεπάγεται κατασπατάληση φυσικών πόρων και
ένταση άλλων προβλημάτων που σχετίζονται με το περιβάλλον (απορρίμματα,
κλπ.). Άρα, δεν είναι κατ’ ανάγκη ο
«άπληστος» καταναλωτής που οδηγεί τις εξελίξεις αλλά οι ίδιες οι επιχειρήσεις
που πασχίζουν να τον πείσουν ότι χρειάζεται περισσότερα πράγματα. Αλλά και οι
επιχειρήσεις σε ποιόν ανήκουν ; Οι μεν μεγάλες και πολυμετοχικές ανήκουν σήμερα
άμεσα ή έμμεσα σε απλούς ανθρώπους, που, είτε οι ίδιοι έχουν κάποιες ελάχιστες
μετοχές (απευθείας ή μέσω αμοιβαίων κεφαλαίων ή άλλων επενδυτικών εργαλείων),
είτε συμμετέχουν μέσω των ασφαλιστικών τους ταμείων που είναι από τους σημαντικότερους
τροφοδότες – επενδυτές. Από την άλλη μεριά, οι μικρές και κατά τεκμήριο
προσωπικές εταιρίες ανήκουν επίσης σε απλούς καθημερινούς ανθρώπους.
Όλοι λοιπόν οι παραπάνω, με βάση την
ίδια την αρχή της λειτουργίας της οικονομίας, πιέζουν τις επιχειρήσεις για
συνεχώς αυξανόμενα κέρδη, διότι διαφορετικά θα πάνε σε άλλη εταιρία, και οι
εταιρίες, για να εκπληρώσουν την απαίτηση αυτή των μετόχων τους στρέφονται
στους καταναλωτές, δηλαδή στους ίδιους ανθρώπους, και προσπαθούν να τους
πουλήσουν περισσότερα. Αν αυτό δεν είναι φαύλος κύκλος, τότε δεν μπορώ να
φανταστώ κάτι άλλο που να ταιριάζει περισσότερο στον ορισμό του φαύλου κύκλου.
Πίσω όμως από αυτή την απλοϊκή, όπως
είπα, σκέψη, οι ίδιοι οι επιστήμονες έχουν εδώ και δεκαετίες αναδείξει το
πρόβλημα της «υπερπαραγωγής» ή του «πλεονάσματος» της οικονομίας.
Αν
γυρίσουμε πολλά χρόνια πίσω, στον Ιούλιο του 1944, θα δούμε, πριν καν τελειώσει
ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, να μαζεύονται 730 αντιπρόσωποι από πολλές
χώρες στο πολυτελές ξενοδοχείο Mount Washington
που βρισκόταν κοντά στην πόλη Bretton Woods
του New
Hamshire.
Από το
βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη «Παγκόσμιος Μινώταυρος» αντιγράφω ένα σχετικό
απόσπασμα.
«Την
πρόσκληση προς τις κυβερνήσεις να προσέλθουν στο Bretton Woods την έστειλε το γραφείο του Προέδρου Roosevelt , του οποίου η κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να κερδίσει την ειρήνη και η οποία, αν δεν είχε προκύψει ο Β’
Παγκόσμιος Πόλεμος, παραλίγο
θα έχανε την πόλεμο εναντίον της Μεγάλης Ύφεσης.
Αν είχαν μάθει κάτι οι Αμερικανοί από την περίοδο 1933 - 1938, ήταν ότι
η αποτελεσματική διαχείριση μιας μεγάλης καπιταλιστικής οικονομίας, όπως της αμερικανικής, δεν είναι εφικτή σε εθνικό
επίπεδο. Στην εναρκτήρια ομιλία του ο Roosevelt
επισήμανε με εντυπωσιακή οξυδέρκεια ότι «η οικονομική
υγεία κάθε χώρας πρέπει να απασχολεί κάθε γείτονα χώρα, είτε βρίσκεται κοντά της, είτε μακριά της».
Οι δύο
βασικοί στόχοι που απασχόλησαν τη συνδιάσκεψη ήταν:
(α) ο σχεδιασμός ενός μεταπολεμικού νομισματικού συστήματος και (β) η ανοικοδόμηση των οικονομιών της
Ευρώπης και της Ιαπωνίας. Ωστόσο, τα πραγματικά ερωτήματα που τίθονταν, κάτω από την επιφάνεια των συνομιλιών, αφορούσαν (α) το θεσμικό πλαίσιο που θα αποσοβούσε μια νέα Μεγάλη Ύφεση
και (β) την επιτήρηση και τον έλεγχο ενός τέτοιου πλαισίου. Και τα ζητήματα δημιούργησαν σημαντικές εντάσεις, ιδίως
ανάμεσα στους δύο μεγάλους συμμάχους,
που εκπροσωπούσαν Harry Dexter White για λογαριασμό των ΗΠΑ και ο πασίγνωστος οικονομολόγος John Maynard Keynes για
λογαριασμό της Βρετανίας.
Ύστερα από τρεις εβδομάδες έντονων διαπραγματεύσεων κατέληξαν στη γνωστή συμφωνία που χαρακτήρισε
τη φύση και τούς θεσμούς τις μεταπολεμικής
παγκόσμιας νομισματικής τάξης.
Δύο από τους θεσμούς που ιδρύθηκαν στο Bretton Woods εξακολουθούν να υπάρχουν και να απασχολούν την
ειδησεογραφία σήμερα: το Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο (ΔΝΤ) και η Διεθνής Τράπεζα
Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, η οποία σήμερα αναφέρεται απλώς ως Παγκόσμια
Τράπεζα. Αποστολή του ΔΝΤ ήταν να αποτελεί
το «Πυροσβεστικό Σώμα» του παγκόσμιου καπιταλιστικού
συστήματος, ένας Θεσμός που Θα έσπευδε να
βοηθήσει κάθε χώρα στην οποία θα ξεσπούσε
κρίση λόγω διογκούμενου ελλείμματος στο
ισοζύγιο πληρωμών (δηλαδή, τον αθροίσματος εμπορικού
ισοζυγίου και του ισοζυγίου κεφαλαιακών εισροών-εκροών).
Στόχος του ήταν να χορηγεί δάνεια, υπό αυστηρούς όρους, που θα βοηθούσαν στην προσαρμογή, ώστε
σιγά σιγά να αυξάνονταν οι εξαγωγές αγαθών και οι εισαγωγές κεφαλαίων, την ώρα που θα μειώνονταν οι εισαγωγές αγαθών και εξαγωγές
κεφαλαίων. Όσο για την Παγκόσμια
Τράπεζα, ο ρόλος της ήταν αυτός μιας διεθνούς
επενδυτικής τράπεζας, καθώς της ανατέθηκε η αρμοδιότητα να χρηματοδοτεί
παραγωγικές επενδύσεις σε περιοχές που είχαν καταστραφεί εξαιτίας του πολέμου.
Ωστόσο, ο
θεσμός που σημάδεψε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο τη μεταπολεμική ιστορία δεν υπάρχει πλέον. Η κατάργησή του το 1971 σηματοδότησε τα τέλος του Παγκόσμιου
Σχεδίου. Ήταν
το νέο σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών, το οποίο έμεινε στην ιστορία ως το Σύστημα Bretton Woods. Επρόκειτο
για ένα σύστημα σταθερών συναλλαγματικών
ισοτιμιών, στον πυρήνα του οποίου
βρισκόταν το δολάριο. Η βασική ιδέα ήταν ότι κάθε νόμισμα θα κλείδωνε σε μια
συγκεκριμένη ισοτιμία σε σχέση με τη δολάριο
(και, βεβαίως, έτσι αι ισοτιμίες μεταξύ των διαφόρων νομισμάτων θα ήταν σταθερές). Προκειμένου να δημιουργήσουν την αναγκαία εμπιστοσύνη στο νέο διεθνές
χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι ΗΠΑ
δεσμεύτηκαν να συνδέσουν το δολάριο με το χρυσό
στη σταθερή ισοτιμία των 35 δολαρίων ανά ουγκιά και να εγγυηθούν την πλήρη μετατρεψιμότητα σε
χρυσό των δολαρίων οποιουδήποτε,
είτε ήταν Αμερικανός είτε όχι.
Κατά
τη διάρκεια των συνομιλιών του Bretton Woods, ο Keynes έκανε
την πιο τολμηρή πρόταση που είχε πέσει ποτέ
στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων σε μείζονα
διεθνή συνδιάσκεψη, τη δημιουργία μιας Διεθνούς Νομισματικής 'Ένωσης
και ενός ενιαίου νομίσματος (το οποίο είχε
μάλιστα ονομάσει bancor) για όλο τον
καπιταλιστικό κόσμο, καθώς και τη δημιουργία
μιας Διεθνούς Κεντρικής Τράπεζας (με
όλους τους συναφείς θεσμούς που Θα απαιτούσε κάτι τέτοιο).
Η πρόταση του δεν υιοθετήθηκε μεν, άντεξε
όμως στη δοκιμασία του χρόνου. Σε μια
συνέντευξή του στο BBC ο Dominique Strauss Kanh, ο κάποτε Γενικός Διευθυντής
του ΔΝΤ, επανάφερε την ιδέα του Keynes ως τη μοναδική λύση για τα προβλήματα που αντιμετώπισε η οικονομία μετά το 2Ο08.
Η ουσία της πρότασης του Keynes από τη μια, πρόσφερε τα προτερήματα ενός κοινού νομίσματος (ευκολία σεις εμπορικές
συναλλαγές, σταθερότητα των τιμών και προβλεψιμότητα,
που βοηθά στην ανάπτυξη του διεθνούς Εμπορίου).
Από την άλλη, όμως, η πρόταση του Keynes προέβλεπε
θεσμούς που μπορούσαν να αποσβέσουν τους
κλυδωνισμούς από τις κρίσεις που χαρακτηρίζουν
τις νομισματικές ενώσεις».
Στην
όλη εξήγηση του φαινομένου των οικονομικών κρίσεων συμβάλλει πάρα πολύ μία παρεμφερής
ερμηνεία που έδωσαν από την δεκαετία του 60 σχετικοί με το θέμα επιστήμονες, οι
οποίοι σε ένα βιβλίο με τίτλο «Η αυτοκριτική της Επιστήμης» έγραφαν :
«Αν ρίξουμε μια ματιά
στους προϋπολογισμούς των λεγομένων αναπτυγμένων χωρών και στα κονδύλια που
διαθέτουν για έρευνα θα δούμε ότι τα περισσότερα απ΄ αυτά διατίθενται σε τομείς
που είναι στενά δεμένοι με στρατιωτικές εφαρμογές. Στις Η.Π.Α. για παράδειγμα το ύψος του προϋπολογισμού
για Επιστημονική Έρευνα και Ανάπτυξη το 1969 έφτασε τα 900 δισεκατομμύρια δρχ.
που κατανεμήθηκαν ως εξής: 50% στην άμυνα, 25% στο διάστημα, 12% στην ατομική
ενέργεια. Έμειναν 13% για όλα τα υπόλοιπα, δηλαδή την άμεση βελτίωση των
συνθηκών ζωής των ανθρώπων, υγεία, πολεοδομία, μεταφορές, επικοινωνίες … (Le monde, 5 Φλεβάρη 1969).
H ιδιωτική έρευνα εξαρτάται εξίσου από τους στρατιωτικούς
θεσμούς, όσο και η κρατική έρευνα.
Σύμφωνα με μια στατιστική του 1961 που δημοσιεύθηκε στο Οικονομική Ημερολόγιο
των ΗΠΑ 1967-1968, τα έξοδα της βιομηχανίας για επιστημονική έρευνα και
ανάπτυξη κατανεμήθηκε κατά 43% για στρατιωτικά προϊόντα και κατά 57% για
εμπορικά προϊόντα. Το ποσοστό των
ερευνών που έκαναν οι αεροπορικές εταιρείες για στρατιωτικούς σκοπούς, έφτανε
το 91%.
Γεννιέται λοιπόν
το εύλογο ερώτημα: Γιατί αυτή η εξάρτηση της έρευνας από τον Στρατό; Μπορεί να δώσει κανείς δύο εξηγήσεις, Η
πρώτη, η πιο προφανής, είναι ότι η
έρευνα ενδιαφέρει ειδικά το Στρατό γιατί του παρέχει νέα όπλα.
Αυτή η εξήγηση δεν είναι λανθασμένη, είναι όμως
επιφανειακή. Πρέπει να καταλάβουμε γιατί τα στρατιωτικά κονδύλια έχουν τάση
βαρύτητα στις αναπτυγμένες χώρες. Τα στρατιωτικά κονδύλια που αντιπροσώπευαν
στις Η.Π.Α. το 0,7% του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος το 1927 (πριν απ’ την
κρίση του 1929), έφτασαν το 10.3% το 1957.
Για να καταλάβουμε αυτήν την στρατιωτικοποίηση της ίδιας της οικονομίας,
πρέπει ταυτόχρονα να λάβουμε υπ’ όψη μας
τις οικονομικές και πολιτικές επιταγές.
Πράγματι ο καπιταλισμός απειλείται μονίμως από κρίσεις
υπερπαραγωγής. Για να τις αποφύγει
υπάρχουν διάφορες λύσεις, που χρησιμοποιούνται όλες ταυτόχρονα. Μια απ’ αυτές είναι ο περιορισμός της
προσφοράς αγαθών σε σχέση μ’ αυτήν που θα μπορούσε να επιτευχθεί: τα εργοστάσια
δηλαδή δεν λειτουργούν με όλη τους την ικανότητα παραγωγής.
Μια άλλη
μορφή της ίδια διαδικασίας μπορεί να
σχηματοποιηθεί ως εξής: ας υποθέσουμε ότι σε μια συγκεκριμένη περίοδο η
βιομηχανία του σιδήρου μεγάλωσε την παραγωγή της χωρίς ν’ αυξήσει τον αριθμό
και το μισθό των εργατών της. Τι να κάνει αυτό το περίσσευμα του χάλυβα.
Περισσότερα αυτοκίνητα; Που θα βρεθούν αγοραστές; Νέα χαλυβουργεία; Θα μεγάλωνε
ακόμα περισσότερα το πρόβλημα. Αντίθετα
έχουν την δυνατότητα να φτιάξουν όπλα που θα καταστρέφονται χωρίς να οδηγούν σε
νέα παραγωγή. Επιδίδονται λοιπόν σε ένα
είδος «κατανάλωσης-σπατάλης» όπου το κράτος παίζει ένα ρόλο-κλειδί.
Απ’ την άλλη
μεριά το βάρος που δίνεται στα στρατιωτικά κονδύλια ανταποκρίνεται στις
στρατηγικές ανάγκες των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων: ενδοϊμπεριαλιστική
σύγκρουση με τις δυνάμεις του άξονα, σύγκρουση με το σοβιετικό μπλοκ στον ψυχρό
πόλεμο, πάλη ενάντια στους λαούς του τρίτου κόσμου αργότερα. Αν ο καπιταλισμός δεν είχε ν’ αντιμετωπίσει
τις αντιθέσεις του, θα είχε ίσως βρει άλλες μορφές αντιμετώπισης των κρίσεων
υπερπαραγωγής. Είναι όμως γεγονός πως
ακολουθεί ήδη αυτόν τον δρόμο. Με τον
τρόπο αυτό άλλαξε εν μέρει το ίδιο του το περιεχόμενο: οι νέες σχέσεις
Στρατού-Κράτους-Βιομηχανίας διαφοροποίησαν τις σχέσεις της αστικής τάξης με του
στρατιωτικούς οργανισμούς. Μερικοί Αμερικανοί
κοινωνιολόγοι περιέγραψαν σωστά τη στενή σχέση των πολιτικών, στρατιωτικών και
οικονομικών οργανισμών, όπως π.χ. οι στρατηγοί να βρίσκουν μια άνετη σύνταξη
στη διεύθυνση επιχειρήσεων, ανταμοιβή για τις παραγγελίες που είχαν δώσει, όπου
μπορούν να εφαρμόζουν πλήρως τις αντιλήψεις τους για τη διοίκηση και τις
ευθύνες. Ο Στρατός λοιπόν δεν είναι πια
ένα απλό όργανο καταπίεσης στα χέρια της αστικής τάξης: η στρατιωτική κάστα
έχει γίνει ένα οργανικό τμήμα του συμπλέγματος της κυρίαρχης τάξης.
Βλέπουμε λοιπόν
τις οικονομικές και πολιτικές αιτίες αυτής της στρατιωτικοποίησης της κοινωνίας
μας, Και αντιλαμβανόμαστε έτσι τη στενή και ύποπτη σχέση έρευνας και Στρατού.
Από τη μια μεριά, η έρευνα είναι η πηγή της τεχνολογικής προόδου. Μόνο η έρευνα
με τι διάφορες μορφές της, μπορεί να εξηγήσει την αύξηση της κατά κεφαλήν
παραγωγής, και βρίσκεται στην ρίζα της οικονομικής «ανάπτυξης», δηλαδή του
πλεονάσματος που οι στρατιωτικοί οφείλουν να απορροφήσουν.
Ταυτόχρονα όμως
συμμετέχει στην σπατάλη: οι επιστημονικές προσπάθειες στο διάστημα και την
πυρηνική φυσική είναι μια από τις μορφές απορρόφησης του πλεονάσματος, ένα
έξοδο από το οποίο κανείς δεν περιμένει πραγματικά ένα θετικό οικονομικό
αποτέλεσμα, πριν περάσει πολύς καιρός, παρ’ όλους τους λόγους που ακούμε συχνά
για τον οικονομικό αντίκτυπο. Τα στρατιωτικά κονδύλια και ορισμένα κονδύλια
ερευνών συγγενεύουν φυσιολογικά, γιατί έχουν μια κοινή οικονομική λειτουργία».
Με βάση όλα τα
παραπάνω, τα οποία δεν βλέπω να συζητιούνται ευρέως σήμερα, στο ερώτημα αν θα
τελειώσει ο πόλεμος της Ουκρανίας ή αν γενικά θα τελειώσουν κάποτε οι πόλεμοι,
η απάντηση μπορεί να μην είναι τόσο προφανής αλλά να σχετίζεται με πολύ
βαθύτερα αίτια, τα οποία, όπως ήδη έγραψα, αποτελούν την γενεσιουργό αιτία κάθε
πολεμικής σύρραξης. Ίσως λοιπόν να βρισκόμαστε μπροστά σε μία ακόμη προσπάθεια
«απορρόφησης πλεονασμάτων» και όχι επίλυσης διαφορών μεταξύ των λαών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου